Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Εισαγωγή: Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η νεότερη επιστημονική αντίληψη, καθώς και την ουσιαστική συνεισφορά της στην αυτόνομη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Θα αναφερθούμε στη σημασία της αρχαίας ελληνικής σκέψης αλλά και του μεσαιωνικού πνεύματος και της Αναγέννησης, που επέτρεψαν στους νεότερους στοχαστές, και ιδιαίτερα στον Γαλιλαίο, να ορίσει εκ νέου την ιδέα της επιστήμης και να επαναπροσδιορίσει το επιστημονικό πρότυπο. Η θεμελίωση αυτή της επιστήμης είναι απαραίτητη, γιατί αφ' ενός συνέβαλε καθοριστικά στο να χειραφετηθεί ο ανθρώπινος λόγος οπό τη θεολογία, και αφ ετέρου προσέφερε τις απαραίτητες επιστημονικές έννοιες για να οργανωθεί συστηματικά πλέον, από τον 16ο αιώνα και μετά, η κοινωνική δομή.

Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να κατανοήσουν: α) τις ρήξεις και τις υπερβάσεις του ανθρώπινου πνεύματος που οδήγησαν στη συγκρότηση της «νέας» επιστημονικής αντίληψης, και β) τις προϋποθέσεις μελέτης και ανάλυσης της κοινωνίας με βάση το μεθοδολογικό λόγο τον οποίο επιβάλλει το νέο επιστημονικό πνεύμα.

Εισαγωγικές ερωτήσεις: Από ποια ανθρώπινη ανάγκη γεννήθηκε η επιστήμη; Η μυθολογία και η θρησκεία δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περιβάλλει και να ορίσουν τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής; Η διαφορά επιστήμης και θρησκείας δεν αναδεικνύει κατ' ουσίαν τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίσει αυτόνομα τη ζωή του; Η επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας δε μας βοηθά να κατανοήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα ατομικά και τα κοινωνικά προβλήματα;


1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Η λέξη «επιστήμη» δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και αξία. Ο Πλάτων την τοποθετούσε στον πιο υψηλό βαθμό γνώσης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η επιστήμη έδειχνε την αναγκαία καi αιώνια τάξη των πραγμάτων. Στον Μεσαίωνα, ο όρος «επιστήμη» ταυτιζόταν με την αλήθεια

του Θεού και φανέρωνε τη γνώση που ο Θεός είχε για τον κόσμο. Στην εποχή μας, επικρατεί η άποψη ότι η επιστήμη είναι η ορθολογική και ακριβής γνώση, η οποία αποδεικνύεται μεθοδικά και αντικειμενικά.

Βέβαια, αυτό το δεσμευτικό και γενικό πρότυπο της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι πρόσφατη κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος. Το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξαν οι φιλόσοφοι Βάκων και Καρτέσιος, οι οποίοι ανέπτυξαν με σαφήνεια και ακρίβεια τη στάση της εποχής τους απέναντι στην επιστήμη, τονίζοντας ότι η εξήγηση της φύσης πρέπει να γίνει με αναφορά στην ίδια τη φύση και όχι στην παράδοση (στη Βίβλο, στα έργα του Αριστοτέλη ή στα θεολογικά κείμενα). Φυσικά, η ρήξη με τους Αρχαίους δε συντελέστηκε αιφνίδια. Προετοιμάστηκε αργά και μέσα από σύνθετες διαδικασίες συνεχούς επανερμηνείας τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της θεολογικής σκέψης από τη σχολαστική φιλοσοφία και την Αναγέννηση. Το πέρασμα από την αξιοκρατική θεωρία του αρχαιοελληνικού προτύπου στην επιστημονική έρευνα της σύγχρονης εποχής έγινε χάρη σε συνεχή κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ώστε να κατανοηθεί ο κόσμος, η φύση.

Παρακολουθώντας την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, μπορούμε, από τη μια, να αντιληφθούμε ότι η ιδέα της σύγχρονης επιστήμης είναι γέννημα μιας ιστορικής εποχής (16ος-17ος αιώνας). Από την άλλη, θα δούμε ότι η έννοια της επιστήμης ανταποκρίνεται σε ένα λογικό και συστηματικό τρόπο σκέψης με τον οποίο ο άνθρωπος συλλαμβάνει το πραγματικό, βασισμένος στις ικανότητες του νου του και όχι στη θεία φώτιση ή σε μυθικές ερμηνείες και μεταφορές.


1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδραση του


Η Λογική και τα Μαθηματικά είναι δύο από τις μεγάλες συνεισφορές της αρχαίας Ελλάδας στην επιστημονική σκέψη. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Πυθαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιπποκράτης συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στη λογική και μαθηματική προσέγγιση της φύσης και του ανθρώπου.

