Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ 2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος



1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ

1.2.1. Αρχαιότητα

Στην Αρχαιότητα, οι φιλόσοφοι, που ανέπτυξαν όπως είδαμε το στοχασμό για τη Φιλοσοφία, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, έθεσαν και την προβληματική για τη συγκρότηση, την ανάπτυξη και την ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ενώ όμως διέκριναν και ταξινομούσαν τη Φιλοσοφία σύμφωνα με την ανάπτυξη των επιστημών, δε συνέβαινε το ίδιο με τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διαιρούσε τη Φιλοσοφία σε ποιητική, θεωρητική και πρακτική. Η ποιητική ήταν εκείνη που πραγματευόταν το ωραίο στη φύση, στην τέχνη, στον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η θεωρητική ήταν η επιστημονική έρευνα που ανέλυε την υπόσταση και την ουσία όλων των πραγμάτων. Διακρινόταν σε τρία μέρη, τα Μαθηματικά, τη Φυσική και την Πρώτη Φιλοσοφία, η οποία εξέταζε τις πρώτες αιτίες, δηλαδή τα αξιώματα των επιστημών - γι' αυτό ο σκοπός της δεν ήταν πρακτικός, αλλά, όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης, θεωρητικός. Τέλος, η πρακτική αποσκοπούσε στο να εξετάσει τους κανόνες που οδηγούν τον άνθρωπο στη δέουσα και λογική ατομική και κοινωνική πράξη - δηλαδή στο να αναλύσει ηθικά τις ανθρώπινες πράξεις.

Εκείνο λοιπόν που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι δεν υπήρχε διάκριση των Κοινωνικών Επιστημών μεταξύ τους, αλλά ένας συνδυασμός κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών θεωρήσεων για την ατομική και τη συλλογική ζωή. Οι Αρχαίοι διερευνούσαν τις αρχές με βάση τις οποίες συγκροτούνταν η κοινωνία, αλλά και τις αιτίες και τους όρους της αλλαγής της, για να εξηγηθεί ο σκοπός που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Ο Αριστοτέλης στα έργα του Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία και τα Ηθικά Νικομάχεια προβαίνει σε μια διεξοδική μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας για να καθορίσει τους πολιτειακούς παράγοντες (δημογραφική σύσταση της πολιτείας, κατανομή του πλούτου, κτλ.) που καθοδηγούν τον άνθρωπο- πολίτη στην ενάρετη και ευτυχισμένη ζωή. Η Φιλοσοφία, η οποία απέβλεπε στην πνευματική και στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, καθόριζε το πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνία και η πολιτεία, για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα είτε για τον Αριστοτέλη ή για τον Επίκουρο, όλοι μελετούν την κοινωνία και αναζητούν με βάση τον ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης, την καλύτερη συγκρότηση της μελλοντικής πολιτείας.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο κοινωνικός στοχασμός, παρά την ανάπτυξη της Νομικής Επιστήμης, η οποία προσδιόριζε τις οικογενειακές, κληρονομικές και συναλλακτικές σχέσεις των

ανθρώπων, δε διέφερε από εκείνον της αρχαιοελληνικής εποχής. Χαρακτηριστικά, ο Πολύβιος, αν και επιχείρησε να ερμηνεύσει την αφετηρία και την άνθηση των πολιτισμών, καθώς και τα αίτια των αλλαγών και της παρακμής τους, δε βρήκε άμεση ανταπόκριση και οι αντιλήψεις του παρέμειναν ως γενικοί συλλογισμοί για την κοινωνία. Αντίθετα, η κυρίαρχη κοινωνική ανάλυση είναι, πάνω απ' όλα, μια ανάλυση ηθική. Ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του ως πολίτη. Η αρετή, μας λέει ο Κικέρωνας (Cicero), είναι η υπεύθυνη εφαρμογή της σοφίας στην πράξη. Και η πιο υψηλή εκδήλωσή της είναι η φρόνηση, η συνετή και δίκαιη άσκηση της διακυβέρνησης της πολιτείας. Ο ορθός, έλλογος και ενάρετος τύπος του υπεύθυνου κυβερνήτη πιστοποιεί την άριστη λειτουργία της γνώσης. Πρόκειται για τη βαθιά γνώση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, που οδηγεί όλη την πολιτεία στον ενάρετο βίο, στο ύψιστο δηλαδή αγαθό. Με άλλα λόγια, από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την εμφάνιση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη αποτέλεσαν το εγχειρίδιο του τέλειου και ορθού κυβερνήτη.



