ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Μ Υ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Α |
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πώς έγινε ο κόσμος; Ποιος έφτιαξε τη Γη, τον Πυρανό, τη θάλασσα, τους θεούς και τους ανθρώπους; Οι Αρχαίοι Έλληνες, που δεν γνώριζαν όσα σήμερα μας εξηγεί η επιστήμη, έφτιαξαν πολλούς μύθους για να τα εξηγήσουν όλα αυτά. Έτσι µέσα σε κάθε µύθο υπάρχει πάντοτε κάποια κρυµµένη αλήθεια. Η πρώτη θεά που λάτρεψαν ήταν η Γη, που την έλεγαν τότε Γαία. Είχαν καταλάβει πόσο σηµαντική ήταν για τη ζωή τους. Αυτή τους έδινε τροφή και καταφύγιο, γι’ αυτό της έδωσαν την πιο τιµητική θέση στους µύθους τους και είπαν ότι αυτή γέννησε τον ουρανό, τη θάλασσα, τα βουνά, τους θεούς και τους ανθρώπους. Οι αρχαίοι ποιητές Όµηρος και Ησίοδος µε τα ποιήµατά τους έκαναν και σε µας γνωστούς όλους αυτούς τους µύθους. Ας τους γνωρίσουµε λοιπόν.
|
|
7. Ο Άτλαντας
Μετά την Τιτανοµαχία ο τιτάνας Άτλαντας τιµωρήθηκε σκληρά από το ∆ία. Τον έβαλε να στέκεται στην άκρη της γης και να κρατά τον ουρανό στη ράχη του για πάντα. Ησίοδος, Θεογονία 516-520 (διασκευή) 8. Ο Εγκέλαδος
Την εποχή της Γιγαντοµαχίας, η Αθηνά κυνήγησε το γίγαντα Εγκέλαδο πάνω από τη Μεσόγειο. Πέταξε πάνω του ένα µεγάλο νησί, τη Σικελία, και τον έθαψε από κάτω. Ο Εγκέλαδος µούγκριζε κι έβγαζε από το στόµα του φωτιά. Τότε η γη κουνιόταν, γινόταν σεισµός και το µεγάλο ηφαίστειο της Σικελίας, η Αίτνα, έτρεµε κι έβγαζε λάβα και καπνούς που σκέπαζαν τον ήλιο. Και σήµερα ακόµα, όταν γίνεται κανένας µεγάλος σεισµός, λέµε «χτύπησε ο Εγκέλαδος». Απολλώνιος, Βιβλιοθήκη Α, 6, 2 (διασκευή)
|
2. Οι θεοί του Ολύµπου
Ψηλά στον Όλυµπο κατοικούσαν οι δώδεκα αθάνατοι θεοί σ’ ένα λαµπρό παλάτι. Έπιναν νέκταρ κι έτρωγαν αµβροσία. Από εκεί ψηλά κυβερνούσαν τους ανθρώπους.
|
1. Η ζωή στον Όλυµπο
Τότε έτσι οι θεοί, ως που βασίλεψε ο ήλιος, όλη µέρα
τρώγαν, πίναν κι είχε, όπως ταίριαζε, ο καθένας το µερίδιο του. Ούτε η γλυκιά κιθάρα έλειπε από του Απόλλωνα τα χέρια, ούτε κι οι Μούσες, που γλυκόφωνα µε τη σειρά τραγουδούσαν. Και όταν πια βασίλεψε του ήλιου το φως το αχτιδοβόλο, καθένας στο δικό του τράβηξε αρχοντικό να κοιµηθεί, εκεί που είχε χτίσει στον κάθε τους παλάτι ο κουτσοπόδης, ο ξακουστός τεχνίτης Ήφαιστος, µε τη σοφή του τέχνη. Όµηρος, Ιλιάδα Α 601-608, 2. Ο Απόλλωνας παίζει την κιθάρα του. Από αρχαίο ελληνικό αγγείο. 3. Ο Απόλλωνας και το µαντείο των ∆ελφών
Όταν ακόµα ήταν πολύ µικρός, ο Απόλλωνας πήγε στους ∆ελφούς, σκότωσε το φοβερό δράκοντα Πύθωνα και τον έθαψε στη γη. Στο µέρος όπου τον έθαψε, οι άνθρωποι έφτιαξαν περίλαµπρο ναό για να τιµήσουν το θεό. Μέσα σ’ αυτό το ναό η ιέρεια Πυθία, καθισµένη πάνω στον ιερό τρίποδα και µασώντας φύλλα δάφνης, έδινε στους ανθρώπους χρησµούς, δηλαδή προφητείες και συµβουλές για το µέλλον. Αυτό ήταν το περίφηµο µαντείο των ∆ελφών.
