Χημεία (Β Γενικού Λυκείου - Ομάδα Προσ/σμού Θετικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
1.1 Διαμοριακές δυνάμεις - Μεταβολές φυσικών καταστάσεων 2.1 Μεταβολή ενέργειας Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

1.2 Προσθετικές ιδιότητες διαλυμάτων

Όταν διαλύεται μία ουσία στο νερό, το διάλυμα που προκύπτει έχει σαφώς νέες ιδιότητες ως προς το διαλύτη (νερό). Άλλη γεύση, άλλη πυκνότητα, άλλο ιξώδες κ.λπ. Ακόμα και αν διαλυθεί η ίδια ποσότητα από δύο ενώσεις στον ίδιο όγκο διαλύτη, τα διαλύματα που προκύπτουν έχουν διαφορετικές ιδιότητες π.χ. πυκνότητες.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σύνολο ιδιοτήτων στο διάλυμα το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη φύση της διαλυμένης ουσίας (μορίων ή ιόντων) και εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των διαλυμένων σωματιδίων σε ορισμένη ποσότητα διαλύματος (ή διαλύτη). Έτσι, διπλάσια για παράδειγμα ποσότητα διαλυμένου σώματος προκαλεί διπλάσια μεταβολή στις ιδιότητες. Αυτές οι ιδιότητες ονομάζονται προσθετικές ή αθροιστικές και είναι:

  • η ελάττωση της τάσης των ατμών του διαλύτη
  • η ανύψωση του σημείου βρασμού του διαλύτη
  • η ταπείνωση του σημείου πήξεως του διαλύτη
  • η ωσμωτική πίεση του διαλύματος.

Μείωση της τάσης ατμών - Νόμος Raoult Νόμος του Raoult

Είναι γνωστό ότι η τάση ατμών ενός υγρού είναι η πίεση που ασκούν οι ατμοί του υγρού όταν το υγρό βρίσκεται σε ισορροπία με τους ατμούς του.

ΥΓΡΟ Εικόνα ΑΤΜΟΣ

Αν διαλύσουμε μια μη πτητική ουσία σ΄ ένα υγρό διαλύτη π.χ. ένα στερεό, παρατηρείται ελάττωση της τάσης ατμών του διαλύτη. Το υγρό, δηλαδή, εξατμίζεται δυσκολότερα. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται ως εξής: Στην επιφάνεια του καθαρού διαλύτη υπάρχουν αποκλειστικά μόρια διαλύτη. Ορισμένα απ΄ αυτά υπερνικούν τις διαμοριακές δυνάμεις και εξατμίζονται. Η παρουσία του μη πτητικού διαλυμένου σώματος ελαττώνει τον αριθμό των μορίων του διαλύτη στην επιφάνεια του υγρού, επομένως η εξάτμιση περιορίζεται και η τάση ατμών ελαττώνεται. Προφανώς όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα του διαλυμένου σώματος, τόσο μεγαλύτερη μείωση της τάσης ατμών παρατηρείται.

ΕικόναΕικόνα

ΣΧΗΜΑ 1.14 Η παρουσία μη πτητικής διαλυμένης ουσίας προκαλεί μείωση της τάσης ατμών του υγρού-διαλύτη.

Το παραπάνω θέμα της μείωσης της τάσης ατμών ενός υγρού κατά τη διάλυση σ’ αυτό μιας μη πτητικής ουσίας, μελετήθηκε πειραματικά το 1886 από το Γάλλο χημικό Francois Raoult. Τα αποτελέσματα της μελέτης του αυτής διατυπώθηκαν με τη μορφή ενός νόμου, που σήμερα είναι γνωστός ως νόμος Raoult. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι διατύπωσης του νόμου αυτού. Μία εξ αυτών είναι η εξής:

  • Σε αραιά μοριακά διαλύματα μη πτητικών διαλυμένων ουσιών η τάση των ατμών του διαλύματος είναι ίση με την τάση ατμών του καθαρού διαλύτη στην ίδια θερμοκρασία πολλαπλασιασμένη με το γραμμομοριακό κλάσμα του διαλύτη στο διάλυμα.

Μαθηματικά εκφρασμένος ο νόμος αυτός είναι :

P = P o χ διαλύτη

όπου, P = τάση ατμών του διαλύματος
P o = τάση ατμών του καθαρού διαλύτη
χ διαλύτη = γραμμομοριακό κλάσμα του διαλύτη στο διάλυμα
χ διαλύτη = nδιαλύτη / (nδιαλύτη + nουσίας)
n διαλύτη = αριθμός mol διαλύτη
nουσίας = αριθμός mol διαλυμένης ουσίας

Άλλη έκφραση του νόμου του Raoult είναι η εξής:

(ΔP)σχ = (P o- P) / P o = χ ουσίας
  • Η σχετική ελάττωση της τάσης ατμών του διαλύτη, όταν διαλυθεί σ’ αυτόν μια μη πτητική ουσία, είναι ίση με το γραμμομοριακό κλάσμα της διαλυμένης ουσίας.

 

Παρατηρήσεις
1. Ο νόμος Raoult ισχύει και όταν έχουμε περισσότερες από μία μη πτητικές διαλυμένες ουσίες. Τότε, n = n1+ n2 + n3 +…
2. Ο νόμος του Raoult μπορεί να εφαρμοστεί και σε μίγματα πτητικών υγρών. Στην περίπτωση αυτή το κάθε υγρό δρα ως διαλύτης, που διαλύει το άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η τάση των ατμών του καθενός υγρού μειώνεται, σύμφωνα με το νόμο του Raoult. Έτσι, στην περίπτωση διαλύματος πτητικών υγρών Α και Β, ισχύει:
PA = PAoχA και PB = PBoχB
Όπου,
PAo και PBo : οι τάσεις ατμών των καθαρών υγρών Α και Β
PA και PB : οι τάσεις ατμών των υγρών Α και Β, όταν τα υγρά αυτά είναι αναμιγμένα μεταξύ τους και
χA, χB : τα γραμμομοριακά κλάσματα των Α και Β στο διάλυμα.

3. Ο νόμος του Raoult είναι ακριβής σε ιδανικά διαλύματα. Ιδανικό θεωρείται το διάλυμα του οποίου οι διαμοριακοί δεσμοί μεταξύ διαλύτη - διαλυμένου σώματος (π.χ. Α-Β) είναι της ίδιας περίπου ισχύος με αυτούς που εμφανίζονται μεταξύ των μορίων διαλύτη - διαλύτη (π.χ. Α-Α) και διαλυμένου σώματος - διαλυμένου σώματος (π.χ. Β-Β). Πιθανόν κανένα διάλυμα δεν καλύπτει πλήρως τις προϋποθέσεις αυτές. Πολλά όμως διαλύματα θεωρούνται ότι προσεγγίζουν ικανοποιητικά την εικόνα αυτή, ώστε να θεωρούνται ιδανικά. Παράδειγμα φέρνουμε το μίγμα υδρογονανθράκων στη βενζίνη ή το μίγμα βενζολίου - τολουολίου.
Γενικώς ο νόμος του Raoult εφαρμόζεται ικανοποιητικά σε αραιά διαλύματα μοριακών ενώσεων σε υγρά, καθώς και σε διαλύματα δύο χημικά παρομοίων υγρών. Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι ο νόμος αυτός με κατάλληλη τροποποίηση μπορεί να εφαρμοστεί και σε αραιά διαλύματα ιοντικών ενώσεων.

Παράδειγμα 1.6

Ποια είναι η τάση ατμών υδατικού διαλύματος γλυκόζης (C6H12O6) περιεκτικότητας 5% w/w στους 27 °C, αν η τάση ατμών του νερού στους 27 °C είναι Ρ 0= 30 mmHg;

ΛΥΣΗ
Η γλυκόζη επειδή είναι στερεό δε δίνει ατμούς. Οι μόνοι ατμοί που προκύπτουν από το διάλυμα είναι αυτοί του νερού. Το διάλυμα δίνει λιγότερους ατμούς από το καθαρό νερό και η τάση ατμών του διαλύματος Ρ δίνεται από τον τύπο:
Εικόνα
Στη συγκεκριμένη περίπτωση 100 g διαλύματος περιέχουν 5 g C6H12O6 και 95 g Η2Ο, άρα: Εικόνα

Εφαρμογή

Ποια η τάση ατμών υδατικού διαλύματος ουσίας Α 10% w/w η οποία δεν είναι ηλεκτρολύτης και έχει σχετική μοριακή μάζα 100; (Η τάση ατμών του Η2Ο στην ίδια θερμοκρασία είναι 30,6 mmHg).

Ανύψωση του σημείου βρασμού και ταπείνωση του σημείου πήξης

Ανύψωση σημείου βρασμού Ανύψωση σημείου ζέσεως

Το πέρασμα για κάθε ουσία από τη μία φάση στην άλλη είναι στενά συνδεδεμένο με την τάση των ατμών της ουσίας. Ως σημείο βρασμού (ή σημείο ζέσεως) ορίζεται η θερμοκρασία εκείνη στην οποία η τάση των ατμών ενός υγρού εξισώνεται με την εξωτερική πίεση. Στην περίπτωση του καθαρού νερού αυτό συμβαίνει στους 100 °C (κανονικό σημείο βρασμού του νερού). Ωστόσο, σ' ένα υδατικό διάλυμα η τάση των ατμών του διαλύματος είναι μικρότερη από εκείνη του νερού, με αποτέλεσμα το σημείο βρασμού να ανυψώνεται. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση του διαλύματος, τόσο μικρότερη είναι η τάση των ατμών του διαλύματος, άρα και τόσο μεγαλύτερη είναι η ανύψωση του σημείου βρασμού. Συνεπώς, η ανύψωση του σημείου βρασμού του διαλύτη εξαρτάται από τη συγκέντρωση του διαλύματος και μάλιστα ισχύει:

  • Σε αραιά μοριακά διαλύματα μη πτητικών ουσιών η ανύψωση του σημείου βρασμού του διαλύτη είναι ανάλογη προς τη μοριακότητα κατά βάρος (molality) του διαλύματος.