1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες

Ο χριστιανισμός διακήρυξε προοδευτικές ιδέες, όπως ήταν η κοινή ανθρώπινη φύση, οι κοινές πνευματικές δυνατότητες, η αγάπη ως κοινός δεσμός που ενώνει το ανθρώπινο γένος σε μία και μόνη αδελφότητα. Παρ' όλα αυτά, περιόρισε και ανέστειλε την κοινωνική σκέψη ως επιστημονική γνώση. Ο λόγος είναι ότι αξίωσε και όρισε τελικά την ψυχική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική έκφραση του ανθρώπου με βάση τις θεολογικές αρχές, ενώ ταυτόχρονα ο οργανωτικός σχηματισμός των ανθρώπων σε Εκκλησία προσδιόρισε την ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών για μια μεγάλη ιστορική περίοδο.

α. Καθολικισμός. Στη Δύση, για χίλια περίπου χρόνια, η Καθολική Εκκλησία υπήρξε θεματοφύλακας και διαχειριστής της γνώσης στο σύνολο της. Η Φιλοσοφία υποτάχθηκε στη θεολογία, με συνέπεια να αφομοιώνει τους διάφορους τύπους γνώσης, και ιδιαίτερα τις γνώσεις που αφορούν την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των ανθρώπων, στο δογματικό πλαίσιο της βιβλικής αποκάλυψης. Ο νόμος, στον οποίο βασίζεται η κοινωνική ζωή, είναι η συγκεκριμένη εκδοχή του θεϊκού λόγου. Το Δίκαιο είναι απόρροια του λόγου του Θεού και ως τέτοιο θα πρέπει να νοείται (Θεϊκό Δίκαιο). Και, όπως, κατά τον Αριστοτέλη, σκοπός της πολιτείας είναι η πραγματοποίηση της αρετής, έτσι και, κατά το χριστιανισμό, η πολιτική αρετή είναι η κοσμική καλλιέργεια του ανθρώπου για την τελική σωτηρίατου. Δηλαδή η πολιτεία πρέ-

πει να αποτελεί προετοιμασία για να πορευτούμε, όπως έλεγε ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), στην κοινωνία του Θεού. Το κράτος είναι υποταγμένο στην Εκκλησία όπως το μέσο στο σκοπό. Το κράτος προετοιμάζει την ουράνια κοινωνία την οποία πρεσβεύει η Εκκλησία.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα διάχυτης θρησκοληψίας, οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη είχαν την τάση να πιστεύουν ότι η κοινή τους ζωή, σε οικογενειακό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, διέπεται από τον αδιαμφισβήτητο και αυστηρά ιεραρχικό, στην κοσμική έκφρασή του, λόγο του Θεού. Ο πάπας και ο χριστιανός μονάρχης εκφράζουν και ερμηνεύουν το λόγο του Θεού με νόμους, διατάγματα, κτλ. Η Καθολική Εκκλησία δίνει το μεταφυσικό έρεισμα που χρειάζεται η αυταρχική μοναρχία για να εδραιωθεί. Η ολοκληρωτική υποταγή και υπακοή στην ιεραρχία που συγκροτεί την κοινωνία είναι η βασική αξία η οποία υπόσχεται την ακόνια σωτηρία στη μεταθανάτια ζωή και ρυθμίζει την ψυχική, κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά στην εγκόσμια ζωή. Το αλάθητο του ποντίφικα ελέγχει την ατομική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Ο προτεσταντισμός προξενεί το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αντίληψη και ευνοεί την εκδήλωση της κριτικής σκέψης, προϋπόθεση απαραίτητη για να αναδειχθούν σι Κοινωνικές Επιστήμες.