Όμως η πρώτη συστηματική προσπάθεια για συνολική, καθολική εξήγηση της φύσης και του ανθρώπου έγινε από τον Πλάτωνα. Ιδιαίτερα στο έργο του Τίμαιος, όπου πραγματεύεται το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, ο Πλάτωνας καταρτίζει ένα σχεδιάγραμμα για τη φιλοσοφική-επιστημονική ερμηνεία της φύσης. Την εξήγηση αυτή ο Πλάτων τη στηρίζει στην παράσταση ενός Θεού-δημιουργού που έπλασε τον κόσμο. Σύμφωνα με την πλατωνική άποψη, υπάρχει ένας

και μοναδικός κόσμος ο οποίος είναι τέλειος και ωραίος και η πρώτη του αρχή είναι ένας νους ο οποίος ενεργεί σκόπιμα. Απέναντι λοιπόν στην τυχαία και άτακτη κίνηση του κόσμου, ο Πλάτων αντιπαραθέτει την αντίληψη ενός κόσμου ο οποίος κινείται σύμφωνα με τους τέλειους σκοπούς του υψίστου νου. Η ολική κίνηση του κόσμου προηγείται και καθορίζει τις επιμέρους κινήσεις. Κάθε μερικό γεγονός παράγεται από τους σκοπούς που καθορίζουν το όλον (τελεολογία).

Ο ύψιστος νους ως πρώτη αρχή γίνεται πιο αντιληπτός αν κατανοήσουμε την αιτία αυτού του αισθητού κόσμου και τη σχέση του με τις ιδέες. Τα αισθητά πράγματα είναι απομίμηση των ιδεών. Ο αισθητός κόσμος είναι η σωματική διαμόρφωση των ιδεών μέσα στο χώρο. Δηλαδή ο Θεός-δημιουργός και η πρώτη αρχή, έχοντας στο νου του τις ιδέες των πραγμάτων, τους έδωσε μορφή στο χώρο και στον αισθητό κόσμο. Η ιδέα είναι η γενική έννοια του πράγματος με όλες τις ιδιότητές του, ενώ η αισθητή παράσταση συνιστά την εξειδικευμένη μορφή του, γι' αυτό και η ιδέα είναι η αιτία που παράγει τα υλικά πράγματα. Όπως τα πράγματα είναι απομιμήσεις του αριθμού για τον Πυθαγόρα, έτσι και τα αισθητά πράγματα για τον Πλάτωνα δεν ανταποκρίνονται στις έννοιες παρά μόνο ως ένα βαθμό (ιδεαλισμός). Ο Πλάτων πιστεύει ότι διαμέσου των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση της πρώτης αρχής και να εξασφαλίσουμε επιστημονική γνώση, ενώ, αντίθετα, διαμέσου της αντίληψης των αισθητών πραγμάτων, τα οποία έχουν κάποια ομοιότητα με τις ιδέες, μπορεί να σχηματίσουμε μια αληθοφανή γνώμη.

Η αντίληψη ότι η ιδέα συνοδεύεται πάντα από μια αληθινή απόδειξη, ενώ η γνώμη δεν

Αυγουστίνος
Αυγουστίνος
τεκμηριώνεται αποδεικτικά, επέδρασε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της σκέψης του ιερού Αυγουστίνου. Η διδασκαλία του Αυγουστίνου διακήρυττε ότι η αλήθεια των αισθητών πραγμάτων δε βρίσκεται στα ίδια τα αντικείμενα, αλλά στο γεγονός ότι ανταποκρίνονται ομοιόμορφα στο λόγο του Θεού. Το πνεύμα του Θεού είναι η τέλεια ενότητα, η αλήθεια που τα περιέχει όλα. Η αλήθεια κατοικεί στο εσωτερικό της ψυχής και βασικά εδράζει τη λογική γνώση του Θεού, η δε εποπτεία της γνώσης του σύμπαντος προέρχεται ακριβώς από αυτή την αρχή.

Η αυστηρή λογική συνοχή και η αξιωματική τεκμηρίωση των Μαθηματικών χαρακτηρίζουν την αντίληψη περί επιστήμης κατά τον Μεσαίωνα υπό την επίδραση του Πλάτω-

νος (πλατωνικός σχολαστικισμός). Η λογική λειτουργία καταδεικνύει έτσι την παραγωγή του μερικού το γενικό, δηλαδή μετατρέπεται σε μια αιτιώδη διαδικασία όπου το καθολικό εκφράζεται μέσα στο ειδικό. Ο Θεός είναι η φύση και εκδηλώθηκε ως ιδιαίτερη μορφή μέσα στον κόσμο. Ένας λογικός πανθεϊσμός κυριαρχεί λοιπόν στην εξήγηση της φύσης. Η χριστιανική αντίληψη ότι ο Θεός είναι η πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων και ο Θεός-δημιουργός του Πλάτωνος συγκλίνουν σε μια κοινή κατεύθυνση. Η αληθινή γνώση, δηλαδή η επιστήμη, εκφράζει την αιτιακή σχέση που εξαρτά το μέρος από το όλον.


