φωτογραφία φόντου

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W
Όρος
Ορισμός
stillness (noun) absence of sound or motion, ακινησία, άπνοια, γαλήνη
Example
There is a stillness that runs through the valley which is very calming.
Synonym
calmness, hush, quiet, silence
Antonym
bustle

Χρησιμοποιούμε cookies. Τα cookies μας βοηθούν να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Με την πρόσβαση σας στον ιστότοπο αυτό αποδέχεστε την χρήση των cookies σε αυτό. Το κατάλαβα Διαβάστε περισσότερα