β. Προτεσταντισμός. Στον αντίποδα του καθολικισμού, οι προτεστάντες εκφράζουν την τάση για χειραφέτηση της κοινής γνώμης. Η αρχή της «διαμαρτυρίας» είναι η άρνηση της υπακοής σε κάθε αυθεντία η οποία δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Η αρχή αυτή δεν εκφράζει μόνο την άρνηση προς την αυθεντία της παπικής εξουσίας, αλλά αναδεικνύει και την ατομική συνείδηση ως θεμελιώδη αρχή, γεγονός που επιτρέπει την αμφισβήτηση κάθε μορφής αυθεντίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Εκκλησίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση είναι απαλλαγμένες από θρησκευτικό δογματισμό. Το γεγονός όμως ότι αμφισβήτησαν και καταδίκασαν την παπική αυθαιρεσία έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να υιοθετήσει ανάλογες μορφές δράσης απέναντι σε κάθε αυταρχική μορφή, πολιτική και κοινωνική.

Η μεταρρυθμιστική πίστη αποδέχεται ως καταστατική αρχή την ελευθερία της ατομικής συνείδησης. Η διαφορετικότητα δε συνιστά πλέον σκάνδαλο και η ιδιαιτερότητα, την οποία η απολυταρχική αντίληψη της κοινωνίας εκλάμβανε ως απόκλιση ή λάθος, τώρα πλέον στηρίζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά. Αναδεικνύοντας λοιπόν ο προτεσταντισμός την αυτεξούσια ανθρώπινη γνώμη και δράση, θέτει σε κίνηση το βασικό μοχλό για να αναπτυχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες.


1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες

Η δίκη του Γαλιλαίου φέρνει στην επιφάνεια μια θεμελιώδη άψη της επιστημονικής επανάστασης: πρόκειται για μια διαμάχη αυθεντιών. Η επιστημονική αυθεντία εναντιώνεται στην αυθεντία του θεοκρατικού λόγου, γιατί αποκαλύπτει τους νόμους της φύσης, θέτοντας έτσι τις βάσεις ενός νέου λόγου. Η επιστήμη είναι η θετική ανάλυση της πραγματικότητας και ανοίγει το δρόμο για μια ελεύθερη και αυτόνομη έρευνα, της οποίας το έργο είναι η σύλληψη και η ανάλυση των πραγμάτων. Η έλευση του νεότερου κόσμου συνοδεύεται λοιπόν αναγκαστικά από την εξασθένιση της πίστης, αφού η αλήθεια μετατοπίζεται από τον Θεό στον άνθρωπο. Το νέο πρότυπο του ανθρώπου, ο οποίος σκέφτεται και ενεργεί αποκαλύπτοντας ο ίδιος την πραγματικότητα, αντικαθιστά το υπάκουο και υποτακτικό άτομο της θεολογικής αντίληψης.

Η επιστήμη δεν εγγυάται μόνο την ορθή εξήγηση των νόμων της φύσης, αλλά και τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι μπορεί να ορίσει τις σχέσεις με τον εαυτό του και τους άλλους ορθολογικά. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι μπορεί να αρθρωθεί ένας συγκροτημένος επιστημονικός λόγος για τα πράγματα, την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική.

Το πρότυπο του ανήσυχου ανθρώπου το οποίο είχε εισαγάγει η Αναγέννηση οδήγησε σε άνθηση τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η Φιλολογία, η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Νομική, μελετούσαν καθεμιά από τη σκοπιά της την ανθρώπινη πραγματικότητα και προέκριναν τις ανάλογες λύσεις, οι οποίες όμως δε στηρίζονταν σε μια, με σημερινούς όρους, διεπιστημονική προσέγγιση και κοινή επιστημολογική βάση.