Δηλαδή,

ΔΤb = Kbm

όπου,
ΔΤb: η ανύψωση σ.β. του διαλύτη (σ.β. διαλύματος - σ.β. διαλύτη),
m: η μοριακότητα κατά βάρος του διαλύματος (molality)
Κb: σταθερά ανύψωσης σ.β. ή σταθερά ζεσεοσκοπίας, η οποία εξαρτάται από τη φύση του διαλύτη. Όταν η μοριακότητα κατά βάρος του διαλύματος είναι 1 m, τότε η τιμή της ΔΤb είναι αριθμητικά ίση με την Κb.
Η παραπάνω σχέση ανταποκρίνεται πολύ καλά σε αραιά διαλύματα μη πτητικών, μοριακών ενώσεων (μη ιοντικών και μη πολυμεριζομένων). Όμως, με κάποια τροποποίηση μπορεί να εφαρμοστεί και για αραιά διαλύματα ηλεκτρολυτών .

  • Ζεσεοσκοπία ονομάζεται η μέθοδος προσδιορισμού της σχετικής μοριακής μάζας (μοριακό βάρος) με βάση τη μέτρηση πειραματικά του ΔΤb, εφαρμόζοντας τον παραπάνω νόμο:

Εικόνα

όπου,
m ουσίας : η μάζα της διαλυμένης ουσίας
Μr ουσίας : η σχετική μοριακή μάζα της διαλυμένης ουσίας και
m διαλύτη : η μάζα του διαλύτη.

Ταπείνωση σημείου πήξης Ταπείνωση σημείου πήξης

Με την ίδια λογική, το σημείο πήξης ενός διαλύματος είναι χαμηλότερο από εκείνο του καθαρού διαλύτη. Έτσι, το θαλασσινό νερό, που είναι πλούσιο σε άλατα, δεν πήζει τόσο εύκολα όσο το νερό των λιμνών και των ποταμών.
Όμως, ας δούμε τι συμβαίνει, όταν διάλυμα NaCl ψυχθεί προοδευτικά. Κατ’ αρχάς το διάλυμα δεν πήζει στους 0 oC, όπως το καθαρό νερό, αλλά σε χαμηλότερη θερμοκρασία, οπότε σχηματίζεται πάγος, ο οποίος είναι καθαρό νερό. Μ΄ αυτό τον τρόπο το διάλυμα γίνεται πυκνότερο σε NaCl, αφού η ίδια ποσότητα άλατος μένει διαλυμένη σε λιγότερο νερό. Καθώς σχηματίζεται πάγος, η θερμοκρασία πέφτει ακόμη περισσότερο, οπότε νέες ποσότητες πάγου σχηματίζονται, αφήνοντας πίσω ολοένα και πυκνότερο κάθε φορά διάλυμα. Η πορεία αυτή συνεχίζεται μέχρις ότου το διάλυμα γίνει κορεσμένο σε NaCl. Τότε, το διάλυμα παίρνει την ελάχιστη τιμή θερμοκρασίας, η οποία ονομάζεται ευτηκτική θερμοκρασία του διαλύματος.
Η ταπείνωση του σημείου πήξης του διαλύτη εξαρτάται από τη συγκέντρωση του διαλύματος και μάλιστα ισχύει:

  • Σε αραιά μοριακά διαλύματα η ταπείνωση του σ.π. είναι ανάλογη προς τη μοριακότητα κ.β. (molality) του διαλύματος.
Δηλαδή:
ΔΤf = Kf m

όπου,
ΔΤf : η ταπείνωση σ.π. του διαλύτη (σ.π. διαλύτη - σ.π. διαλύματος),
m : η μοριακότητα κατά βάρος του διαλύματος (molality)
Κf : σταθερά ταπείνωσης σ.π. ή σταθερά κρυοσκοπίας, η οποία εξαρτάται από τη φύση του διαλύτη. Όταν η μοριακότητα κατά βάρος του διαλύματος είναι 1 m, τότε η τιμή της ΔΤf είναι αριθμητικά ίση με την Κf.
Γενικά αναφέρουμε ότι οι μεταβολές στο σ.π., που προκαλούνται κατά τη διάλυση μιας ουσίας σ' ένα διαλύτη, είναι πιο σημαντικές από τις αντίστοιχες του σ.β. Για το λόγο αυτό, και επειδή το σ.π. μετράται πειραματικά με μεγαλύτερη ακρίβεια από το σ.β., η κρυοσκοπία βρίσκει πολλές εφαρμoγές.

  • Κρυοσκοπία ονομάζεται η μέθοδος προσδιορισμού της σχετικής μοριακής μάζας με βάση τη μέτρηση πειραματικά του ΔΤf, εφαρμόζοντας τον παραπάνω νόμο:

Εικόνα

όπου,
m ουσίας : η μάζα της διαλυμένης ουσίας
Μr ουσίας : η σχετική μοριακή μάζα της διαλυμένης ουσίας και
m διαλύτη : η μάζα του διαλύτη.

ΣΧΗΜΑ 1.14 Διάταξη για τον υπολογισμό του σημείου πήξης ενός υγρού.

ΣΧΗΜΑ 1.14 Διάταξη για τον υπολογισμό του σημείου πήξης ενός υγρού.

 

Παρακάτω δίνεται πίνακας με τις τιμές των Kb και Kf διαφόρων διαλυτών με τις αντίστοιχες τιμές των σ.β. και σ.π.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.5 Σταθερές ανύψωσης σ.β. και ταπείνωσης σ.π. με τις αντίστοιχες τιμές των σ.β. και σ.π. χαρακτηριστικών διαλυτών.
Διαλύτης Kb
oC m-1
σ.β.
o C
Kf
oC m-1
σ.π.
o C
νερό, H2O 0,52 100,0 1,86 0,0
χλωροφόρμιο, CHCl3 3,63 61,2 4,68 -63,5
βενζόλιο, C6H6 2,53 80,1 5,12 5,5
τετραχλωράνθρακας, CCl4 5,02 76,8 29,8 -22,3
οξικό οξύ, CH3COOH 3,08 118,5 3,59 16,6
αιθανόλη, C2H5OH 1,07 78,3

καμφορά,C10H16O     40,0 179,5
*τα σ.β. και σ.π. αναφέρονται στις κανονικές τους τιμές

Μιλώντας γενικά πρέπει να αναφέρει κανείς, ότι η διάλυση 1 mol μιας ουσίας δε δημιουργεί πάντα και 1 mol σωματιδίων στο διάλυμα. Το διαλυμένο σώμα μπορεί να διίσταται (ή ιοντίζεται) πλήρως ή μερικώς σχηματίζοντας έτσι μεγαλύτερο αριθμό σωματιδίων. Στον αντίποδα αυτού είναι δυνατό τα μόρια του διαλυμένου σώματος να συμπυκνώνονται ή να πολυμερίζονται ή να συσσωματώνονται πλήρως ή μερικώς προς μεγαλύτερα συγκροτήματα, οπότε βέβαια ο αριθμός των ανεξαρτήτων σωματιδίων μικραίνει. Τέτοιες πληροφορίες για διάσταση ή πολυμερισμό συχνά προκύπτουν από τη μελέτη των προσθετικών διαλυμάτων του διαλύματος.

 

Παράδειγμα 1.6

Διαλύονται 3 g θείου σε 100 g κυκλοεξανίου και το σχηματιζόμενο διάλυμα έχει σημείο πήξης 4,16 °C. Να βρεθούν:
α. Η πειραματική σχετική μοριακή μάζα του θείου .
β. Η ατομικότητα του θείου (ο μοριακός του τύπος)
γ. Η ακριβής σχετική μοριακή μάζα του θείου
Δίνονται Ar S = 32, Kf κυκλοεξανίου = 20 °C m-1 και σημείο πήξεως του κυκλοεξανίου: 6,5 °C.

ΛΥΣΗ
α. Στο βασικό τύπο: ΔTf = Kf m θέτουμε ΔTf= (6,5 – 4,16) °C = 2,34 °C, Kf = 20 °C/m
Υπολογίζουμε τη molality:
Σε 100 g κυκλοεξανίου διαλύονται 3 g S
Σε 1000 g κυκλοεξανίου διαλύονται x;
Εικόνα Έτσι έχουμε:
Εικόνα
β. Αν ο μοριακός τύπος του S είναι Sx, δηλαδή η ατομικότητά του είναι x, έχουμε: Μr Sx=256,4 ή 32 x = 256,4 ή x =8,01. Άρα, το x θα είναι 8 και ο μοριακός τύπος του θείου είναι S8.
γ. Από το μοριακό τύπο τώρα υπολογίζουμε την ακριβή σχετική μοριακή μάζα του θείου: Μr ακριβές = 8 . 32 = 256

Εφαρμογή

Η προπανόνη βράζει στους 56,38 °C. Διάλυμα περιέχει 20 g προπανόνης και 1,41 g οργανικού στερεού Χ διαλυμένου στην προπανόνη. Το σημείο βρασμού του διαλύματος είναι 56,88 °C. Ποια είναι η σχετική μοριακή μάζα του Χ, αν η ζεσεοσκοπική σταθερά της προπανόνης είναι Κb =1,67 °C/ m.