1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδραση του


Σύμφωνα με την αριστοτελική διδασκαλία, η γνώση δε στρέφεται στο εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά στο εξωτερικό της φύσης. Η πρώτη αντίληψη έρχεται από τα φυσικά αντικείμενα τα οποία περιβάλλουν τον άνθρωπο και αποτελούν μέρος ενός κόσμου με απόλυτη λογική τάξη. Αυτός ο κόσμος είναι οργανωμένος μέσα από την αλληλεξάρτηση των μερών του και είναι ο τόπος της αλήθειας.

Αναμφισβήτητα, για τον Αριστοτέλη, η αισθητή εμπειρία δεν ανήκει στη σφαίρα της επιστήμης, αλλά το ανθρώπινο πνεύμα, επεμβαίνοντας στην εμπειρική γνώση διαμέσου της αφαίρεσης, συνάγει τη γενική μορφή της ύλης και αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Η επιστήμη λοιπόν παρουσιάζει τις λογικές διαδικασίες με τις οποίες από το γενικό, το οποίο γνωρίζουμε με έννοιες, συνάγεται το μερικό, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις. Η επιστήμη δείχνει τη λογική αναγκαιότητα με την οποία τα επιμέρους φαινόμενα παράγονται από τα γενικά αίτια και οι επιμέρους αισθητηριακές αντιλήψεις από τις γενικές εννοιολογικές γνώσεις.

Η αναζήτηση όμως αυτών των γενικών και αρχικών αιτίων δε γίνεται με τις ίδιες βεβαιωμένες αποδείξεις που υπάρχουν στην παρουσίαση της παραγωγής των αποτελεσμάτων από εξακριβωμένες αιτίες. Η έρευνα για την ανάδειξη των πρώτων αιτίων ξεκινά από το μερικό, την αισθητηριακή αντίληψη, και πορεύεται προς την κοινή γνώμη και το γενικό, για να μπορέσει ύστερα να αποδείξει την παραγωγή του μερικού. Η μεθοδολογική ερευνητική διαδικασία για την αναζήτηση της αρχικής αιτίας είναι επαγωγική και η απόδειξη της συγκρότησης του μερικού από το γενικό είναι παραγωγική.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι με ποιο τρόπο μια δραστηριότητα καθαρά διανοητική, η οποία περνά από την αίσθηση στη διάνοια, μπορεί να ανήκει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η απάντηση που επιχειρείται να δοθεί βασίζεται στο λόγο, στις ικανότητες του νου να αναλύει, να εξειδικεύει, να γενικεύει και να θεσπίζει νόμους.

Όμως η αμφίσημη ερμηνεία της προέλευσης και της ικανότητας για την πρόσληψη του λόγου οδήγησε τη σχολαστική φιλοσοφία σε δύο τάσεις κατανόησής του, τη χριστιανική και την αραβική.

Θωμάς Ακινάτης
Θωμάς Ακινάτης

Ο Θωμάς Ακινάτης ενσωμάτωσε τον αριστοτελικό λόγο στις ανάγκες του θεολογικού δόγματος υποστηρίζοντας ότι ο λόγος προέρχεται από τον Θεό. Υπέταξε κατ' αυτό τον τρόπο τον αριστοτελικό ορθολογικό λόγο στην εξυπηρέτηση των θεολογικών απαιτήσεων και προσδοκιών. Η αριστοτελική αντίληψη για την επιστήμη εναρμονίστηκε με τη χριστιανική πίστη και οι νόμοι της φύσης θεωρούνται έκφραση της θείας βούλησης και των νόμων της.

Ο αριστοτελισμός έδωσε τη δυνατότητα στη θεολογία να αποκτήσει τα μέσα και να υποτάξει την αισθητηριακή γνώση με την αρχή της ψυχικής πραγματικότητας που μας δόθηκε από τη χάρη του Θεού. Η εξωτερική πραγματικότητα ως αντικείμενο γνώσης καθίσταται δυνατή μόνο με τη μορφή της ψυχικής πραγματικότητας. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος της συνείδησης και ο υλικός κόσμος χωρίζονται ολοκληρωτικά και η επιστήμη ασχολείται σχεδόν μόνο με τη λογική αλληλουχία των εννοιών.

Η άλλη επίδραση του Αριστοτέλη είναι εκείνη της αραβικής παράδοσης, και ιδιαίτερα του Αβερρόη. Ο Άραβας στοχαστής έδινε πρωτεύουσα σημασία στα εξωτερικά στοιχεία της φύσης και λιγότερο στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να υπονομεύει έμμεσα τον θρησκευτικό και το θεολογικό λόγο. Η επίδραση όμως των Αράβων στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης έχει σημαντικότερη ιστορική σημασία.