Όμως η νέα επιστήμη, όπως διαμορφώθηκε από τον Γαλιλαίο, προσέφερε το γενικό μεθοδολογικό σχήμα ανάλυσης και σύνθεσης για την οργάνωση της γνώσης, δηλαδή προσέφερε την κοινή επιστημολογική αρχή για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες της εποχής υιοθετούν κανόνες παρατήρησης, ανάλυσης και επεξεργασίας όλων των κοινωνικών φαινομένων παρόμοιους με εκείνους των Φυσικών και Πειραματικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, που ως τότε αποτελούσαν μέσα που χρησιμοποιούνταν για φιλοσοφικούς και θεολογικούς σκοπούς, τώρα γίνονται αυθυπόστατες και αποκτούν τη δυνατότητα να οργανώσουν τη μεθοδολογία τους όπως και οι Θετικές Επιστήμες. Επαγωγή, παραγωγή, ανάλυση, σύνθεση, ελεγχόμενη παρατήρηση και αξιωματικές γενικεύσεις χαρακτηρίζουν τις Κοινωνικές Επιστήμες από τότε ως τις μέρες μας. Την τάση αυτή τον 16ο αιώνα την εξέφρασε κυρίως η Πολιτική Επιστήμη, η οποία πραγματεύτηκε ορθολογικά την έννοια, τη συγκρότηση

και το ρόλο του κράτους, για να αντιμετωπιστούν έλλογα τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της κοινωνίας.



1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα

Το καθεστώς της απολυταρχίας συνέχισε την παράδοση της θεοκρατικής αντίληψης, η οποία αξιοποιείται για τη θεμελίωση της ισχύος της μοναρχίας, για τη νομιμοποίηση του κράτους και για το δικαίωμα της απολυταρχικής εξουσίας να καθορίζει όλη τη ζωή των υπηκόων. Σε αυτή την εποχή, κατά την οποίο οι ιδέες έχουν ζωή και μάλιστα καταδιώκονται, διατυπώνονται οι θεωρίες των ουτοπιστών φιλοσόφων και του Μακιαβέλι.


α. Ουτοπιστές: Ρογήρος Βάκων, Τόμας Μουρ, Τομάζο Καμπανέλα

Η κοινωνική σκέψη των ουτοπιστών χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική άρνηση της ιδιοκτησίας, με την ιδέα ότι αποτελεί την πρώτη αιτία της φτώχειας, της αθλιότητας και της δυστυχίας των ανθρώπων. Προτείνεται η ιδεατή πολιτική και κοινωνική οργάνωση της πολιτείας, για να αποκτήσει καθένας τις υλικές και τις πνευματικές προϋποθέσεις για μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Πρόκειται για αρχές που δεν ισχύουν αποκλειστικά σε μια ορισμένη πολιτεία. Ο όρος «ουτοπική πολιτεία», εξάλλου, αναφέρεται σε αυτή που υπάρχει σε έναν ου-τόπο. Το κράτος, στη θεωρία αυτή, εξασφαλίζει την εργασία των πολιτών, ορίζει και θεσπίζει την απονομή της δικαιοσύνης, για να τους προστατεύει από την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναλαμβάνει την παιδεία τους και διασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο τους για μια τερπνή ατομική και κοινωνική ζωή.

Η σκέψη των ουτοπιστών είναι λοιπόν ένας κριτικός λόγος. Η ουτοπική πολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, καταγγέλλει τις κοινωνικές και τις πολιτικές ανισότητες στην Ευρώπη, τεκμηριώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα του λόγου να διευθετήσει ορθολογικά τη ζωή των ανθρώπων. Το κράτος ως έκφραση του λόγου διευθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων με βάση την ελευθερία, την ισότητα και ιη δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα με ορθολογικό τρόπο τις ελευθερίες τους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται η έννοια του «ατομισμού» και του «κρατισμού», που θα παίξουν αργότερα σπουδαίο ρόλο για τη μεθοδική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες.