Ώσμωση και Ωσμωτική πίεση

Η ωσμωτική πίεση είναι μία ακόμη προσθετική ιδιότητα των διαλυμάτων, η οποία παρατηρείται μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Για να εκδηλωθεί, δηλαδή, απαιτείται μια ημιπερατή μεμβράνη, φυσική ή συνθετική, που επιτρέπει κάποιες ουσίες να περνούν και κάποιες όχι (δρα δηλαδή σαν ένα είδος μοριακού κόσκινου).

ΣΧΗΜΑ 1.15 Ημιπερατή μεμβράνη που χωρίζει το διαλύτη (νερό) από το διάλυμα (ζαχαρόνερο).

Θεωρήστε μία ημιπερατή μεμβράνη η οποία διαχωρίζει ένα υδατικό διάλυμα από καθαρό νερό. Αν δεν υπήρχε η μεμβράνη το διάλυμα θα ανακατευόταν με το νερό και θα πρόκυπτε ένα ενιαίο αραιότερο διάλυμα. Όμως, η μεμβράνη επιτρέπει μόνο τη δίοδο των μορίων νερού και προς τις δύο κατευθύνσεις και όχι τη δίοδο των μορίων του διαλυμένου σώματος. Έτσι, λοιπόν, το νερό εισέρχεται με μεγαλύτερη ταχύτητα στο δεξί μέρος του δοχείου με σκοπό να εξισώσει τις συγκεντρώσεις στα δύο μέρη. Η διάχυση αυτή των μορίων του νερού γίνεται όχι μόνο μεταξύ του καθαρού νερού και του διαλύματος, αλλά και μεταξύ δύο διαλυμάτων διαφορετικής συγκέντρωσης και ονομάζεται ώσμωση. Ώσμωση και ωσμωτική πίεση - Διαλύματα διαφορετικής συγκέντρωσης

  • Ώσμωση ονομάζεται το φαινόμενο της διάχυσης περισσοτέρων μορίων διαλύτη (συνήθως νερού), μέσω ημιπερατής μεμβράνης, από το διαλύτη στο διάλυμα ή από το διάλυμα της μικρότερης συγκέντρωσης (υποτονικό διάλυμα) στο διάλυμα της μεγαλύτερης συγκέντρωσης (υπερτονικό διάλυμα).
ΣΧΗΜΑ 1.16 Διαγραμματική απεικόνιση του φαινομένου της ώσμωσης και της ωσμωτικής πίεσης.

ΣΧΗΜΑ 1.16 Διαγραμματική απεικόνιση του φαινομένου της ώσμωσης και της ωσμωτικής πίεσης. Ώσμωση και ωσμωτική πίεση - Διαλύματα διαφορετικής συγκέντρωσης

Αποτέλεσμα της ώσμωσης είναι η στάθμη του υγρού να ανεβαίνει στο δεξιό σκέλος του σωλήνα (βλέπε σχήμα 1.16). Θα περίμενε κανείς ότι η ώσμωση θα συνεχιζόταν μέχρι να εξισωθούν οι συγκεντρώσεις των δύο διαλυμάτων. Μόνο τότε το σύστημα θα έβρισκε τη δυναμική του ισορροπία, οπότε ίδιος αριθμός μορίων διαλύτη θα διαπερνούσε την ημιπερατή μεμβράνη και προς τις δύο κατευθύνσεις. Θα έλεγε κανείς ότι η στάθμη κατ΄ αυτό τον τρόπο θα ανέβαινε συνεχώς μια και το διάλυμα όσο και να αραιωθεί δε θα γίνει ποτέ καθαρό νερό. Όμως, καθώς η στάθμη ανεβαίνει μέσα στο σωλήνα η δημιουργούμενη υδροστατική πίεση αυξάνει την ταχύτητα μετακίνησης του νερού προς το διαλύτη. Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή η στάθμη μέσα στο σωλήνα είναι τέτοια, ώστε οι δύο ταχύτητες μετακίνησης των μορίων νερού προς και από το διαλύτη εξισώνονται, οπότε και το φαινόμενο σταματά.
Την πίεση αυτή της υδροστατική στήλης, που έχει σαν αποτέλεσμα την εξίσωση των ταχυτήτων μετακίνησης του νερού (διαλύτη) μέσω της ημιπερατής μεμβράνης και την αποκατάσταση δυναμικής ισορροπίας στο σύστημα, ονομάζουμε ωσμωτική πίεση, Π, του διαλύματος. Προφανώς, η ώσμωση δε θα γινόταν καθόλου αν απ’ την αρχή είχε ασκηθεί στην επιφάνεια του διαλύτη πίεση, Ρ ίση με την ωσμωτική πίεση, Π.

  • Ωσμωτική πίεση διαλύματος, που διαχωρίζεται με ημιπερατή μεμβράνη απ’ τον καθαρό διαλύτη του, ονομάζεται η ελάχιστη πίεση που πρέπει να ασκηθεί εξωτερικά στο διάλυμα, ώστε να εμποδίσουμε το φαινόμενο της ώσμωσης, χωρίς να μεταβληθεί ο όγκος του διαλύματος.

Η ωσμωτική πίεση είναι μία προσθετική ιδιότητα. Εξαρτάται δηλαδή από την ποσότητα (σε mol) του διαλυμένου σώματος σε ορισμένο όγκο διαλύματος και όχι από την φύση αυτού. Η ωσμωτική πίεση, Π, ενός διαλύματος δίνεται από την παρακάτω σχέση:

Π V = n RT

Όπου,

Π : η ωσμωτική πίεση του διαλύματος
V: ο όγκος του διαλύματος
n : ο αριθμός mol της διαλυμένης ουσίας
R : η παγκόσμια σταθερά των αερίων
Τ: η απόλυτη θερμοκρασία (Κ)

Επειδή δε n/V = c έχουμε,

Π = c RT

Όπου,
c: η συγκέντρωση (Molarity) του διαλύματος.

Η αναλογία της σχέσης με την καταστατική εξίσωση των ιδανικών αερίων είναι και εμφανής και εντυπωσιακή.
Στο εργαστήριο η μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης χρησιμοποιείται για τη μελέτη μεγαλομοριακών ενώσεων, όπως είναι οι πρωτεΐνες και τα νουκλεϊνικά οξέα, π.χ. για τον προσδιορισμό της σχετικής μοριακής μάζας τους. Σ' αυτά, λόγω του μεγάλου Μr, είναι δύσκολο να παρασκευαστούν σχετικά πυκνά διαλύματα. Όμως, τα αραιά διαλύματά τους έχουν υψηλή τιμή ωσμωτικής πίεσης, Π, η οποία μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια.

  • Ωσμωμετρία ονομάζεται η μέθοδος προσδιορισμού της σχετικής μοριακής μάζας με βάση τον πειραματικό προσδιορισμό του Π, κάνοντας χρήση της παραπάνω εξίσωσης.

Αντίστροφη ώσμωση

Αντίστροφη ώσμωση έχουμε, όταν ασκούμε πίεση στο διάλυμα, που διαχωρίζεται με ημιπερατή μεμβράνη από το καθαρό διαλύτη του, μεγαλύτερη από την ωσμωτική του πίεση. Στην περίπτωση αυτή ο διαλύτης διαπερνά την ημιπερατή μεμβράνη, κατά προτίμηση από το διάλυμα της υψηλής προς το διάλυμα της χαμηλής συγκέντρωσης.
Το φαινόμενο της αντίστροφης ώσμωσης βρίσκει εφαρμογή στην αφαλάτωση του θαλασσινού νερού, για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το νερό των ωκεανών αποτελεί το 97,2% της συνολικής ποσότητας νερού στη Γη.
Η μεγαλύτερη εγκατάσταση αφαλάτωσης στο κόσμο σήμερα βρίσκεται στην Σαουδική Αραβία. Αυτή τροφοδοτεί το 50% του πόσιμου νερού της χώρας, κάνοντας χρήση της αντίστροφης ώσμωσης με το νερό του Περσικού κόλπου. Τα τελευταία χρόνια η μέθοδος αυτή έχει εξαπλωθεί και σε πολλές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράδειγμα φέρνουμε την πόλη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας, όπου από το 1992 λειτουργεί εγκατάσταση αντίστροφης ώσμωσης, για την παραγωγή 30400 m3 πόσιμου νερού τη μέρα. Επίσης κυκλοφορούν στο εμπόριο μικρού μεγέθους αφαλατωτές αντίστροφης ώσμωσης που βρίσκουν χρήση σε κάμπινγκ και θαλάσσια ταξίδια.

ΣΧΗΜΑ 1.17 α. Διάταξη για την αφαλάτωση του νερού σε μεγάλη κλίμακα (πάνω).
β. Όταν το θαλασσινό νερό εισέλθει υπό πίεση στο σύστημα, τότε το καθαρό νερό (μπλε σφαίρες) διέρχεται μέσω της ημιπερατής μεμβράνης και καταλήγει στη δεξαμενή του πόσιμου νερού, ενώ τα άλατα (κόκκινες σφαίρες) μένουν εκτός του συστήματος (κάτω).

ΣΧΗΜΑ 1.17 α. Διάταξη για την αφαλάτωση του νερού σε μεγάλη κλίμακα (πάνω). β. Όταν το θαλασσινό νερό εισέλθει υπό πίεση στο σύστημα, τότε το καθαρό νερό (μπλε σφαίρες) διέρχεται μέσω της ημιπερατής μεμβράνης και καταλήγει στη δεξαμενή του πόσιμου νερού, ενώ τα άλατα (κόκκινες σφαίρες) μένουν εκτός του συστήματος (κάτω).

