φωτογραφία φόντου

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | Y | Z
Όρος
Ορισμός
stare (verb) to look at someone or something for a long time and not move your eyes, κοιτάζω επίμονα
Example
Children often stare at people who look different or funny.

Χρησιμοποιούμε cookies. Τα cookies μας βοηθούν να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Με την πρόσβαση σας στον ιστότοπο αυτό αποδέχεστε την χρήση των cookies σε αυτό. Το κατάλαβα Διαβάστε περισσότερα