1.1.3. Η επίδραση των Αράβων

Η αραβική παράδοση διαφέρει από τη μεσαιωνική Δύση και τη χριστιανική φιλοσοφία. Οι κύριοι εκπρόσωποι της αραβικής σκέψης, από τον Αβικέννα ως τον Αβερρόη, δεν είναι κληρικοί, όπως στη Δύση, αλλά γιατροί, με αποτέλεσμα η μελέτη της αρχαίας Ιατρικής (Ιπποκράτης) και Φυσικής να συνδυάζεται με εκείνη της Φιλοσοφίας.

Η επιστημονική παιδεία των Αράβων δεν ήταν αυτοφυής, αλλά στηριζόταν σε πολύ μεγάλο

βαθμό στην αρχαιοελληνική σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος και Πρόκλος), τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, οι Νόμοι και ο Τίμαιος του Πλάτωνος μεταφράστηκαν στα αραβικά. Έτσι, η επιστημονική συζήτηση εξαπλώθηκε από τη Βαγδάτη ως την Κόρδοβα και η επιστημονική αυτή κίνηση μετέδωσε την αρχαιοελληνική σκέψη στη Δύση, λόγω των σταυροφοριών και των εμπορικών σχέσεων που είχαν οι Άραβες με τη Δύση. Από την επαφή της με την Ανατολή, η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη και τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του Παρισιού, γνώρισαν τη Λογική του Αριστοτέλη και τα πραγματολογικά μέρη του συστήματος του, με αποτέλεσμα να ανανεωθεί η συζήτηση για τη μεθοδολογική προσέγγιση και την επιστημονική έρευνα.

Ο συνδυασμός και η συγκριτική μελέτη φυσικών και φιλοσοφικών προβλημάτων, που διέκριναν την αραβική σκέψη, εξασφάλισαν κατ' ουσίαν στην επιστημονική σκέψη μια βάση πραγματολογικών δεδομένων. Αυτή η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα διεύρυνε αποτελεσματικά το πεδίο των εμπειρικών γνώσεων και ανέδειξε τη μεγάλη συμβολή τους στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών εννοιών. Ο αραβικός αριστοτελισμός. με τις αναφορές του στη φυσική πραγματικότητα (ρεαλισμός), ενίσχυσε το ορθολογικό πνεύμα και έδωσε τη δυνατότητα να αναλυθούν λογικά και μεθοδολογικά οι θρησκευτικές κοσμοθεωρίες. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία των Αράβων αξιοποίησε το γνωσιολογικό υλικό των φυσικών δεδομένων στη μελέτη των ιδεαλιστικών θεολογικών αντιλήψεων. Αυτός ο μετριοπαθής ρεαλισμός της αραβικής σκέψης, που αναδεικνύει τον ουσιαστικό ρόλο της εμπειρικής γνώσης στη συστηματική κατανόηση του κόσμου, αποκάλυπτε -χωρίς βέβαια να θεμελιώνει-τις βάσεις της νέας κοσμικής γνώσης, η οποία ήταν ενάντια σε μια νοησιαρχία με σχολαστικές και μυστικιστικές όψεις.


1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης

Αναγέννηση εκφράζει την αξιοθαύμαστη ανανέωση των γνώσεων του ανθρώπου που αφορούν τη φύση, τα γράμματα και τις τέχνες. Απέναντι στις αυστηρές παραστάσεις ενότητας της μεσαιωνικής σκέψης και στις συγκεντρωτικές αντιλήψεις της Σχολαστικής Φιλοσοφίας, η Αναγέννηση αντιπροσωπεύει την έξοδο του ανθρώπινου πνεύματος προς τον άπειρο σε εκφράσεις κόσμο της φύσης.

Χωρίς αμφιβολία η Αναγέννηση της σκέψης συντελέστηκε κυρίως στα γράμματα και στις τέχνες και όχι τόσο στις επιστήμες. Η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου και η εντρύφηση στις επιστημονικές αξίες και στις ανθρωπιστικές αρχές της αρχαιοελληνικής σκέψης συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπινου λόγου.

Η αναβίωση του θεωρητικού πνεύματος είναι το νόημα του νέου επιστημονικού τύπου. Όπως και στην Αρχαιότητα, έτσι και τώρα η γνώση της πραγματικότητας είναι και πάλι ο μόνος σκοπός της επιστημονικής έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι ο θεωρητικός στοχασμός να προσανατολιστεί ουσιαστικά προς τη Φυσική Επιστήμη, αφήνοντας κατά μέρος την αινιγματική διάσταση της εσωτερικότητας που πρέσβευε η Σχολαστική Φιλοσοφία. Ο στοχασμός υποτάσσεται πλέον σε μια κοσμική παράσταση και απελευθερώνεται από την εσωτερικότητα της πίστης. Ο άνθρωπος αποκτά, ε:τοι, εμπιστοσύνη στον εαυτό του και εκφράζεται ως αυτόνομη οντότητα. Αυτή η ανθρωπιστική κίνηση ήταν αδιάφορη απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις και εκφράζει άμεσα την ανάγκη του διαχωρισμού της Φιλοσοφίας από τη θεολογία.