 

 

 

 

 

 

Βιολογική σημασία της ώσμωσης Το φαινόμενο της Ώσμωσης

Το φαινόμενο της ώσμωσης παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά βιολογικά φαινόμενα που συσχετίζονται με τη λειτουργά του κυττάρου. Η κυτταρική μεμβράνη είναι ημιπερατή μεμβράνη. Δηλαδή επιτρέπει τη δίοδο των μορίων του νερού, όχι όμως των μορίων της πρωτεΐνης ή άλλων μεγαλομορίων. Για να μην έχουμε μορφολογικές μεταβολές των ερυθρών αιμοσφαιρίων, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα, θα πρέπει τα ενέσιμα διαλύματα π.χ. φυσιολογικός ορός (υδατικό διάλυμα 0,9% w/w. NaCl) να έχουν την ίδια ωσμωτική με το αίμα, δηλαδή περίπου 8 atm.
1. Αν το κύτταρο βυθιστεί σε υδατικό διάλυμα ισοτονικό σε σχέση με το ενδοκυτταρικό υγρό (π.χ. φυσιολογικός ορός), τότε το κύτταρο διατηρεί το μέγεθος του, καθώς ο αριθμός των εισερχομένων μορίων νερού ισούται με τον αριθμό των εξερχόμενων.
2. Αν το κύτταρο βυθιστεί σε διάλυμα υπερτονικό σε σχέση με το ενδοκυτταρικό υγρό του (πχ πυκνό διάλυμα ζάχαρης), τότε το κύτταρο συρρικνώνεται, καθώς ο αριθμός των εισερχομένων μορίων νερού είναι μικρότερος των εξερχόμενων .
3. Αν το κύτταρο βυθιστεί σε διάλυμα υποτονικό σε σχέση με το ενδοκυτταρικό υγρό (πχ καθαρό νερό), τότε το κύτταρο διογκώνεται, καθώς ο αριθμός των εισερχόμενων μορίων νερού είναι μεγαλύτερος των εξερχόμενων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη διάρρηξη του κυττάρου. Για παράδειγμα, αν βυθιστούν ερυθρά αιμοσφαίρια σε καθαρό νερό, τότε τα αιμοσφαίρια διογκώνονται και σπάζουν, ενώ διαχέεται η αιμοσφαιρίνη (ερυθρά χρωστική) που περιέχουν στο νερό. Αυτό ονομάζεται αιμόλυση των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

ΣΧΗΜΑ 1.18 Ερυθρά αιμοσφαίρια σε διάλυμα α. ισοτονικό β. υπερτονικό και γ. υποτονικό ως προς το ενδοκυττάριο υγρό.

ΣΧΗΜΑ 1.18 Ερυθρά αιμοσφαίρια σε διάλυμα α. ισοτονικό β. υπερτονικό και γ. υποτονικό ως προς το ενδοκυττάριο υγρό.

Παράδειγμα 1.7 Μελέτη της ώσμωσης σε οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο.

Οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο έχει μήκος 24 cm και χωρίζεται στο μέσο με κινητή ημιπερατή μεμβράνη. Γεμίζουμε το ένα μέρος με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,1 mol ουσίας Α και το άλλο με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,2 mol της Α. Προς τα που θα κινηθεί η μεμβράνη και πόσο;

Εικόνα

ΛΥΣΗ
Σύμφωνα με το φαινόμενο της ώσμωσης θα περάσουν μόρια νερού από το διάλυμα μικρότερης συγκέντρωσης προς το διάλυμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης σε διαλυμένη ουσία. Το φαινόμενο, όπως αναφέραμε θα σταματήσει, όταν εξισωθούν οι συγκεντρώσεις των διαλυμάτων στις δύο πλευρές της μεμβράνης. Όταν λέμε θα σταματήσει, εννοούμε ότι θα αποκατασταθεί δυναμική ισορροπία, δηλαδή ο ίδιος αριθμός μορίων διαλύτη περνά από την ημιπερατή μεμβράνη στο ίδιο χρονικό διάστημα και προς τα δύο διαλύματα. Για να συμβεί αυτό στην περίπτωση μας, η μεμβράνη, όπως δείχνει το σχήμα β, θα κινηθεί προς τα αριστερά για να δώσει χώρο στο νερό. Έστω ότι κινείται κατά x cm. Η ποσότητα της διαλυμένης ουσίας Α θα παραμείνει η ίδια στα δύο διαλύματα και στην τελική θέση έχουμε:
Εικόνα η μεμβράνη δηλαδή θα κινηθεί προς τα αριστερά κατά 4 cm.

 

Εφαρμογή

Οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο έχει μήκος 40 cm και χωρίζεται στο μέσο με κινητή ημιπερατή μεμβράνη. Το ένα μέρος είναι γεμάτο με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,2 mol ουσίας Α και το άλλο με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,5 mol ουσίας Β. Προς τα που και πόσο θα κινηθεί η μεμβράνη και γιατί;

Εικόνα
Γνωρίζεις ότι......

Υδρατμοί στον αέρα. Ένα «Δελτίο καιρού».

Το περιεχόμενο του ατμοσφαιρικού αέρα σε υδρατμούς θα μπορούσε να δίνεται σαν τάση των ατμών, αλλά αυτή η πρακτική δεν ακολουθείται. Αντίθετα, εκείνο το οποίο ακούμε στα δελτία του καιρού είναι η υγρασία του αέρα. Ένα μέτρο της ποσότητας των υδρατμών, είναι η απόλυτη υγρασία, η οποία εκφράζει τη μάζα των υδρατμών που περιέχεται σε 1 m3 αέρα. Σε θερμοκρασία π.χ. 37 oC (310 Κ) 1 m3 αέρα μπορεί να περιέχει το πολύ 48 g Η2Ο. Συνήθως όμως δίνεται ως σχετική υγρασία, η οποία είναι ο λόγος της τρέχουσας ποσότητας των υδρατμών προς την μέγιστη ποσότητα που θα μπορούσε να περιέχει (αν ήταν κορεσμένος). Σχετική υγρασία 0% σημαίνει ότι ο αέρας είναι τελείως ξηρός, ενώ 100 % σημαίνει ότι ο αέρας είναι κορεσμένος σε υδρατμούς.
Η σχετική υγρασία σε ένα δείγμα αέρα αλλάζει με τη θερμοκρασία. Όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει, χωρίς να προστίθενται ή αφαιρούνται υδρατμοί στον αέρα, η σχετική υγρασία μικραίνει (αυξάνεται ο παρονομαστής του λόγου). Για παράδειγμα, αν αέρας που έχει στους 15 oC σχετική υγρασία 50 %, θερμανθεί (π.χ. με κεντρική θέρμανση) στους 32 oC, χωρίς να προστεθούν ή αφαιρεθούν υδρατμοί, τότε η σχετική του υγρασία μειώνεται στα 20 % . Από την άλλη πλευρά, αν θερμός αέρας ψυχθεί η σχετική του υγρασία μπορεί να φτάσει το 100 %, το σημείο κόρου όπως λέγεται, οπότε το νερό συμπυκνώνεται ως ομίχλη.

Ανακεφαλαίωση
1. Διαμοριακές δυνάμεις ονομάζονται οι ελκτικές δυνάμεις που συγκρατούν τα μόρια μεταξύ τους.
2. Διαμοριακές δυνάμεις είναι οι δυνάμεις London, οι δυνάμεις διπόλου-διπόλου και ο δεσμός υδρογόνου.
3. Η ύλη στη φύση εμφανίζεται σε τρεις διαφορετικές φυσικές καταστάσεις: στερεά, υγρά και αέρια. Η μετάβαση ενός σώματος από τη μια κατάσταση στην άλλη είναι φυσικό φαινόμενο.
4. Μερική πίεση αερίου που βρίσκεται σε αέριο μίγμα, pA , ονομάζουμε την πίεση που ασκεί το αέριο, αν μόνο του καταλαμβάνει όλο τον όγκο του δοχείου στην ίδια θερμοκρασία.
5. Σύμφωνα με το νόμο του Dalton ή νόμο των μερικών πιέσεων: η ολική πίεση ενός μίγματος αερίων, σε μια ορισμένη θερμοκρασία, είναι ίση με το άθροισμα των μερικών πιέσεων των συστατικών αερίων.
6. Προσθετικές ιδιότητες είναι ένα σύνολο ιδιοτήτων στο διάλυμα το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη φύση της διαλυμένης ουσίας (μορίων ή ιόντων) και εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των διαλυμένων σωματιδίων σε ορισμένη ποσότητα διαλύματος (ή διαλύτη).
7. Προσθετικές ιδιότητες είναι: η μείωση της τάσης των ατμών του διαλύτη, η αύξηση του σημείου βρασμού του διαλύτη, η ταπείνωση του σημείου πήξεως του διαλύτη και η ωσμωτική πίεση του διαλύματος.
8. Η τάση των ατμών ενός διαλύματος δίνεται από τον τύπο: P =Poχ διαλύτη
9. Η αύξηση του σημείου βρασμού του διαλύτη υπολογίζεται από τη σχέση:
ΔTb = Kbm και αντίστοιχα η ταπείνωση του σημείου πήξης του διαλύτη είναι:
ΔTf =Kfm.
10. H ωσμωτική πίεση διαλύματος υπολογίζεται από τη σχέση Π =cRT. Δυο διαλύματα που έχουν την ίδια ωσμωτική πίεση ονομάζονται ισοτονικά.
   
