φαγάδικο → σχ. φαγητό
φαγανός → φαγητό
φαγάς → φαγητό
φαγητό
-φαγία → σχ. φαγητό
φαγοπότι → σχ. φαγητό
-φάγος → σχ. φαγητό
φαγού → φαγητό
φαγούρα
φαγώθηκα → τρώγω
φάγωμα → φαγητό
φαγωμάρα
φαγωμένος → τρώγω
φαγώσιμα → φαγητό
φαγώσιμος → φαγητό
φαΐ → φαγητό
φαίνεται → φαίνομαι
φαίνομαι
φαινομενικά → φαίνομαι
φαινομενικός → φαίνομαι
φαινόμενο → φαίνομαι
φακελάκι → φάκελος
*φάκελλος → φάκελος
φάκελος
φακέλωμα → φάκελος
φακελώνω → φάκελος
φακός
φανατίζω → φανατικός
φανατικά → φανατικός
φανατικός
φανατισμός → φανατικός
φανερά → φανερός
φανερός
φανερώνω → φανερός
φάνηκα → φαίνομαι
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία → φαντάζομαι
φάντασμα
φαντασμένος → φαντάζομαι
φανταστικά → φαντάζομαι
φανταστικός → φαντάζομαι
φαρδαίνω → φαρδύς
φαρδιά → φαρδύς
φάρδος → φαρδύς
φαρδύς
φαρμακείο → φάρμακο
φαρμακερά → φαρμάκι
φαρμακερός → φαρμάκι
φαρμακευτικά → φάρμακο
φαρμακευτική → φάρμακο
φαρμακευτικός → φάρμακο
φαρμάκι
φάρμακο
φαρμακοποιός → -ποιώ
φαρμακώνω → φαρμάκι
φασαρία
φασαριόζικα → φασαρία
φασαριόζος → φασαρία
φάση
φασισμός
φασίστας → φασισμός
φασιστικά → φασισμός
φασιστικός → φασισμός
φασίστρια → φασισμός
φάσμα
φασματικός → φάσμα
φασματόγραμμα → σχ. φάσμα
φασματογράφημα → σχ. φάσμα
φασματογράφος → σχ. φάσμα
φασματοσκοπία → σχ. φάσμα
φασματοσκοπικός → σχ. φάσμα
φασματοσκόπιο → σχ. φάσμα
φεγγίζω → φέγγω
φεγγίτης → φέγγω
φέγγος → φέγγω
φέγγω
φερέφωνο → σχ. φέρω
φέρθηκα → φέρομαι
φερμένος → φέρνω
φέρνομαι → φέρομαι
φέρνω
-φέρνω → σχ. φέρνω
φέρομαι → φέρω
φέρομαι
φέρσιμο → φέρομαι
φέρω
φερώνυμο → σχ. φέρω
φετινός → φέτος
φέτος
φευγάτος → φεύγω
φεύγω
φήμη
φημίζομαι → φήμη
φθάνω
φθάρηκα → φθείρω
φθαρμένος → φθείρω
φθαρτός → φθείρω
φθείρω
φθηνά → φτηνός
φθηναίνω → φτηνός
φθήνια → φτηνός
φθηνός → φτηνός
φθινοπωριάζει → φθινόπωρο
φθινοπωριάτικος → φθινόπωρο
φθινοπωρινός → φθινόπωρο
φθινόπωρο
φθίνω
φθόγγος
φθονερά → φθονώ
φθονερός → φθονώ
φθόνος → φθονώ
φθονώ
φθορά → φθείρω
φθόριο
φθοριώνω → φθόριο
φθορίωση → φθόριο
φθοροποιός → -ποιώ
φιάλη
φίλ- → φιλο-
φίλαθλος → φιλο-
*φιλαινάδα → φιλενάδα
φιλαλήθης → φιλο-
φιλάνθρωπος → φιλο-