Οµηρικός ύµνος στον Απόλλωνα 372…(διασκευή) |
|
10. Ο µύθος της Ευρώπης
Στη Συρία ζούσε κάποτε ο Βασιλιάς Αγήνορας, ο γιος του Ποσειδώνα. Αυτός είχε µια πεντάµορφη κόρη, την Ευρώπη. Ο ∆ίας είδε την Ευρώπη, την αγάπησε και µια µέρα, που η κόρη µάζευε λουλούδια µε τις φίλες της σ’ ένα ακρογιάλι της Συρίας, µεταµορφώθηκε σε άσπρο ταύρο, την πλησίασε και ξάπλωσε κοντά της. Το όµορφο ζώο έδειχνε ήρεµο και φιλικό και η Ευρώπη το πλησίασε, το χάιδεψε και κάθισε στη ράχη του ανύποπτη.
Την ίδια στιγµή ο ταύρος πετάχτηκε όρθιος κι όρµησε προς τη θάλασσα. Τροµαγµένη η Ευρώπη κρατήθηκε από τα κέρατά του. Ο ταύρος πέταξε πάνω από τα κύµατα κι έφτασε στην Κρήτη. Εκεί ο ∆ίας πήρε την κανονική του µορφή, παντρεύτηκε την Ευρώπη και γέννησαν τρεις γιους. Όταν ο ∆ίας επέστρεψε στον Όλυµπο, παρήγγειλε στον Ήφαιστο να φτιάξει ένα χάλκινο γίγαντα, τον Τάλω, για να φυλάει την Κρήτη και να µη µπορέσει ποτέ να φύγει η Ευρώπη. Από αυτήν πήρε το όνοµά της η ήπειρος που ζούµε κι εµείς σήµερα, η Ευρώπη.
|
3. Οι θεές του Ολύµπου
Η Αθηνά, η κόρη του Δία, ήταν θεά της σοφίας και των τεχνών. Πριν ακόµη γεννηθεί η Αθηνά, ο ∆ίας κατάπιε τη µητέρα της, τη σοφή Μήτιδα, γιατί έµαθε πως αυτή, µετά την Αθηνά, θα γεννούσε έναν θεό που θα του έπαιρνε το θρόνο. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να γεννηθεί η Αθηνά, ο Δίας διέταξε τον Ήφαιστο να του ανοίξει µ’ ένα τσεκούρι το κεφάλι. Αµέσως βγήκε απ’ το κεφάλι του πάνοπλη η Αθηνά.
Η Άρτεµη ήταν θεά του κυνηγιού κι αδερφή του Απόλλωνα. Όλη τη µέρα τριγύριζε στα δάση µε το τόξο και τα βέλη της. Προστάτευε τα δάση κι όλα τα άγρια ζώα. Η Εστία ήταν η θεά του σπιτιού. Προστάτευε τα νοικοκυριά, γι’ αυτό σ’ όλα τα σπίτια υπήρχε ένας µικρός βωµός δικός της, η εστία. Υπήρχαν και πολλές άλλες µικρότερες θεές στη γη, όπως οι Μούσες και οι Χάριτες, οι Νύµφες και οι Μοίρες, και στη θάλασσα οι Νηρηίδες, οι κόρες του Νηρέα και πολλές άλλες. Οι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς και τις θεές τους σε λαµπρούς ναούς, τους έφτιαχναν αγάλµατα και τους πρόσφεραν δώρα και θυσίες.
|
|
9. ∆ήµητρα και Περσεφόνη
Ο Θεός του Άδη, ο Πλούτωνας, αγάπησε κάποτε την κόρη της θεάς ∆ήµητρας, την Περσεφόνη. Μια µέρα που η Περσεφόνη έπαιζε σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι, είδε έναν ανθισµένο νάρκισσο. Πήγε να τον µυρίσει κι αµέσως άνοιξε η γη, βγήκε από µέσα ο Πλούτωνας, µε το κατάµαυρο άρµα του, την άρπαξε κι έφυγε για τον Άδη. Τις σπαραχτικές κραυγές της Περσεφόνης τις άκουσε η µητέρα της κι έτρεξε να τη βρει. Μα η Περσεφόνη ήταν άφαντη. Εννιά µερόνυχτα την έψαχνε κλαίγοντας η ∆ήµητρα, ώσπου ο ήλιος τη λυπήθηκε και της φανέρωσε αυτό που είχε γίνει. Η ∆ήµητρα ζήτησε από το ∆ία να φέρει πίσω την Περσεφόνη µα εκείνος δε δέχτηκε. Θυµωµένη τότε η ∆ήµητρα, έφυγε από τον Όλυµπο κι άρχισε να τριγυρνάει κλαίγοντας στη γη. Απ’ όπου διάβαινε µαραίνονταν τα δέντρα, ξεραίνονταν όλα τα φυτά, τα σπαρτά και τα λουλούδια. Τα ζώα κι οι άνθρωποι πέθαιναν απ’ την πείνα. Είδε τη συµφορά αυτή ο ∆ίας κι έστειλε τον Ερµή να φέρει πίσω την Περσεφόνη από τον Άδη. Ο Πλούτωνας όµως, πριν φύγει η Περσεφόνη, της έδωσε να φάει λίγα σπυριά από ένα ρόδι µαγεµένο, για να µην τον ξεχάσει.