Λέξεις Κλειδιά
Διαμοριακές δυνάμεις Γραμμομοριακό κλάσμα
Δυνάμεις London Ζεσεοσκοπία
Δυνάμεις διπόλου-διπόλου Ζεσεοσκοπική σταθερά
Δεσμός υδρογόνου molality
Μεταβολές καταστάσεων Κρυοσκοπία
Νόμος μερικών πιέσεων Κρυοσκοπική σταθερά
Προσθετικές ιδιότητες Ώσμωση, Ωσμωτική πίεση
Νόμος Raoult Ισοτονικά διαλύματα
Ερωτήσεις – Ασκήσεις - Προβλήματα

Εικόνα

Εικόνα

Εικόνα
Ερωτήσεις Επανάληψης
1. Tι είναι διαμοριακές δυνάμεις;
2. Πόσα είδη διαμοριακών δυνάμεων γνωρίζετε;
3. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό μέγεθος ενός διπόλου;
4. Τι ονομάζονται δυνάμεις London ή διασποράς;
5. Τι γνωρίζετε για το δεσμό υδρογόνου;
6. Τι είναι τάση ατμών;
7. Τι αναφέρει ο νόμος μερικών πιέσεων του Dalton;
8. Τι ονομάζονται προσθετικές ιδιότητες διαλύματος;
9. Έχουν προσθετικές ιδιότητες τα ηλεκτρολυτικά διαλύματα;
10. Ποιος είναι ο νόμος του Raoult;
11. Τι ονομάζεται ζεσεοσκοπική σταθερά και από τι εξαρτάται;
12. Τι ονομάζεται κρυοσκοπική σταθερά και από τι εξαρτάται;
13. Τι είναι ώσμωση;
14. Τι ονομάζεται ωσμωτική πίεση διαλύματος και πώς υπολογίζεται;
15. Τι είναι ισοτονικά διαλύματα;


Ασκήσεις - Προβλήματα
α. Διαμοριακές Δυνάμεις
16. Να συμπληρώσετε τα κενά στις ακόλουθες προτάσεις:
α. Οι …………………………. μπορούν να χωριστούν σε …………….. μεγάλες κατηγορίες: (i) Δυνάμεις διπόλου-…………… (ii) Δυνάμεις ……………….. και (iii) Δεσμός …………..
β. Ο Van der Waals το 1873 για να εξηγήσει τις αποκλίσεις των ....…………… αερίων από την καταστατική εξίσωση των ……………… αερίων, ανέφερε την ύπαρξη …………………….. δυνάμεων.
γ. Στα αέρια οι διαμοριακές δυνάμεις είναι ………………… σε σύγκριση με τα υγρά.
δ. Μερική …………………... είναι η πίεση που ασκεί το αέριο αν έχει τον ………………….. του δοχείου.
17. Να κατατάξετε τα επόμενα σώματα με σειρά αυξανόμενου σημείου βρασμού και ερμηνεύσετε τη σειρά αυτή με βάση τις διαμοριακές δυνάμεις που αναπτύσσονται σε κάθε περίπτωση.
α. Χλώριο Cl2 β. Χλωριούχο Νάτριο NaCl
γ. Υδροχλώριο HCl δ. Υδροφθόριο HF
18. Να σημειώσετε με Σ τις σωστές από τις επόμενες προτάσεις και με Λ τις λανθασμένες.
α. Το μόριο του H2 επειδή είναι μικρότερο από το μόριο του HCl έχει μεγαλύτερη διπολική ροπή από αυτό.
β. Το Η2S βράζει πιο εύκολα από το Η2Ο.
γ. To κανονικό εξάνιο έχει μεγαλύτερο σημείο βρασμού από το 2,3- διμεθυλοβουτάνιο.
δ. Το HCl έχει μεγαλύτερη διπολική ροπή από το HBr γιατί το Cl είναι πιο ηλεκτραρνητικό από το Br.
19. Να εξηγήσετε τις διαφορές στα σημεία βρασμού μεταξύ των δύο μελών κάθε ζεύγους.


Ουσία 1 σ.β. / °C Ουσία 2 σ.β. / °C
α΄ ζεύγος CH3-O-CH3 35 CH3CH2OH 79
β΄ ζεύγος HF 20 HCl -85
γ΄ ζεύγος CCl4 76 LiCl 1360
δ΄ ζεύγος HCl -85 LiCl 1360

20. Ποια είναι η σωστή σειρά για τα σημεία βρασμού των ουσιών H2, HF, HCl;
α. σ.β.(Η2) β. σ.β.(Η2) γ. σ.β.(HCl) δ. σ.β.(ΗF)
21. Να αντιστοιχίσετε το σημείο βρασμού κάθε αλκανίου που βρίσκεται στη στήλη ΙΙ με το συντακτικό τύπο του αλκανίου που βρίσκεται στη στήλη Ι.

συντακτικός τύπος σημείο βρασμού / oC
CH3CH2CH2CH2CH3 28
Εικόνα 36
Εικόνα 9,5
22. Ποια είναι η σωστή σειρά για τα σημεία βρασμού NH3, PH3, AsH3;
α. σ.β.(ΝΗ3) > σ.β.(ΡΗ3) > σ.β.(ΑsH3)
β. σ.β.(ΑsH3) > σ.β.(ΡΗ3) > σ.β.(ΝΗ3)
γ. σ.β.(ΝΗ3) > σ.β.(ΑsH3) > σ.β.(ΡΗ3)
δ. σ.β.(ΡΗ3) > σ.β.(ΑsH3) > σ.β.(ΝΗ3)
23.
α. CH3CH2CH2CH2CH2CH3 δ. CH3CH2CH2CH2CH2CH2OH
Εικόνα ε. CH3CH2CH2OCH2CH2CH3
Εικόνα
β. Νόμος μερικών πιέσεων - Τάση ατμών
24. Σε δοχείο περιέχεται μίγμα N2 και ΝΟ με μερικές πιέσεις αντίστοιχα 2 atm και 3 atm. Η ολική πίεση του μίγματος είναι:
α. 1 atm; β. 6 atm; γ. 5 atm; δ. 10 atm;
25. Σε δοχείο περιέχονται 2 mol αερίου Β και εισάγουμε 2 mol αερίου Α τα οποία ασκούν μερική πίεση pA = 4,1 atm σε Τ = 800 Κ. Ο όγκος του δοχείου είναι:
α. 16 L β. 32 L γ. 48 L δ. 64 L
26. Σε δοχείο όγκου V = 82 L και θερμοκρασίας θ = 127 °C περιέχεται αέριο μίγμα που περιέχει 2 mol H2
και 3 mol CO2.
α. Ποια είναι η μερική πίεση κάθε αερίου;
β. Ποια είναι η ολική πίεση του μίγματος;
27. Αέριο μίγμα περιέχει 4 mol H2S και 6 mol SO2 και έχει ολική πίεση Ρ =30 atm. Ποια είναι η μερική πίεση κάθε αερίου στο μίγμα;
28. Αέριο μίγμα περιέχει 1 g H2 και 5 g He και βρίσκεται σε δοχείο όγκου 8,2 L στους 227 °C. Η πίεση του μίγματος είναι:
α. 3,5 atm β. 8,75 atm γ. 1,75 atm δ. 17,5 atm
29. Σε δοχείο όγκου V και σε θερμοκρασία Τ περιέχεται αέριο μίγμα που περιέχει 2 mol H2, 4 mol CO2, 5 mol N2 και 7 mol Ne. Να αντιστοιχίσετε τη μερική

πίεση που ασκεί κάθε αέριο και που είναι στη πρώτη στήλη με το αέριο που είναι στη δεύτερη στήλη .

Αέριο P / atm
CO2 21
H2 12
N2 6
Ne 15
30. Σε δοχείο όγκου 41 L και στους 227 °C περιέχονται 4 αέρια: Η2, SO2, Cl2 και Ne. Στον ακόλουθο πίνακα δίνεται για κάθε αέριο μια πληροφορία και ζητείται να συμπληρωθεί ο πίνακας.


m /g n /mol pμερική /atm Αριθμός μορίων
Η2 4
SO2 6
Ne 5
Cl2 3NA
31. Σε δοχείο σταθερού όγκου V που περιέχει ξηρό αέρα στους 25 °C εισάγουμε 3 σταγόνες νερού, οπότε εξατμίζονται οι 2,5 σταγόνες και αποκαθίσταται η ισορροπία: H2O(l) Εικόνα H2O(g)
Αν στην ίδια θερμοκρασία και σε δοχείο του ίδιου όγκου με ξηρό αέρα , εισάγουμε 6 σταγόνες των οποίων ο όγκος θεωρείται αμελητέος ως προς τον όγκο του δοχείου, πόσες σταγόνες θα εξατμιστούν για να αποκατασταθεί η παραπάνω ισορροπία;
α. 4 β. 3 γ. 2,5 δ. 5
32. Τάση ατμών ενός υγρού σε ορισμένη θερμοκρασία Τ είναι η πίεση:
α. Που ασκούν οι ατμοί του στη θερμοκρασία Τ,
β. 1 atm,
γ. Που ασκούν οι κορεσμένοι ατμοί του στη θερμοκρασία Τ,
δ. Που ασκούν οι ατμοί του σε δοχείο όγκου 1 L.
*33. Σε τρία δοχεία Α, Β, Γ όγκου 1 L, 2 L, 3 L, περιέχεται νερό όγκου 100 mL, 200 mL και 300 mL αντίστοιχα στην ίδια θερμοκρασία. Για τις τάσεις των ατμών στα τρία δοχεία ισχύει:
α. ΡΑΡΒΡΓγ. ΡΑ = ΡΒ = ΡΓ
β. ΡΑ > ΡΒ > ΡΓδ. ΡΑ + ΡΒ = ΡΓ
34. Η τάση ατμών του κοινού αιθέρα (διαιθυλαιθέρας) εξαρτάται:
α. Από το δοχείο που περιέχει τον υγρό αιθέρα
β. Από την μάζα του υγρού αιθέρα