φιλάργυρος → φιλο-
φιλειρηνικός → φιλο-
φιλελεύθερος → φιλο-
φιλέλληνας → φιλο- |
φιλενάδα → φίλος
φίλη → φίλος
φίλημα → φιλί
φιλί
φιλία → φίλος
φιλικά → φίλος
φιλικός → φίλος
φιλο-
φιλόδοξα → φιλόδοξος
φιλοδοξία → φιλόδοξος
φιλόδοξος
φιλοδοξώ → φιλόδοξος
φιλολογία
φιλολογικά → φιλολογία
φιλολογικός → φιλολογία
φιλόλογος → φιλολογία
φιλομαθής → φιλο-
φιλόξενα → φιλόξενος
φιλοξενία → φιλόξενος
φιλόξενος
φιλοξενώ → φιλόξενος
φίλος
φιλοσοφία
φιλοσοφικά → φιλοσοφία
φιλοσοφικός → φιλοσοφία
φιλόσοφος → φιλοσοφία
φιλοσοφώ → φιλοσοφία
φιλότιμα → φιλότιμο
φιλοτιμία → φιλότιμο
φιλότιμο
φιλότιμος → φιλότιμο
φιλοτιμώ → φιλότιμο
φιλοχρήματος → φιλο-
φιλώ → φιλί
φλέβα
φλεβικός → φλέβα
φλεβίτιδα → φλέβα
φλεγμονή
φλεγμονώδης → φλεγμονή
φλέγομαι → φλόγα
φλέγων → φλόγα
φλόγα
φλογερά → φλόγα
φλογερός → φλόγα
φλοιός
φλούδα
φλούδι → φλούδα
φοβάμαι → φόβος
φοβερά → φοβερός
φοβέρα → φοβερός
φοβερίζω → φοβερός
φοβερός
φοβητσιάρης → φόβος
φοβητσιάρικα → φόβος
φοβίζω → φόβος
φοβισμένος → φοβάμαι
φοβισμένος → φοβίζω
φόβος
φοβούμαι → φόβος
φοίνικας1
φοίνικας2
φοινικιά → φοίνικας1
φοίτηση → φοιτώ
φοιτητής → φοιτώ
φοιτητικά → φοιτώ
φοιτητικός → φοιτώ
φοιτήτρια → φοιτώ
φοιτώ
φονεύω → φόνος
φονιάς → φόνος
φονικό → φόνος
φονικός → φόνος
φόνισσα → φόνος
φόνος
φορά1
φόρα1
φορά2
φόρα2
φορέας → φέρω
φορείο → φέρω
φόρεμα → φορώ
φορεσιά → φορώ
φορητός → φέρω
φορολόγηση → φόρος
φορολογητέος → φόρος
φορολογία → φόρος
φορολογικά → φόρος
φορολογικός → φόρος
φορολογώ → φόρος
φόρος
φορτίζω → φορτίο
φορτίο
φόρτος → φορτίο
φόρτωμα → φορτίο
φορτώνω → φορτίο
φόρτωση → φορτίο
φορτωτής → φορτίο
φορτωτικά → φορτίο
φορτωτική → φορτίο
φορτωτικός → φορτίο
φορώ
φούντωμα → φουντώνω
φουντώνω
φούντωση → φουντώνω
φουντωτός → φουντώνω
φούσκωμα → φουσκώνω
φουσκώνω
φουσκωτός → φουσκώνω
φούχτα → χούφτα
φουχτώνω → χούφτα
φρενάρισμα → φρένο
φρενάρω → φρένο
φρένο
φρεσκάδα → φρέσκος
φρεσκάρω → φρέσκος
φρεσκο-
φρεσκοαλεσμένος → φρεσκο-
φρεσκοασπρισμένος → φρεσκο-
φρεσκοδιατηρημένος → φρεσκο-
φρεσκοζυμωμένος → φρεσκο-
φρεσκοκατεψυγμένος → φρεσκο-
φρεσκοκομμένος → φρεσκο-
φρεσκοκουρεμένος → φρεσκο-
