φωτογραφία φόντου

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | Y | Z
Όρος
Ορισμός
wear (verb) to have or carry on one's person, φορώ
Example
She likes to wear jewellery.
Synonym
put on

Χρησιμοποιούμε cookies. Τα cookies μας βοηθούν να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Με την πρόσβαση σας στον ιστότοπο αυτό αποδέχεστε την χρήση των cookies σε αυτό. Το κατάλαβα Διαβάστε περισσότερα