Η ανάπτυξη της Φιλοσοφίας σε αυτοδύναμη κοσμική επιστήμη δηλώνει ότι κύριο έργο της Φιλοσοφίας είναι πλέον ο (γνωστικός και πρακτικός) έλεγχος της φύσης. Η Φιλοσοφία κατά την Αναγέννηση εκφράζει την τάση να γίνει η Φιλοσοφία επιστήμη της φύσης και να προσδιορίσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

Κοπέρνικος
Κοπέρνικος

Η αλλαγή των παραστάσεων χάρη στις εξερευνήσεις και στις ανακαλύψεις ανέτρεψε και άλλαξε τα πολιτισμικά δεδομένα, διαμορφώνοντας μια νέα άποψη για τον κόσμο που κλόνισε αισθητά την ανθρωποκεντρική παράσταση του Μεσαίωνα. Αυτή η μεταβολή ενισχύεται με την ανάπτυξη της Αστρονομίας. Χάρη στη θεωρία του Κοπέρνικου (Copernicus), ο άνθρωπος δεν είναι πλέον το κέντρο του κόσμου, όπως η Γη έπαψε να είναι επίκεντρο του σύμπαντος. Η θεωρία του Κέπλερ (Kepler), επιβεβαίωσε την αρμονική ενότητα της φυσικής των ουράνιων σωμάτων (μακρόκοσμος) και της φυσικής των γήινων σωμάτων (μικρόκοσμος), που διέπονται από τους ίδιους μαθηματικούς νόμους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτών των φυσικών φαινομένων γίνεται από τον Νεύτωνα (Newton) τον 18ο αιώνα.

Βέβαια, αυτή η τάση της επιστημονικής και πνευματικής αυτονομίας δεν ξεφεύγει εντελώς από τις επιδράσεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα από αντιλήψεις που απέδιδαν στα πράγματα μια ψυχή ανάλογη με την ανθρώπινη (ανιμισμός).

Οι στοχαστές της Αναγέννησης, υπό την επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων, θεωρούσαν ότι η ζωή της φύσης κυριαρχείται από πνεύματα και από μια σύνθεση εσωτερικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να υποταχθούν από τον άνθρωπο με τη γνώση και τη θέληση.

Έτσι, η μαγεία και η αστρολογία ήταν πολύ διαδεδομένες στην περίοδο αυτή. Οι αλχημιστές, όπως ο Παράκελσος, (Paracelsus), προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη μαγεία της φύσης. Έβλεπαν το φυσικό κόσμο ως ένα σύνολο ενεργών δυνάμεων που βρίσκεται σε ενότητα με τον άνθρωπο.

Απέναντι λοιπόν στην αριστοτελική αντίληψη της επιστήμης, την οποία αυτήν την περίοδο εκπροσωπούν οι θεολόγοι και γενικότερα ο κόσμος της Εκκλησίας, η φυσιοκρατική θεώρηση της Αναγέννησης γοητεύει τα ανήσυχα πνεύματα και βρίσκει ανταπόκριση στο λαό.


1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση

Ανεξάρτητα από την πρόοδο η οποία συντελέστηκε στο διάβα των αιώνων ως προς τη συγκρότηση της έννοιας «επιστήμη», το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής παράδοσης διατηρούσε ως την Αναγέννηση το πρότυπο της τελειότητας, το οποίο και συνέδεε με τη γνώση.

Ο σοφός, ο στοχαστής, είναι εκείνος που γνωρίζει καλά. Είναι επιλήψιμο λοιπόν να επικαλείται αμφιβολία και σχετική άγνοια, γιατί αυτό είναι σημείο σκεπτικισμού και ισοδυναμεί με την ακύρωση της τέλειας γνώσης.

Αναμφίβολα ο σοφός δε γνώριζε εκ γενετής, προσέφευγε στην επιστήμη, αλλά η εκμάθηση ήταν γρήγορη και καθολική. Είχε την έννοια της μύησης, γεγονός που ανταποκρίνεται σιην αντίληψη ότι η αλήθεια είναι ολοκληρωτική και υπερβατική. Αυτή η ιδέα της αλήθειας περιέκλειε ταυτόχρονα όλους τους τομείς, τη θρησκεία, την οντολογία, τη μεταφυσική και, ακόμη, τη Νομική, την Ιατρική, την Πολιτική, που σήμερα είναι διαχωρισμένες. Η επιστήμη εξασφάλιζε σε όποιον την κατείχε τη γνώση των αξιών και των αληθειών, τη σοφία και την αρμονία, καθώς και το σεβασμό εκ μέρους των θεϊκών δυνάμεων.