β. Νικολό Μακιαβέλλι

Μακιαβέλι
Μακιαβέλι
Βασιζόμενος στην παρατήρηση και στην περιγραφή της Ιταλίας, ο Μακιαβέλλι (Ν. Machiavelli) ορίζει επίσης την ορθολογική συγκρότηση του κράτους. Όμως, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό των ουτοπιστών, ο Μακιαβέλλι αναλύει τους λόγους για την επιτυχία της πολιτικής, ώστε το κράτος να διατηρηθεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών. Αυτή η περιγραφή της πολιτικής και της κοινοτικής πραγματικότητας πλησιάζει αρκετά τις απαιτήσεις μιας αντικειμενικής Πολιτικής Επιστήμης, διότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον άνθρωπο και την εξουσία όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Με βάση τις ψυχολογικές παρατηρήσεις για την οκνηρία, την αυθάδεια, την έπαρση, τη δειλία, την αμέλεια που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Μακιαβέλλι καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ισχυρής εξουσίας για την ύπαρξη του κράτους.

Ο συλλογισμός είναι απλός και ορίζει την πολιτική με όρους από τις Φυσικές Επιστήμες και όχι από την ηθική: οι αδύναμοι είναι αναγκαίο να υπακούουν στους δυνατούς επομένως η πολιτική είναι συσχετισμός δυνάμεων που πρέπει να εξισορροπούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πολιτικός ρεαλισμός ακυρώνει κάθε ηθική αξία, αλλά ότι η Πολιτική Επιστήμη εκκινεί με αφετηρία την πραγματικότητα, ενώ η ηθική είναι δεοντολογική και κινείται με γνώμονα το πώς θα πρέπει να είναι τα πράγματα και οι συμπεριφορές.

Η συγκρότηση του κράτους, η ανάλυση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής, η διακυβέρνησή του, η οργάνωση του στρατού και της δικαιοσύνης για τη διατήρησή του είναι βασικές παράμετροι της πολιτικής και η προσέγγισή τους γίνεται από τον Μακιαβέλλι με τους θετικούς και ρεαλιστικούς όρους της αντικειμενικότητας. Κατ' αυτή την έννοια, ο λόγος του Μακιαβέλλι είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί επισημαίνει την αναγκαιότητα τεκμηριωμένων γνώσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής.

Ο Μακιαβέλλι περνά από τη γνώση των ιδιαίτερων κοινωνικών φαινομένων στη συνολική ορθολογική διακυβέρνηση της κοινωνίας. Η Πολιτική Επιστήμη είναι ένας τρόπος στοχασμού που εκφράζει την επιθυμία πρόβλεψης των κοινωνικών γεγονότων. Εδώ λοιπόν εντοπίζονται τα

πρώτα σπέρματα μιας αντίληψης περί «κοινωνικής Μηχανικής» και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, του οποίου η ιδέα θα αποτελέσει ως τον 19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών.



Ανακεφαλαίωση

Οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν αναπτύχθηκαν μέσα σε επιστημονικό κενό, αλλά στηρίχτηκαν στην έννοια της επιστήμης, και ιδιαίτερα στην έννοια των Φυσικών Επιστημών. Βέβαια, η ανθρωπότητα δε μελετούσε πάντα τη φύση με τον ίδιο επιστημονικό τρόπο. Παρ' όλη τη μεθοδική, συστηματική και ορθολογική προσπάθειά τους, οι Αρχαίοι, για πολλούς λόγους -και κυρίως λόγω της ανεπάρκειας των μέσων παρατήρησης- έδιναν πάντα μια επιστημονική εξήγηση βασισμένη σε οντολογικές και μεταφυσικές αρχές. Τον Μεσαίωνα, οι αρχές αυτές ταυτίστηκαν με τον Θεό ως πρώτη και καθολική αιτία για τη δημιουργία και την εξήγηση της φύσης. Τα νεότερα χρόνια, καθώς τα μέσα παρατήρησης εξελίσσονται και γίνονται όλο και πιο αξιόπιστα, η επιστήμη, με πρωτεργάτη τον Γαλιλαίο, επιδιώκει το λογικό έλεγχο των φαινομένων και τη μαθηματική τους έκφραση, και επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις και τις αιτίες των πραγμά- των πέρα από μυθικές, θεολογικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις. Επιστήμη σημαίνει σαφής και αποδεδειγμένη γνώση των πραγμάτων.