γ. Από τη θερμοκρασία
δ. Από όλους αυτούς τους παράγοντες
 
γ. Προσθετικές ιδιότητες – Νόμος Raoult
35. Προσθετικές ιδιότητες ονομάζονται οι ιδιότητες των διαλυμάτων που εξαρτώνται μόνο:
α. Από τη φύση της διαλυμένης ουσίας
β. Από τη μάζα της διαλυμένης ουσίας
γ. Από το άθροισμα των μαζών διαλυμένης ουσίας και διαλύματος
δ. Από τον αριθμό των διαλυμένων σωματιδίων σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη.
36. Η τάση ατμών διαλύματος γλυκόζης (Α) στους 35 °C είναι P1=31 mmHg. Αν στο διάλυμα (Α) προσθέσουμε ποσότητα γλυκόζης και η ποσότητα του νερού μείνει σταθερή, η τάση των ατμών του νέου διαλύματος στους 35 °C θα γίνει:
α. 32 mmHg β. 31 mmHg γ. 30,8 mmHg δ. 31,2 mmHg
37. Υδατικό διάλυμα γλυκόζης με molality 0,6 m στους 30 °C έχει την ίδια τάση ατμών στους 30 °C με:
α. Διάλυμα ουρίας 0,6 m
β. Διάλυμα φρουκτόζης 0,6 m
γ. Διάλυμα ζάχαρης 0,6 m
δ. Όλα τα προηγούμενα
Δίνονται οι σχετικές μοριακές μάζες (Mr): γλυκόζης: 180, ουρίας: 60, φρουκτόζης: 180, ζάχαρης: 342.
38. Ποιο από τα επόμενα υδατικά διαλύματα έχει μικρότερη τάση ατμών στους 30 °C;
α. Μοριακό διάλυμα ουσίας Α 10% κ.β.(w/w) (Mr Α=100)
β. Μοριακό διάλυμα ουσίας Β 10% κ.β.(w/w) (Mr Β=120)
γ. Μοριακό διάλυμα ουσίας Γ 10% κ.β.(w/w) (Mr Γ=150)
δ. Μοριακό διάλυμα ουσίας Δ 10% κ.β.(w/w) (Mr Δ=180)
39. Κατά την αραίωση υδατικού διαλύματος η τάση των ατμών του αυξάνεται ή ελαττώνεται και γιατί;
40. Υδατικό διάλυμα γλυκόζης (Α) έχει τάση ατμών σε θερμοκρασία θ PA=30 mmHg, ενώ το καθαρό νερό στη θερμοκρασία αυτή έχει Po=31 mmHg. Στην ίδια θερμοκρασία το υδατικό διάλυμα γλυκόζης (Β) έχει τάση ατμών ΡB=29 mmHg. Αναμιγνύουμε ίσες μάζες από τα δύο διαλύματα. Είναι σωστό ή λάθος ότι η τάση των ατμών του διαλύματος (Γ) που θα προκύψει θα είναι α. ΡΓ = 5 9 mmHg β. PΓ = 28 mmHg
41. Σε 18 mol βενζολίου και σε θερμοκρασία θ διαλύουμε 1 mol 1,2-διβρωμοαιθανίου και προκύπτει διάλυμα X. Ποια η τάση των ατμών του X, αν το 1,2-διβρωμοαιθάνιο θεωρείται ότι δεν είναι πτητικό και η τάση των ατμών του καθαρού βενζολίου στη θερμοκρασία θ είναι Po =57 mmHg;
42. Η τάση ατμών του βενζολίου (C6H6) στους 10 °C είναι Po=130 mmHg. Διαλύουμε σε 100 g βενζολίου 10 g ουσίας Α μη πτητικής και σχηματίζεται μοριακό διάλυμα, το οποίο στους 10°C έχει τάση ατμών ίση με 120 mmHg. Ποιο είναι το Μr της Α;
*43. Οργανική ουσία Α μη πτητική βρέθηκε ότι έχει εμπειρικό τύπο (CO2H)x. Διαλύονται 5,3 g της Α σε 160 g διαλύτη Δ στους 30 °C και η τάση ατμών του μοριακού διαλύματος που προκύπτει είναι 102 mmHg. Ο διαλύτης Δ έχει τάση ατμών στους 30 °C ίση με 105 mmHg.«Δίδεται Μ = 80» Να βρείτε:
α. την πειραματική σχετική μοριακή μάζα της Α,
β. τον μοριακό τύπο της Α,
γ. την ακριβή τιμή της σχετικής μοριακής μάζας της Α.
*44. Σε 500 g οργανικού διαλύτη Δ που έχει Μ =100 διαλύουμε 70 g ισομοριακού μίγματος δύο μη πτητικών ουσιών, Α που έχει Μr Α=80 και Β που έχει Μr Β=60. Πο ια η τάση των ατμών του διαλύματος που προκύπτει στους 25 °C αν η τάση των ατμών του διαλύτη Δ στους 25 °C είναι Ρo=120 mmHg;
 
δ. Ζεσεοσκοπία - Κρυοσκοπία
45. Στο σχήμα φαίνεται πως μεταβάλλεται η τάση των ατμών του νερού και ενός διαλύματος ζάχαρης συναρτήσει της θερμοκρασίας.
α. Να σημειωθεί ποια καμπύλη αφορά το νερό και ποια το διάλυμα
β. Να σημειωθεί το κανονικό σημείο βρασμού του νερού και του διαλύματος
γ. Να σημειωθεί η διαφορά σημείου βρασμού διαλύματος και διαλύτη.
Εικόνα
46. Να σημειώσετε με Σ κάθε σωστή από τις επόμενες προτάσεις και με Λ κάθε λανθασμένη.
α. Υδατικό διάλυμα ουρίας αραιώνεται με νερό οπότε μεγαλώνει το

σημείο βρασμού του διαλύματος
β. Κατά τη διάρκεια του βρασμού ενός διαλύματος σε ένα ανοιχτό δοχείο η θερμοκρασία παραμένει σταθερή.
γ. Υδατικό διάλυμα γλυκόζης (Mr =180) 1% w/w έχει το ίδιο σημείο ζέσεως με υδατικό διάλυμα καλαμοσάκχαρου (Mr =342) 1% w/w
δ. Κατά την αραίωση υδατικού διαλύματος γλυκόζης προκύπτει διάλυμα με μεγαλύτερο σημείο πήξεως από το αρχικό.
47. Να τοποθετήσετε με τη σειρά σημείου βρασμού (πρώτο αυτό που έχει μεγαλύτερο σ.ζ.) τα επόμενα υδατικά διαλύματα:
α. Γλυκόζης (Μr =180) 1% w/w
β. Ουρίας (Μr =60) 1% w/w
γ. Καλαμοσάκχαρου (Μr =342) 1% w/w
48. Τα προηγούμενα διαλύματα να τοποθετηθούν με τη σειρά σημείου πήξεως (πρώτο αυτό που έχει μεγαλύτερο σ.π.)
49. Το σημείο βρασμού υδατικού διαλύματος είναι 100,4 °C. Το σημείο πήξεως του ίδιου διαλύματος είναι:
(α) –2,40 ° (β) –1,43 ° (γ) –0,143 ° (δ) –0,226 °
K b H2O = 0,52 °C m?1 , K f H2O =1,86 °C m?1
50. Να σημειώσετε με Σ τις σωστές και με Λ τις λανθασμένες από τις επόμενες προτάσεις.
α. Ο ίδιος αριθμός mol ουρίας και γλυκόζης, όταν διαλυθούν στην ίδια ποσότητα νερού, δίνουν δύο διαλύματα με το ίδιο σημείο πήξεως
β. Ο ίδιος αριθμός γραμμαρίων ζάχαρης και γλυκόζης, όταν διαλυθούν στην ίδια ποσότητα νερού, προκαλούν την ίδια μεταβολή στο σημείο ζέσεως
γ. Κατά την αραίωση ενός διαλύματος ζάχαρης προκύπτει διάλυμα με μεγαλύτερο σημείο πήξεως.
δ. Αναμειγνύονται ίσες μάζες δυο υδατικών διαλυμάτων ζάχαρης με σημεία ζέσεως αντίστοιχα 101 °C και 102 °C, οπότε προκύπτει διάλυμα με σημείο βρασμού 103 °C.
*51. Από τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης προέκυψε ότι οργανική ουσία Α έχει εμπειρικό τύπο (CH2O)x. Εξάλλου, όταν διαλυθούν 3,1 g της Α σε l00 g H2O, δημιουργείται διάλυμα το οποίο έχει σημείο βρασμού 100,26 °C.
Αν γνωρίζουμε ότι K b H2O = 0,52 °C m-1 να βρείτε:
α. την πειραματική σχετική μοριακή μάζα της Α,
β. τον μοριακό τύπο της Α,
γ. την ακριβή τιμή της σχετικής μοριακής μάζας της Α.
*52. Διαλύονται 3 g θείου σε 100 g κυκλοεξανίου και το σχηματιζόμενο διάλυ μα έχει σημείο πήξεως 4,16 °C. Να βρείτε:
α. την πειραματική σχετική μοριακή μάζα του θείου,