1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα

Η νεότερη εποχή εγκαινιάζεται με μια διανοητική αλλαγή: η ιδέα της επιστήμης ως απόλυτης υποκαθίσταται από μια επιστήμη του γίγνεσθαι. Η λέξη «επιστήμη» προσλαμβάνει κυρίως τη σημασία της έρευνας και της αναζήτησης. Το κύρος της παράδοσης κλονίζεται και συνδέεται με τη στείρα υποταγή στο πνεύμα του παρελθόντος. Η αλήθεια οφείλει να αναζητηθεί όχι mo παρελθόν αλλά στο μέλλον. Η γνώση δε συνιστά ήδη αποκτημένη περιουσία που λειτουργεί ερμηνευτικά. Κατακτάται όμως στο μέτρο που το ανθρώπινο πνεύμα απελευθερώνεται από την

αδράνεια και την προσήλωση στο παρελθόν και στις αμετακίνητες ιδέες που το χαρακτήριζαν.

Ο σοφός δεν είναι εκείνος που γνωρίζει, αλλά εκείνος που αναζητά, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν τίθεται θέμα να φτάσει στην καθολική και απόλυτη γνώση. Το ζητούμενο είναι να αποκτήσει επιμέρους γνώσεις που να αποδεικνύονται πέρα από κάθε αμφιβολία. Τη νέα αυτή θεώρηση του πνεύματος την προωθούν οι αναλύσεις του Βάκωνος και του Καρτέσιου και την αποκρυσταλλώνει ο Γαλιλαίος.


1.1.7. Φ. Βάκων

Η ανθρωπιστική Αναγέννηση έτεινε στο να αποτελέσει μια αναβίωση λησμονημένων αξιών, ήταν επομένως στραμμένη κυρίως στο παρελθόν. Η σκέψη του Βάκωνος (Bacon) στρέφεται, αντίθετα, προς το μέλλον, στο οποίο προσανατολίζεται η επιστημονική ανάπτυξη. Το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά διαρκώς νέους μεθοδολογικούς δρόμους για την αποκάλυψη του κόσμου. Ο Βάκων δεν αποβλέπει στο να δώσει απάντηση στα πάντα, αλλά στο να θέσει τα πάντα σε αμφισβήτηση. Η σκέψη του έχει ερωτήσεις για όλα, γι' αυτό και εγκαινίαζε διαρκώς προγράμματα έρευνας και αναζήτησης. Δεν μπόρεσε βέβαια να ξεπεράσει το στάδιο της ερωτηματικής διερεύνησης, όμως ο ανήσυχος εμπειρικός του λόγος απομάκρυνε το νου από τις θεολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη νέα επιστήμη.

Στο μάτια του Βάκωνος, επιστήμη δε σημαίνει μια διαδικασία εκμάθησης μιας ήδη τέλειας γνώσης ή συνειδητοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των προηγούμενων γενιών. Η μυστικιστική αντίληψη του Μεσαίωνα, η υποταγή του μαθητή στην αυθεντία του δασκάλου έχουν παρέλθει. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ένα συλλογικό έργο της ανθρωπότητας, η οποία πορεύεται προς την πρόοδο. Η παγιωμένη γνώση που χαρακτήριζε την ιδέα της επιστήμης, με σκοπό να διατηρηθούν οι σχέσεις των πραγμάτων αμετάβλητες, είναι ξεπερασμένη. Ο Βάκων ανέδειξε την υπεροχή της μεθοδικής γνώσης, διακηρύσσοντας την ενότητα λόγου και εμπειρίας.

Η μέθοδος. Έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της μεθοδολογικής έρευνας για τη συγκρότηση της νέας επιστήμης, ο Βάκων αντιπαραθέτει το δικό του «νέο όργανο» στο αριστοτελικό. Η μέθοδος είναι όργανο, δηλαδή εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει όλος ο κόσμος. Κατ' αυτό τον τρόπο τα ανθρώπινα πνεύματα εξισώνονται και η πνευματική υπεροχή διαδραματίζει επουσιώδη ρόλο. Σκοπός του Βάκωνος είναι να οργανώσει τις αισθητηριακές

αντιλήψεις με την μεθοδική παρατήρηση. Ο επιστήμονας λοιπόν καλείται να συμπληρώσει τη γνώση τους με το πείραμα, το οποίο επινοεί για να κατανοήσει την ορθή λειτουργία των πραγμάτων. Γι αυτό η μέθοδος της επαγωγής θεωρήθηκε ορθότερη για την επεξεργασία των πραγματικών δεδομένων.

Με την επαγωγική μέθοδο, η έρευνα πορεύεται σε γενικές προτάσεις (αξιώματα) και με βάση αυτές πλέον εξηγεί τα φαινόμενα. Η επαγωγή, με το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό, συγκροτεί γενικές μορφές, δηλαδή τύπους, βάσει των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να αναλύει τη φύση, τον κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ψυχολογικές παραστάσεις του ανθρώπου, η βούληση, οι πολιτικές σχέσεις, οι κοινωνικές δραστηριότητες μπορούν να εξηγηθούν μεθοδικά και έτσι να αποκαλυφθούν οι παράγοντες που τις διαμορφώνουν και τις μεταβάλλουν.

