Στην ενότητα αυτή θα πάρεις πληροφορίες (για):
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται ως εποχή του διαλόγου και της ένωσης των Eκκλησιών, επειδή καταβάλλονται προσπάθειες από τις διαιρεμένες χριστιανικές Εκκλησίες (τις διαφορετικές χριστιανικές «Ομολογίες»*, όπως ονομάζονται) να προσεγγίσουν η μια την άλλη, να συσφίξουν τις σχέσεις τους και να αγωνιστούν για την ένωσή τους. Η προσπάθεια αυτή για ενότητα αποτελεί για την Εκκλησία επιταγή του ίδιου του Χριστού, ο Οποίος εξέφρασε ως τελευταία του επιθυμία το να είναι όλοι οι χριστιανοί ενωμένοι.
Α. Η εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1920 Η προετοιμασία για την Εγκύκλιο Ο διάλογος μεταξύ των χριστιανικών Ομολογιών ξεκίνησε τον 20ο αιώνα μ' ένα κείμενο του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', ο οποίος απευθύνθηκε το 1902 στους αρχηγούς των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Με αυτό ο Πατριάρχης προέτρεπε τις Oρθόδοξες Εκκλησίες ν' αναπτύξουν διάλογο με τους ετεροδόξους. Στην εγκύκλιο απάντησαν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Ελλάδας, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Όλες αυτές οι Εκκλησίες τόνισαν την ανάγκη ενότητας, αλλά επεσήμαναν και τις δυσκολίες που υπήρχαν. Η Ελλαδική Εκκλησία, μάλιστα, πρόσθεσε ότι παρόμοιες προσπάθειες στο παρελθόν είχαν αποτύχει. Το περιεχόμενο της εγκυκλίου Στη συνέχεια, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απηύθυνε τον Ιανουάριο του 1920 μια εγκύκλιο επιστολή «προς τις Εκκλησίες του Χριστού σ' όλο τον κόσμο». Στην εγκύκλιο αυτή τονιζόταν η ανάγκη να εκλείψει κάθε δυσπιστία, ώστε να ενισχυθεί η αγάπη, που είναι προΰπόθεση για την επίτευξη της ένωσης. Η εγκύκλιος καλούσε όλες τις Εκκλησίες να συνεργαστούν για μία εθνική συνάντηση, προτείνοντας μάλιστα την ίδρυση μιας «κοινωνίας» Εκκλησιών κατά τα πρότυπα της Kοινωνίας των Εθνών. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όμως, απαντώντας το 1923 με δική της εγκύκλιο δυναμίτισε κάθε προσπάθεια διαλόγου, προβάλλοντας ως προΰπόθεσή του την πλήρη υποταγή των υπόλοιπων Εκκλησιών στην εξουσία του Βατικανού.
Β. Η ίδρυση και το έργο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) Ο δρόμος προς την ίδρυση του Π.Σ.Ε. Μετά από την άρνηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να συμμετάσχει στις ενωτικές προσπάθειες των χριστιανικών Εκκλησιών, η Ορθόδοξη Εκκλησία στράφηκε προς τον Προτεσταντισμό, ο οποίος (όπως τονίσαμε σε προηγούμενη ενότητα) είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για διάλογο με την Ορθοδοξία. |
Έτσι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Προτεσταντικές Εκκλησίες διοργάνωσαν δύο συνέδρια που προετοίμασαν τη συνεργασία τους και οδήγησαν στην ίδρυση του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ το 1948. Εκεί πραγματοποιήθηκε η ένωση των δύο κλάδων συνεργασίας («Ζωή και Eργασία»/«Πίστη και Tάξη»). Οι Εκκλησίες διατήρησαν την αυτονομία τους μέσα στο νέο μεγάλο οργανισμό. Στο Καταστατικό του Π.Σ.Ε. καθορίστηκε ότι μέλη του μπορεί να είναι οι Εκκλησίες που αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Σωτήρα. Οι στόχοι του Π.Σ.Ε. Το Π.Σ.Ε. επιδίδεται σε ποικίλες δραστηριότητες με σκοπό την προσέγγιση των Εκκλησιών (σύγκληση συνεδρίων και παρεμβάσεις σε θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος) και η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' αυτές είναι εντονότατη. Το 1952 φαίνεται η πρώτη θετική συνέπεια της ίδρυσης του Π.Σ.Ε., όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α' εγκαινιάζει με εγκύκλιο επιστολή το διάλογο της αγάπης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Γ. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δραστηριοποιείται για την ενότητα Μέχρι τη σύγκληση της Β' Βατικανής Συνόδου στη Ρώμη (1962-1965) δεν είχε σημειωθεί ούτε ένα βήμα προσέγγισης Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Η Β' Βατικανή Σύνοδος, όμως, τόνισε την ανάγκη να εγκαινιασθεί ο διάλογος με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο πλαίσιο αυτό, το 1964 συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α'. Οι δύο πνευματικοί ηγέτες προσευχήθηκαν μαζί, ώστε η συνάντησή τους αυτή να αποτελέσει την αρχή για ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Αργότερα (1967 και 1968) αντάλλαξαν επισκέψεις σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.
Σε ένδειξη καλής θέλησης, οι δύο Εκκλησίες αποφάσισαν να άρουν (καταργήσουν) τα αναθέματα* που είχαν επιβληθεί κατά το Σχίσμα του 1054 μ.Χ. Επίσης, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε πολλά λείψανα αγίων, που είχαν μεταφερθεί από την Ανατολή στη Δύση κατά την περίοδο των Σταυροφοριών. Η προσέγγιση των δύο Εκκλησιών εγκαινίασε ένα νέο πνεύμα που ονομάστηκε «οικουμενικό».
|
Δ. Οι προσπάθειες διαλόγου μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων σήμερα Στο πλαίσιο αυτού του οικουμενικού πνεύματος πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Μέχρι σήμερα συνεχίζεται ο διάλογος, με βασικό πρόβλημα την Ουνία*, που συνεχίζει να απασχολεί τις δύο Εκκλησίες. Σε μία Ενωμένη Ευρώπη, αλλά και σε μία Ελλάδα όπου υπάρχει μειονότητα Ρωμαιοκαθολικών, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να προσεγγίσει τις άλλες χριστιανικές Ομολογίες μέσα από ένα διάλογο αγάπης και αλήθειας. Τα δύο αυτά στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν τη βάση και την μελλοντική ελπίδα για τις σχέσεις των χριστιανικών Εκκλησιών.
|
|