β. την ατομικότητα του θείου (ο μοριακός του τύπος),
γ. την ακριβή τιμή της σχετικής μοριακής μάζας του θείου.
Δίνονται Kf κυκλοεξανίου = 20 °C m-1 και σημείο πήξεως κυκλοεξανίου: 6,5 °C.
53. Πόσα γραμμάρια μεθανόλης (CH3OH) πρέπει να προστεθούν σε 10 L νερού για να χαμηλώσει το σημείο πήξεως του νερού από τους 0 oC στους –18,6 °C;
Δίνονται : ρ H2O =1g.mL-1 και Κ f H2O =1,86 °C m1
*54. Aν η γλυκερίνη C3H5(OH)3 και η γλυκόλη C2H4(OH)2 έχουν την ίδια τιμή ανά kg ποια από τις δύο θα προτιμούσατε σαν αντιπηκτικό για το ψυγείο του αυτοκινήτου σας;
55. Με την προσθήκη 7 g ζάχαρης (C12H22O11) σε 70 g νερού σχηματίζεται διάλυμα.
α. Ποια είναι η κατά βάρος περιεκτικότητα του διαλύματος (w/w);
β. Θερμαίνουμε το διάλυμα, ώστε να αρχίσει να βράζει. Ποιο το σημείο βρασμού του διαλύματος;
γ. Σταματάμε το βρασμό, όταν το θερμόμετρο που είναι βυθισμένο στο διάλυμα δείξει 100,7 °C. Ποια είναι η κατά βάρος περιεκτικότητα του διαλύματος που απέμεινε (w/w); Δίνεται : K b H2O = 0,52 °C m-1
*56. Δίνονται τα επόμενα διαλύματα ζάχαρης σε νερό:

Εικόνα

α. Ποιο από τα τέσσερα έχει το μεγαλύτερο σημείο βρασμού;
β. Ποιο έχει το μεγαλύτερο σημείο πήξεως;
γ. Ποια έχουν το ίδιο σημείο βρασμού;
δ. Αν αναμείξουμε τα διαλύματα Ι και ΙΙΙ θα προκύψει διάλυμα το οποίο σε σχέση με το ΙΙ έχει μεγαλύτερο ή μικρότερο σημείο βρασμού;
 
ε. Ωσμωτική Πίεση
57. Τι συμβαίνει κατά την επαφή δύο μοριακών διαλυμάτων διαφορετικής συγκέντρωσης μέσω ημιπερατής μεμβράνης;
58. Τι συμβαίνει κατά την επαφή διαλύματος και διαλύτη μέσω ημιπερατής μεμβράνης;
59. Ποιος είναι ο νόμος που καθορίζει την τιμή της ωσμωτικής πίεσης; Να εξηγήσετε γιατί η ωσμωτική πίεση είναι προσθετική ιδιότητα.
60. Να σημειώσετε όσες από τις επόμενες προτάσεις είναι σωστές με ένα Σ και όσες είναι λανθασμένες με ένα Λ.
α. Σε διάλυμα ζάχαρης και σε σταθερή θερμοκρασία διαλύουμε νέα ποσότητα ζάχαρης και η ωσμωτική πίεση του διαλύματος αυξάνεται.
β. Αναμιγνύουμε ίσους όγκους δύο διαλυμάτων ζάχαρης σε σταθερή θερμοκρασία με ωσμωτικές πιέσεις αντίστοιχα 2 atm και 4atm και προκύπτει διάλυμα με ωσμωτική πίεση 6 atm.
γ. Αν θερμάνουμε ένα διάλυμα η ωσμωτική πίεσή του αυξάνεται.
δ. Το φαινόμενο της ώσμωσης πραγματοποιείται μόνο όταν έρθουν σε επαφή μέσω ημιπερατής μεμβράνης ο καθαρός διαλύτης με ένα διάλυμα.
61. Ποιο από τα επόμενα υδατικά μοριακά διαλύματα έχει τη μεγαλύτερη ωσμωτική πίεση στους 27 °C;
α. Διάλυμα γλυκόζης (C6H12O6) περιεκτικότητας 5% w/v (κατ’ όγκο)
β. Διάλυμα ουρίας (CH4Ν2Ο) περιεκτικότητας 5% w/v (κατ’ όγκο)
γ. Διάλυμα ζάχαρης (C12H22O11) περιεκτικότητας 5% w/v (κατ’ όγκο)
62. Σε 1 L διαλύματος ζάχαρης με ωσμωτική πίεση Π = 4 atm στους 27 °C προσθέτουμε 7 L Η2Ο και παίρνουμε 8 L διαλύματος το οποίο έχει στους 27 °C ωσμωτική πίεση:
α. 8 atm β. 32 atm γ. 0,5 atm δ. 2 atm
63. Να αντιστοιχίσετε κάθε διάλυμα γλυκόζης της 1ης στήλης που βρίσκεται στους 27 °C με την ωσμωτική πίεση που αναφέρεται στη 2η στήλη.

c / mol L-1 Π /atm
0,1 24,6
1,0 12,3
0,2 2,46
0,5 4,92

*64. Παρασκευάσαμε 3 διαλύματα γλυκόζης με συγκεντρώσεις αντίστοιχα 0,2 Μ (διάλυμα Α), 0,3 Μ (διάλυμα Β) και 0,1 Μ (διάλυμα Γ).
α. Τι θα συμβεί στη συγκέντρωση του διαλύματος Α, αν έρθει το διάλυμα σε επαφή μέσω ημιπερατής μεμβράνης με το διάλυμα Β ή έρθει σε επαφή με το διάλυμα (Γ);
β. Αν αναμείξουμε ίσους όγκους των διαλυμάτων (Β) και (Γ) θα προκύψει διάλυμα (Δ) το οποίο είναι σε σχέση με το διάλυμα (Α) είναι i) υποτονικό, ii) ισοτονικό ή iii) υπερτονικό;
65. Οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο έχει μήκος 48 cm και χωρίζεται στο μέσο με
Εικόνα κινητή ημιπερατή μεμβράνη (βλ. σχήμα). Γεμίζουμε το ένα μέρος με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,3 mol ουσίας X και το άλλο με υδατικό διάλυμα που περιέχει 0,9 mol της ουσίας Χ. Προς τα πού θα κινηθεί η μεμβράνη και πόσο;
*66. Διαλύουμε μίγμα που περιέχει 0,5 mol γλυκόζης και 1,5 mol ζάχαρης και παίρνουμε διάλυμα που έχει ωσμωτική πίεση στους 27 °C ίση με 4,92 atm. Ποιος είναι ο όγκος του διαλύματος;
*67. 34 g μίγματος 2 ουσιών Α με σχετική μοριακή μάζα Μr Α=100 και Β με σχετική μοριακή μάζα Μr Β = 80 διαλύονται στο νερό και δημιουργούν μοριακό διάλυμα όγκου 1 L που έχει ωσμωτική πίεση στους 27 °C ίση με 9,84 atm. Ποια είναι η σύσταση του μίγματος των 34 g;
*68. Σε 2 L διαλύματος γλυκόζης που έχει ωσμωτική πίεση Π1=3 atm προσθέτουμε 4 L διαλύματος ζάχαρης που έχει ωσμωτική πίεση Π2 = 4 atm και παίρνουμε τελικά 6 L τελικού διαλύματος Α. Ποια είναι η ωσμωτική πίεση του Α; Όλα τα διαλύματα βρίσκονται στην ίδια θερμοκρασία.
*69. Πόσα λίτρα διαλύματος γλυκόζης ωσμωτικής πίεσης Π1=2 atm πρέπει να προσθέσουμε σε 6 L διαλύματος γλυκόζης ωσμωτικής πίεσης Π2 = 5 atm, για να πάρουμε διάλυμα με ωσμωτική πίεση Π3 =3 atm;
70. Ένα μοριακό διάλυμα ουσίας Α με περιεκτικότητα 4,25% κ.ο. (w/v) είναι ισοτονικό στην ίδια θερμοκρασία με ένα δεύτερο μοριακό διάλυμα ουσίας Β περιεκτικότητας 10 g/L. Αν η σχετική μοριακή μάζα της Β είναι 60, να βρείτε τη σχετική μοριακή μάζα της Α.
 
Γενικά προβλήματα
*71. Σε κάθε ένα από τα σημεία πήξεως της 1ης στήλης που έχουν 4 υδατικά διαλύματα να αντιστοιχίσετε το σημείο βρασμού που θα έχει το αντίστοιχο διάλυμα και είναι στη 2η στήλη.

σημείo πήξεως / oC σημείo βρασμού / oC
-0,93 100,52
-1,86 100,052
-0,186 100,104
-0,372 100,26

**72. Διαλύονται 20 g γλυκόζης (C6H12O6) που περιέχει 10% κ.β. υγρασία σε 98 g H2O και παίρνουμε διάλυμα Α.
α. Ποιο είναι το σημείο βρασμού του Α;
(K b H2O =0,52 C m-1)