Οι Φυσικές Επιστήμες επηρέασαν την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών, γιατί μετέβαλαν τον τρόπο σκέψης για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων. Η μελέτη πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας αρχίζει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε λογικές αναλύσεις και όχι σε θεολογικές και μεταφυσικές αντιλήψεις. Οι Κοινωνικές Επιστήμες προϋποθέτουν, όπως και οι Φυσικές, την ανάλυση της πραγ ματικότητας, που τους διασφαλίζει μια διάσταση αντικειμενικότητας, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν.


Βασικοί όροι

ιδέα, αίσθηση, αληθοφανής γνώμη, αφαίρεση, γενικό, μερικό, επαγωγή, παραγωγή, συγκριτική μελέτη, ανάλυση, σύνθεση, μηχανική θεωρία, αιτιότητα, ουτοπία, πολιτικός ρεαλισμός.


Ερωτήσεις

1. Πώς αντιλαμβάνεται ο Πλάτων τη συγκρότηση του κόσμου και εξηγεί επιστημονικά την κίνηση του;

2. Τι είναι επαγωγή και παραγωγή, κατά τον Αριστοτέλη;

3. Ποιες οι διαφορές της επιστήμης ως τέλειας γνώσης και της επιστήμης ως έρευνας;

4. Ποια η έννοια της μεθόδου στον Βάκωνα;

5. Περιγράψτε τα βασικά χαρακτηριστικά του θετικισμού.

6. Ποια είναι η συμβολή του Γαλιλαίου στη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης;

7. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος;

8. Πώς εκφράζεται η κοινωνική σκέψη στην Αρχαιότητα;

9. Ποιες είναι οι διαφορές καθολικισμού και προτεσταντισμού και οι σχέσεις τους με τις

Κοινωνικές Επιστήμες;

10. Ποιός συνέβαλε η έννοια της νεότερης επιστήμης στην ανάπτυξη των Κοινωνικών

Επιστημών;

11. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης για την οργάνωση της

κοινωνικής ζωής;

12. Πώς αντιλαμβάνεται ο Μακιαβέλλι την κοινωνική πραγματικότητα και ποια η σημασία της

για τις Κοινωνικές Επιστήμες;


Βιβλιογραφία

Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300-1800), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983.

Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αυτό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

Ηράκλειο 1994.

R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976.

Β. Κάλφα, Πλάτανος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.

Α. Κοϋρέ, Από το Κλειστό στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989.

Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και Κρατική Σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997.


Βιογραφικά στοιχεία

*Αυρήλιος Αυγουστίνος (354-430) Σπούδασε νομικά στην Καρχηδόνα και προσχώρησε στον Χριστιανισμό υπό την επίδραση του επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου. Αρχικά ως ιεροκήρυκας και αργότερα ως επίσκοπος Ιππώνος (391) εργάστηκε για την ενότητα της Εκκλησίας και της χριστιανικής διδασκαλίας. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι Οι Εξομολογήσεις και H Πολιτεία του Θεού.


*Αβερρόης (1126-1158). Γεννήθηκε στην Κόρντοβα και ήταν για κάποιο διάστημα προσωπικός δικαστής και γιατρός του χαλίβη. Πέθανε εξόριστος στο Μαρόκο. Ασχολήθηκε με την παράφραση και τη σύνταξη υπομνημάτων για τα έργα του Αριστοτέλη.


*Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) Γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία και φοίτησε στα Πανεπιστήμια της Νεάπολης, της Κολωνίας και του Παρισιού. Κατόπιν δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Ρώμης και της Μπαλόνια. Γα κύρια έργα του, Summa Theologia και Summa contra Gentiles επηρεασμένα από τον Αριστοτέλη, διακρίνονται για τη σαφήνειά τους.


*Αβικένας (980-1037) Το βιβλίο του ο Καντίνας ήταν βασικό σύγγραμμα της μεσαιωνικής ιατρικής σε Ανατολή και Δύση. Τα συγγράμματά του επέδρασαν σημαντικά στην ανάπτυξη του προβληματισμού για ιη Λογική και τη Μεταφυσική. Η διδασκαλία του πλησιάζει πολύ τη σκέψη του Αριστοτέλη.


*Κοπέρνικος (1473-1543) Πολωνός αστρονόμος και μοναχός που εισήγαγε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Απέδειξε με παρατηρήσεις και αυτοσχέδια όργανα ότι η Γη είναι πλανήτης και περιστρέφεται τόσο γύρω από τον Ήλιο όσο και από τον άξονά της.


*Κέπλερ (1571 -1630) Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός και εφευρέτης του τηλεσκοπίου. Διατύπωσε τους νόμους που εξηγούν τις κινήσεις για τις τροχιές των πλανητών.


*Νεύτωνας (1643-1727) Άγγλος φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Ξεκινώντας από τους νόμους του Κέπλερ, ανακάλυψε τους νόμους της βαρύτητας, διατύπωσε τις βασικές της εξισώσεις και περιέγραψε τους νόμους της μηχανικής.

*Παράκελσος (1493-1541) Ελβετός γιατρός και φιλόσοφος. Πίστευε ότι η δουλειά του γιατρού είναι να βοηθήσει τον άρρωστο να ξαναβρεί τις εξασθενημένες δυνάμεις του. Ο Παράκελσος γι' αυτό το λόγο εισήγαγε τη χρήση των φαρμάκων στην ιατρική.


*Βάκων (1561-1626) Άγγλος φιλόσοφος και καγκελάριος από τους θεμελιωτές της νεότερης φιλοσοφίας και του εμπειρισμού.


*Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) Γάλλος φιλόσοφος που εισήγαγε την έννοια της μεθοδικής αμφιβολίας και έγινε έτσι ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Η μαθηματική του σκέψη θεωρείται πρόδρομος της αναλυτικής γεωμετρίας.


*Γαλιλαίος (1564-1642) Ιταλός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Εισήγαγε την πειραματική μέθοδο και θεμελίωσε τη σύγχρονη φυσική. Επιβεβαίωσε τη θεωρία του Κοπέρνικου, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Εκτός από το Νόμο της Πτώσης, ανακάλυψε το Νόμο του Εκκρεμούς και το Νόμο της Αδράνειας. Με το τηλεσκόπιο του ανακάλυψε τους δορυφόρους του Δία και τους δακτυλίους του Κρόνου.


*Τόμας Μουρ (1478-1535) Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Έφτασε στα ανώτατα κρατικά αξιώματα αλλά εκτελέστηκε από τον Ερρίκο τον 8ο επειδή δεν συναίνεσε σε ζητήματα διαδοχής. Το έργο του Ουτοπία εκφράζει ένα κοινωνικό όραμα, σοσιαλιστικής αντίληψης.


*Τομάζιο Καμπανέλα (1568-1639) Ιταλός μοναχός, φιλόσοφος και ποιητής. Το έργο του Η Πολιτεία του Ήλιου περιγράφει μια ιδεατή θεολογική Πολιτεία, θεμελιωμένη στη ζωή της κοινότητας.


*Νικολό Μακιαβέλλι {1469-1527) Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος και διπλωμάτης. Από τους θεμελιωτές της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης. Τα βασικά του έργα είναι ο Ηγεμόνας και οι Λόγοι, όπου αναλύει τη συγκρότηση, την οργάνωση και την ανάπτυξη της κρατικής υπόστασης, με ρεαλιστικούς όρους.