Έφερε ο Ερµής την Περσεφόνη στη µητέρα της κι αµέσως άνθισαν όλα τα λουλούδια, πρασίνισαν τα δέντρα κι όλα τα φυτά.
Από τότε, οκτώ µήνες το χρόνο έµενε η Περσεφόνη µε τη ∆ήµητρα, και τότε ερχόταν η άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα δέντρα κι όλα τα φυτά της γης έδιναν φρούτα και καρπούς, άνθιζαν τα λουλούδια, η γη πρασίνιζε, κελαηδούσαν τα πουλιά. Στο τέλος όµως του φθινοπώρου η Περσεφόνη γύριζε στον Πλούτωνα και τότε ερχόταν ο χειµώνας. Τα δέντρα και τα φυτά µαραίνονταν, η γη κοιµόταν κι όλα περίµεναν την άνοιξη που θα ξαναγύριζε η Περσεφόνη από τον Άδη. Οµηρικός ύµνος στη ∆ήµητρα (διασκευή) |
12. Η Αράχνη
Ζούσε στ’ αρχαία χρόνια µια αρχοντοπούλα όµορφη που την έλεγαν Αράχνη. Ήξερε πολύ καλά την τέχνη του αργαλειού κι ύφαινε υπέροχα υφαντά. Καυχιόταν πως ήξερε να υφαίνει καλύτερα κι από την Αθηνά. Κάποτε µάλιστα τόλµησε και ζήτησε από τη θεά να παραβγούν στον αργαλειό. Η Αθηνά δέχτηκε κι άρχισαν να υφαίνουν. Ύφαινε η Αθηνά και πάνω στο υφαντό της έφτιαχνε την πάλη της µε τον Ποσειδώνα πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας. Ύφαινε κι η Αράχνη κι έφτιαχνε τα καµώµατα του ∆ία κι όλων των θεών του Ολύµπου. Θυµωµένη τότε η Αθηνά, που µια θνητή τόλµησε να συγκριθεί µαζί της, µεταµόρφωσε την κόρη σε έντοµο και την καταράστηκε όλες τις µέρες της ζωής της κρεµασµένη να υφαίνει τον ιστό της.
Οβίδιος, Μεταµορφώσεις 6, 5-145(διασκευή) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
4. Ο Προµηθέας, η Πανδώρα, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα
Ο Δίας µοίρασε χαρίσµατα σε όλους τους θεούς µα δε νοιάστηκε πολύ για τους ανθρώπους. Όµως ο Προµηθέας, γιος του τιτάνα Ιαπετού και της Θέµιδας, επειδή αγαπούσε και λυπόταν τους ανθρώπους, ανέβηκε στον Όλυµπο κι από το εργαστήρι του Ήφαιστου έκλεψε τη φωτιά, την έβαλε µέσα σ’ ένα κούφιο καλάµι και την έδωσε στους ανθρώπους. Και τους έµαθε µε τη φωτιά να λιώνουν τα µέταλλα και να φτιάχνουν εργαλεία.
Ο Δίας τότε θύµωσε πολύ. Πήγε τον Προµηθέα σ’ ένα ψηλό βουνό, τον Καύκασο, και τον έδεσε πάνω σε ένα βράχο µε χοντρές αλυσίδες που του έφτιαξε ο Ήφαιστος. Και κάθε µέρα έστελνε έναν αετό που του έτρωγε το συκώτι. Τριάντα χρόνια έµεινε δεµένος ο Προµηθέας στον Καύκασο, ώσπου κάποτε πέρασε από κει ο Ηρακλής και τον ελευθέρωσε. |
2. Ο ∆ίας απειλεί τον Προµηθέα
Και τότε ο ∆ίας που τα σύννεφα µαζεύει άγρια θυµωµένος είπε.
«Γιε του Ιαπετού, µε τόσο κοφτερό µυαλό, όσο κανένας άλλος, γελάς που τον δικό µου νου ξεγέλασες, κλέβοντας τη φωτιά, µεγάλη όµως συµφορά σε περιµένει, εσένα τον ίδιο κι όσους ανθρώπους θα γεννηθούν µετά. Γιατί τους έχω αντίδωρο κακό για τη φωτιά, να φχαριστιέται µ’ αυτό η ψυχή τους, σφιχταγκαλιάζοντας την ίδια τους τη συµφορά». Ησίοδος, Έργα και Ηµέραι 53-58, µτφ. ∆.Ν.Μαρωνίτης (µε αλλαγές)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|