φωτογραφία φόντου

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | Y
Όρος
Ορισμός
willing (adjective) to be happy to do something, πρόθυμος
Example
He’s willing to lend us some money.

Χρησιμοποιούμε cookies. Τα cookies μας βοηθούν να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Με την πρόσβαση σας στον ιστότοπο αυτό αποδέχεστε την χρήση των cookies σε αυτό. Το κατάλαβα Διαβάστε περισσότερα