β. Αν το διάλυμα Α έχει πυκνότητα ρ =1,18 g mL-1 να βρείτε την ωσμωτική πίεση του Α στους 27 °C.
*73. Σε ένα ποτήρι περιέχεται καθαρό νερό. Σε ένα άλλο όμοιο ποτήρι περιέχεται ίσος όγκος διαλύματος γλυκόζης 1 mol L-1. Τα δυο ποτήρια τοποθετούνται σε χώρο σταθερής θερμοκρασίας. Τίνος ποτηριού η στάθμη θα είναι χαμηλότερη μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα και γιατί;
*74. 1 g ουσίας Α που έχει σχετική μοριακή μάζα 74, διαλύεται σε 250 g διαλύτη Δ και το διάλυμα έχει σημείο πήξεως 16,3 °C. 4,46 g ουσίας Β διαλύονται σε 200 g του ίδιου διαλύτη και το διάλυμα έχει σημείο πήξεως 15,6 °C. Αν το σημείο πήξεως του καθαρού διαλύτη είναι 16,5 °C, να βρείτε τη σχετική μοριακή μάζα της Β.
*75. Ένα υδατικό διάλυμα μάζας 75 g διαπιστώθηκε ότι έχει τάση ατμών P = 40 mmHg στους 35 °C και περιέχει 3 g ουρίας (CH4N2O), η οποία δεν είναι πτητική ουσία. Αν η τάση των ατμών του νερού στους 35 °C είναι 40,5 mmHg να εξετάσετε αν το διάλυμα περιέχει και άλλη διαλυμένη ουσία εκτός από την ουρία.
76. Διαλύονται 3 g θείου σε 100 g κυκλοεξανίου και το σχηματιζόμενο διάλυμα έχει σημείο πήξεως 4,16 °C. Να υπολογίσετε την ωσμωτική πίεση του διαλύματος στους 27 °C. Δίνονται: η κρυοσκοπική σταθερά του κυκλοεξανίου: Kf = 20 °C m-1, το σημείο πήξεως του κυκλοεξανίου: 6,5 °C και η πυκνότητα του διαλύματος στους 27 °C: ρ =1,03.103 g L-1
**77. Υδατικό διάλυμα γλυκόζης έχει σημείο βρασμού 101,04 °C.
α. Ποια η τάση των ατμών του διαλύματος στους 27 °C;
β. Ποια η ωσμωτική πίεση του διαλύματος στους 27 °C;
Δίνονται Kb H2O= 0,52 °C/m, ρδ/ματος =1,2 g/mL, Mrγλυκ. =180 και η τάση ατμών του νερού στους 27 °C είναι 30 mmHg.
**78. Σε 550 g υδατικού διαλύματος γλυκόζης (Α), που έχει πυκνότητα ρ =1,1 g mL-1 και ωσμωτική πίεση Π =12,3 atm στους 27 °C, προσθέτουμε 10 g καθαρής γλυκόζης και παίρνουμε διάλυμα Β.
α. Ποιο είναι το σημείο πήξεως του διαλύματος Α;
β. Ποια είναι η τάση των ατμών του διαλύματος Β στους 27 °C;
Δίνονται Kf H2O = 1,86 °C /m , Mr γλυκόζης = 180 και η τάση ατμών νερού στους 27 °C είναι 30 mmHg.
**79. Σε κλειστό κενό δοχείο εισάγονται δύο ποτήρια Α και Β όγκου 2 L το καθένα και τα οποία περιέχουν:
Tο Α: 600 g H2O
To B: 600 g H2O + 0,2 mol ζάχαρης
Λόγω της διαφορετικής τάσης των ατμών των δύο διαλυμάτων, τι προβλέπετε ότι θα συμβεί μετά την αποκατάσταση ισορροπίας; (Η ποσότητα των υδρατμών στην αέρια φάση θεωρείται αμελητέα).

α. Το δοχείο Α θα περιέχει 300 g Η2Ο και το Β 900 g Η2Ο + 0,2 mol ζάχαρης
β. Το δοχείο Α θα περιέχει 1200 g Η2Ο και το Β μόνο ζάχαρη.
γ. Το Β θα περιέχει 1200 g H2O + 0,2 mol ζάχαρης
δ. Θα εξατμιστεί όλο το νερό.
**80. Σε κενό κλειστό δοχείο εισάγονται τρία ποτήρια Α, Β και Γ, όγκου 2 L το καθένα και τα οποία περιέχουν:
Το Α: 600 g H2O
Το B: 600 g H2O και 0,2 mol ζάχαρης
Το Γ: 600 g H2O και 0,1 mol γλυκόζης
Τι θα περιέχει κάθε ποτήρι μετά την αποκατάσταση της ισορροπίας;
Η ποσότητα των υδρατμών στην αέρια φάση μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα.




























Εικόνα

Δραστηριότητα 1

Αντίστροφη ώσμωση και πόσιμο νερό

Το 1980, το Αμερικανικό ναυτικό παρουσίασε μια μικρή χειροκίνητη συσκευή για παραγωγή πόσιμου νερού από θαλασσινό νερό. Στη βάση της, η συσκευή είναι μια τρόμπα με δυνατότητα να αναπτύσσει πίεση μέχρι 70 atm και παραγωγή 5 L πόσιμου νερού την ώρα. Η αρχή λειτουργίας της βασίζεται στην αντίστροφη ώσμωση.
Ας θεωρήσουμε, ότι το θαλασσινό νερό περιέχει κατά μέσο όρο NaCl σε περιεκτικότητα 3,48 % w/w, έχει πυκνότητα ρ = 1,024 g mL-1 και η θερμοκρασία είναι σταθερή και ίση με 20 oC .
Ζητείται να γίνουν οι εξής υπολογισμοί:
1. Ποια πίεση απαιτείται να ασκηθεί στο θαλασσινό νερό ώστε να αρχίσει η αντίστροφη όσμωση;
2. Ποια θα είναι η συγκέντρωση σε mol L-1 του NaCl όταν η ασκούμενη πίεση φτάσει τις 70 atm; Δεχθείτε ότι δεν υπάρχουν απώλειες NaCl στην ημιπερατή μεμβράνη.
3. Πόσα λίτρα θαλασσινού νερού χρειάζονται ώστε να παραχθούν τα 5 L πόσιμου νερού;
4. Πόση ενέργεια σε kcal απαιτείται για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας αποσταγμένου νερού με θερμική απόσταξη; Ποια ποσότητα οινοπνεύματος ή βενζίνης πρέπει να καεί για το σκοπό αυτό;
5. Αν για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας πόσιμου νερού ακολουθηθεί η μέθοδος της «ψύξης» ( freezing - drying) πόσα kcal θα έπρεπε να απομακρυνθούν;
Αναζητήστε τις απαιτούμενες σταθερές από τη βιβλιογραφία.
Κάντε μια πρώτη σύγκριση των τριών αυτών μεθόδων αφαλάτωσης του θαλασσινού νερού.
Βρείτε στοιχεία για την πολύ μεγάλη μονάδα αφαλάτωσης που υπάρχει στην Σαουδική Αραβία (500 000 m3 ημερησίως).

Εικόνα

Δραστηριότητα 2

Κρασί και ταπείνωση του σημείου πήξεως

Το έτος 8 μ.Χ. ο Καίσαρας Αύγουστος εξόρισε τον Λατίνο ποιητή Οβίδιο σε μια πόλη στη Μαύρη Θάλασσα, τη σημερινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας. Εκεί ο ποιητής έγραψε ένα ποίημα, όπου σε κάποια περιγραφή αναφέρει : «Το κρασί ήταν σκληρό, σερβιριζόταν χωρίς κανάτες -έχοντας όμως το σχήμα τους- και οι άνθρωποι δεν έπιναν γουλιές αλλά το μάσαγαν….»
Βέβαια την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οι σύγχρονες θερμοκρασιακές κλίμακες. Όμως ένας χημικός εύκολα από την περιγραφή θα αναγνωρίσει το φαινόμενο της ταπείνωσης του σημείου πήξης. Εκείνο λοιπόν που έχει ενδιαφέρον είναι να προσδιορίσει κανείς τη θερμοκρασία, σαν όριο τουλάχιστον, της Κωνστάντζας όπως προκύπτει από την περιγραφή του Οβίδιου… Δεχθείτε ότι τα Ρωμαϊκά κρασιά της εποχής δε διαφέρουν σημαντικά από τα σημερινά.

Διαδικασία
Κάντε μια μικρή έρευνα για τα εμφιαλωμένα κρασιά που κυκλοφορούν παρατηρώντας κυρίως αν είναι «ξηρά» (χωρίς σάκχαρο) και «ημίγλυκα» ή «γλυκά». Σημειώστε τους αλκοολικούς βαθμούς και την περιεκτικότητα σε σάκχαρο (αν αναφέρεται). Με βάση αυτά τα δεδομένα και την πυκνότητα της αλκοόλης, την πυκνότητα του νερού τη μοριακή ταπείνωση του νερού, υπολογίστε την ταπείνωση του σημείου πήξης για κάθε είδος κρασιού που ερευνάτε. (Τα δεδομένα που χρειάζεστε αναζητήστε τα στη βιβλιογραφία ή σε ειδικότερα βιβλία δεδομένων…) Κάντε μετά μια εκτίμηση της θερμοκρασίας για την περίπτωση που αναφέρει το κείμενο.

Πείραμα
Μπορείτε αν θέλετε να προσδιορίσετε το σημείο πήξης των κρασιών που μελετάτε. Για το σκοπό αυτό φτάνει μια μικρή λεκάνη με μίγμα πάγου και χοντρού, αλατιού. Ένα ποτήρι του κρασιού με μικρή ποσότητα από αυτό εμβαπτισμένο στο κρύο αυτό λουτρό, σας δίνει την κατάλληλα διάταξη για την πήξη του κρασιού.



Aπαντήσεις στις ασκήσεις πολλαπλής επιλογής και σωστού λάθους
17. β, γ, α, β
18. α. Λ β. Σ γ. Σ δ. Σ
20. β
22. γ
23. δ
24. γ
25. β
28. β
29. 2γ, 1β, 3δ, 4α
31. γ
32. γ
33. γ
34. γ
35. δ
36. γ
37. δ
38. α
39. αυξάνεται
40. α. Λ β. Λ
45. α. (1) νερό, β. θ1 (νερό),
γ. θ2-θ1
46. α. Λ β. Λ γ. Λ δ. Σ
47. β > α > γ
48. γ > α > β
49. β
50. α. Σ β. Λ γ. Σ δ. Λ
54. 1γ 2α 3δ 4β
57. ώσμωση
58. ώσμωση
60. α. Σ β. Λ γ. Σ δ. Λ
61. β
62. γ
63. γλυκόλη
64. α. θα αυξηθε-ίθα ελαττωθεί
β. ισοτονικό
71. 1δ, 2α, 3β, 4γ
73. του νερού
79. γ