Ο Βάκων εισάγει ιη θεμελιακή άποψη ότι η γνώση του ανθρώπου, των πράξεών του και της φύσης στηρίζεται στην ίδια αφετηριακή αρχή της κατασκευής των γενικών μορφών διαμέσου των μερικών. Αναμφίβολα ο Βάκων δεν ανακάλυψε κανένα νόμο ούτε εισήγαγε καμιά θεωρία, αλλά κατανόησε το νόημα του επαγωγικού συλλογισμού και του έδωσε τέτοια διάσταση ώστε να ελεγχθεί, να οργανωθεί και να γίνει αποτελεσματική η επιστημονική έρευνα σε όλα τα επίπεδα.


1.1.8. Καρτέσιος

Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο (Descartes) είναι η μαθηματική γνώση. Τα Μαθηματικά έχουν βασικές αρχές, το αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια και στην ενάργειά τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοφία, αλλά και κάθε τέλεια γνώση που αφορά το σύμπαν, τη φύση, τον άνθρωπο πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών.

Επιστημονική γνώση λοιπόν για τον Καρτέσιο δεν είναι η αυστηρή περιγραφή του γεγονότος, αλλά η γνώση τού γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η μέθοδος του διακρίνεται από μορφές. Πρώτον, την αναλυτική, όπου το γεγονός είναι δεδομένο, αλλά ζητείται η αιτία της παραγωγής του. Δεύτερον, τη συνθετική, όπου η αιτία του γεγονότος είναι δεδομένη, και ζητείται το γιατί υφίσταται κατ' αυτό τον τρόπο. Επομένως, κάθε τέλεια γνώση πρέπει να βρει ή να επινοήσει υποθετικά την αρχική αιτία των πραγμάτων τα οποία μελετά για να μπορέσει να

Μεταξοτυπία του Μαλεβίτς.
Εικονογράφηση για τις Αρχές της Φιλοσοφίας του Καρτέσιου
Μεταξοτυπία του Μαλεβίτς.
Εικονογράφηση για τις
Αρχές της Φιλοσοφίας του Καρτέσιου

αποδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η Φιλοσοφία λοιπόν ως επιστημονική και τέλεια γνώση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη αιτία και πρώτη αρχή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πώς παράγονται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός και χρησιμεύει ως βάση για να εξηγήσουμε τον κόσμο.

Το βασικό περιεχόμενο του καρτεσιανού ορθολογισμού συνίσταται λοιπόν στη συγκρότηση ενός συστήματος όπου όλες οι γνώσεις παράγονται λογικά από μια θεμελιωμένη αρχή, το λόγο. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της φράσης: «Cogito ergo sum». Δηλαδή μπορώ να αμφιβάλλω για όλα, για όσα μού μαθαίνουν οι αισθήσεις και η νόησή μου, για όσα με δίδαξαν οι άνθρωποι, για τα συμπεράσματα και τα αποφθέγματα των σοφών. Όμως για ένα πράγμα δεν μπορώ να αμφιβάλλω: για το ότι συλλογίζομαι, για το ότι είμαι ένα ον που σκέφτεται και συλλαμβάνει αρχές, αιτίες, έννοιες για να εξηγήσει τα πράγματα. Ο Καρτέσιος υιοθετεί έτσι μια αρχή, το cogito, και ερμηνεύει τη φυσική πραγματικότητα με ορθολογικό τρόπο, συστηματοποιώντας τον αναλυτικό στοχασμό, τον οποίο ο Γαλιλαίος ανέδειξε ως το θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης επιστήμης.


1.1.9. Γαλιλαίος

Ο προσανατολισμός της σκέψης του Βάκωνος στην πρακτική εφαρμογή της γνώσης και στην άμεση τεχνική της χρησιμότητα τον εμπόδισε να αντιληφθεί το μέγεθος των θεωρητικών αξιών που έφερε στην επιφάνεια και τη σημασία τους για την επιστημονική έρευνα. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των Μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Την ανάδειξή τους αναλαμβάνει ο Γαλιλαίος (Galileo) θεμελιώνοντας τη Μηχανική, δηλαδή τη μαθηματική θεωρία της κίνησης.

Γαλιλαίος
Γαλιλαίος

Η διάκριση μεταξύ αντικειμενικής (επιστημονικής) πραγματικότητας και αισθητής (κοινής πρόσληψης της) πραγματικότητας επιτρέπει στον Γαλιλαίο να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Διακρίνει την αυστηρή παρατήρηση του πραγματικού και την απομόνωση των απλών μορφών της φυσικής πραγματικότητας από την κοινή αντίληψη, για να περιορίσει τη σύγχυση και την προκατάληψη κατά τη διάρκεια της παρατήρησης.

Στη συνεχεία, αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα πρέπει να κατανοηθεί με μαθηματικούς όρους. Έτσι, εκεί όπου η επαγωγή του Βάκωνος αναζητούσε διά της αίσθησης τις μορφές των πραγμάτων για να εξηγήσει τις σχέσεις τους, η αναλυτική μέθοδος του Γαλιλαίου καταδεικνύει την απλούστατη ενέργεια της κίνησης και τη δυνατότητά της να προσδιοριστεί με μαθηματικό τρόπο.

