ΓΛΩΣΣAPIO
-
Άκτιστος: ο όρος αυτός χαρακτηρίζει κάποιον που δεν οφείλει την ύπαρξή του σε κάποιον άλλο. Έτσι άκτιστος, αυτοδημιούργητος, αυθύπαρκτος -χωρίς αρχή (Άναρχος) άρα και χωρίς τέλος- είναι μόνον ο Θεός.
-
Ανάθεμα: επίσημη απόφαση μιας Εκκλησίας με την οποία καταδικάζεται μια άλλη Εκκλησία ή αιρετικά πρόσωπα. Με το ανάθεμα αποκόπτεται η Εκκλησία ή ο αιρετικός από το Σώμα της Εκκλησίας και δε συμμετέχει σ' αυτήν. Το κόστος της αποκοπής αυτής μοιάζει με το κόψιμο ενός κλαδιού από τον κορμό δέντρου. Το δέντρο συνεχίζει να αναπτύσσεται, ενώ το κλαδί ξεραίνεται.
-
Αποθέωση: έκφραση μεγάλου ενθουσιασμού για κάποιον, απόδοση τιμών, θρίαμβος.
-
Αρχισυνάγωγος: ο επικεφαλής της Συναγωγής, δηλαδή του τόπου συνάθροισης των Ιουδαίων, όπου γινόταν η λατρεία, ιδιαίτερα την ημέρα του Σαββάτου.
-
Δεισιδαιμονία: πίστη σε μυστηριώδεις υπερφυσικές δυνάμεις, η οποία αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, σε πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες, που μπορούν, δήθεν, να επηρεάσουν αρνητικά τη ζωή του ανθρώπου. Πρόκειται για μια αντίληψη η οποία στηρίζεται στον παράλογο και υπερβολικό φόβο.
-
Δόγμα: όρος που δηλώνει την πίστη στην αλήθεια του Χριστιανισμού, όπως έχει καταγραφεί στην Αγία Γραφή και έχει διατυπωθεί από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, και έχει αναπτυχθεί από την εκκλησιαστική παράδοση. Είναι αναλλοίωτες και ζωτικές αλήθειες απαραίτητες για τη σωτηρία του ανθρώπου, και οι οποίες δεν επιδέχονται αλλαγές.
-
Δογματική: Η διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τα δόγματα και την ανάπτυξή τους σε τρόπο υπάρξεως και ζωής από τον πιστό. Η δογματική εκθέτει μεθοδολογικά, οργανωμένες σε σύστημα και με ενότητα, όλες τις αλήθειες που περιέχονται στην αποκάλυψη του Θεού.
-
Εθνικός: όρος που δηλώνει κάθε άτομο που διατηρεί μια θρησκευτική και φιλοσοφική πίστη η οποία δεν αναφέρεται και δε συνδέεται με την πίστη στον Θεό των χριστιανών και με τον τρόπο ζωής που αυτή η πίστη υποδεικνύει. Ο όρος αναφέρεται στις γηγενείς θρησκευτικές εκδηλώσεις και δεν αποδίδεται σε πιστούς άλλων μεγάλων θρησκειών, π.χ. μουσουλμάνους, βουδιστές κ.ά..
-
Ειδωλολατρία: λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων μιας θεότητας, τα οποία είναι φορείς του πνεύματος της θεότητας που αντιπροσωπεύουν.
-
Ετερόδοξος (από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας): ο χριστιανός που δεν ανήκει στην Oρθόδοξη Eκκλησία.
-
Λόγος Θείος: ο όρος Λόγος χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη, στους Πατέρες της Εκκλησίας και, γενικότερα, στη χριστιανική θεολογία για να δηλώσει το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Συνήθως, συνδυάζεται με το επίθετο «Θείος» για να τονίσει τον Ιησού ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιωαν. 1, 1-14˙
Α' Ιωαν. 1, 1˙ Αποκ. 19, 13) και τους Πατέρες της Εκκλησίας για να σημειωθεί η διάκριση μεταξύ του Χριστού ως Yιού του Θεού και του Πατέρα Του, αλλά και η σχέση ομοουσιότητας του Yιού με τον Πατέρα Του.
|