φρεσκολουσμένος → φρεσκο-
φρεσκοπλυμένος → φρεσκο-
φρέσκος
φρεσκοσιδερωμένος → φρεσκο-
φρεσκοψημένος → φρεσκο- |
φρίκη
φρικτά → φρίκη
φρικτός → φρίκη
φρίττω → φρίκη
φριχτά → φρίκη
φριχτός → φρίκη
φρόνιμα → φρόνιμος
φρονιμάδα → φρόνιμος
φρονιμεύω → φρόνιμος
φρόνιμος
φροντίδα
φροντίζω → φροντίδα
φροντισμένος → φροντίδα
φροντιστηριακά → φροντίδα
φροντιστηριακός → φροντίδα
φροντιστήριο → φροντίδα
φροντιστής → φροντίδα
φρουρά → φρουρώ
φρούρηση → φρουρώ
φρουρός → φρουρώ
φρουρώ
φταίξιμο → φταίω
φταίχτης → φταίω
φταίχτρα → φταίω
φταίω
φτάνω → φθάνω
φτασμένος → φθάνω
*φτειάχνω → φτιάχνω
φτερό
φτερούγα → φτερό
φτέρωμα → φτερό
φτερωτός → φτερό
φτηνά → φτηνός
φτηναίνω → φτηνός
φτήνια → φτηνός
φτηνιάρης → φτηνός
φτηνιάρικος → φτηνός
φτηνός
φτιάξιμο → φτιάχνω
φτιάχνω
φτιαχτά → φτιάχνω
φτιαχτός → φτιάχνω
φτυάρι
φτυαριά → φτυάρι
φτυαρίζω → φτυάρι
φτύνω
φτύσιμο → φτύνω
φτυστός → φτύνω
φτωχά → φτωχός
φτωχαίνω → φτωχός
φτώχεια → φτωχός
φτωχιά → φτωχός
*φτώχια → φτώχεια
φτωχικά → φτωχός
φτωχικό → φτωχός
φτωχικός → φτωχός
φτωχός
φυγάς → φεύγω
φυγή → φεύγω
φυγόκεντρος
φυγοπονία → φυγόπονος
φυγόπονος
φυλάγω → φυλάω
φύλακας → φυλάω
φυλακή
φυλακίζω → φυλακή
φυλάκιση → φυλακή
φυλακτό → φυλάω
φύλαξη → φυλάω
φυλάσσω → φυλάω
φυλαχτό → φυλάω
φυλάω
φυλετικά1→ φυλή
φυλετικά2→ φύλο
φυλετικός1→ φυλή
φυλετικός2 → φύλο
φυλή
φύλλο
φύλο
φυλώ → φυλάω
φύρδην
φυσάει → φυσώ
φύση
φύσημα → φυσώ
φυσικά → φύση
φυσική → φύση
φυσικός → φύση
φυσικότητα → φύση
φυσιολάτρης → σχ. λατρεία
φυσιολογικά → φυσιολογικός
φυσιολογικός
φυσώ
φύτεμα → φυτό
φύτευση → φυτό
φυτεύω → φυτό
φυτικός → φυτό
φυτό
φύτρα → φυτρώνω
φύτρωμα → φυτρώνω
φυτρώνω
φχαριστώ → ευχαριστώ
φωλιά
φωλιάζω → φωλιά
φωνάζω → φωνή
φωνακλάς → φωνή
φωνακλού → φωνή
φωνή
φωνητικά → φωνή
φωνητική → φωνή
φωνητικός → φωνή
φως
φωτεινά → φως
φωτεινός → φως
φωτεινότητα → φως
φωτιά
φωτίζει → φως
φωτίζω → φως
φωτισμός → φως
φωτιστικό → φως
φωτιστικός → φως
φωτογράφηση → φωτογραφία
φωτογραφία
φωτογραφίζω → φωτογραφία
φωτογραφικά → φωτογραφία
φωτογραφικός → φωτογραφία
φωτογράφιση → φωτογραφία
φωτογράφος → φωτογραφία
φωτογραφώ → φωτογραφία |