Με άλλα λόγια, η ανάλυση επισημαίνει και υποδεικνύει υποθετικά την πιο απλή μορφή κίνησης, με βάση την οποία μπορούν να εξηγηθούν όλες οι κινήσεις, ακόμη και οι πιο σύνθετες. Η ανάλυση είναι η μεθοδική αφαιρετική επέμβαση του στοχασμού για να αποκαλυφθεί και να μετρηθεί η απλούστερη απ' όλες τις κινήσεις. Στη συνέχεια, ο Γαλιλαίος, με τη συνθετική του μέθοδο, η οποία προϋποθέτει την αναλυτική, μπορεί πλέον να εξηγήσει το αποτελέσματα αλληλεπιδράσεων της κίνησης σε εμπειρικό επίπεδο και να καταδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η επιστήμη είναι μια ορθολογική κατάκτηση των πραγμάτων, η οποία προχωρεί από τα φαινόμενα στις αιτίες και από τις αιτίες στις επενέργειες τους.

Η επιστημονική γνώση είναι η γνώση που τεκμηριώνεται με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις. Η επιστήμη βασίζεται στο θεωρητικό στοχασμό που προέρχεται από την άμεση πρόσληψη των πραγμάτων, είναι άρα απαλλαγμένος σε μεγάλο βαθμό από φανταστικές αντιλήψεις και υποκειμενικές γνώμες.

Αυτή η αντίληψη για την επιστήμη επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση του περιεχομένου της Φιλοσοφίας, η οποία γίνεται πλέον η θεωρητική και ορθολογική κατανόηση των πραγμάτων με βάση την έννοια της κίνησης (Μηχανική). Η σύνδεση αυτή είχε ως συνέπεια το διαχωρισμό της Φιλοσοφίας από τη θεολογία.

1.1.10. Τα κύρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος

α. Η πρόοδος. Το νεότερο επιστημονικό πνεύμα διαμορφώνεται, όπως είδαμε, με το αίτημα να απελευθερωθεί από την αρχαιοελληνική και τη θεολογική παράδοση. Η πρόοδος του επιστημονικού πνεύματος συντελείται με την απόρριψη της αυθεντίας και την απαίτηση του λόγου να ερευνά, να ανακαλύπτει και να κατανοεί τις αρχές και τους νόμους της φύσης. Επιστήμη δεν είναι η οριστική κατάκτηση της γνώσης, αλλά η χειραφέτηση από την αυθεντία και η εξασφάλιση των όρων και των μέσων της ερευνητικής διαδικασίας για την κατάκτηση της γνώσης.

β. Η έννοια της εμπειρίας. Η εμπειρική μέθοδος μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βάρους από την απλή παρατήρηση στο λογικό έλεγχο των φαινομένων. Η διαφορά μεταξύ του αρχαίου και του νέου επιστημονικού πνεύματος δεν εντοπίζεται τόσο στην οργάνωση της εμπειρίας, όσο στην απαίτηση του νέου επιστημονικού πνεύματος να προσλαμβάνει και να εξηγεί τα γεγονότα. Διερευνά υποθετικά τα γεγονότα για ερμηνεύσει τα φαινόμενα τα οποία παρατηρεί και τα επαληθεύει για να τα θέσει υπό τον έλεγχο του. Η επιστημονική υπόθεση έχει το χαρακτήρα μιας επαληθευτικής πρότασης, γι'αυτό διεκδικεί τον τίτλο της αντικειμενικότητας.

γ. Τα Μαθηματικά. Τα Μαθηματικά σηματοδοτούν την οριστική ρήξη του 17ου αιώνα με την παλαιά εποχή. Οι σχολαστικοί, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, διέκριναν τα Μαθηματικά, τα οποία αφορούσαν τις ιδέες, από τη Φυσική, που αφορούσε τα φυσικά πράγματα. Ο Γαλιλαίος διακήρυττε ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικό τρόπο. Εννοούσε ότι μπορούμε να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα με βάση τις αρχές και τα αξιώματα της ευκλείδειας Γεωμετρίας, για να την αναλύσουμε και να ρυθμίσουμε τη λειτουργία της. Έτσι, πραγματικότητα και αντικειμενικότητα παίρνουν νέες διαστάσεις.

δ. Η αιτιότητα. Η έννοια της αιτιότητας προσλαμβάνει νέο περιεχόμενο, γιατί επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν μέσα στα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε, χωρίς να αναζητεί μια μεταφυσική αρχή, μια αρχή η οποία βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα αυτά. Επίσης, μέσω της αιτιότητας, διακρίνεται η άμεση αντίληψη του συγκεκριμένου πράγματος από την αντικειμενική πρόσληψή του και, έτσι, οργανώνονται οι νόμοι που το διέπουν.