Αρχαία Ελληνική Γλώσσα (Γ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Επίμετρο - Ενότητα 12 Επίμετρο - Τα ανώμαλα ρήματα των κειμένων Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων

Α

ὁ/ἡ ἀγήρατος, τὸ ἀγήρατον   αγέραστος
ἀγών () ο αγώνας, η δίκη
ἀδεῶς χωρίς φόβο
ὁ/ἡ ἄδοξος, τὸ ἄδοξον ο αφανής, ο άσημος
ᾄδω τραγουδώ
Ἀθήνησι στην Αθήνα
  αἱρέω, αἱρῶ κυριεύω, συλλαμβάνω
αἴρομαι παίρνω στους ώμους μου
αἴρω σηκώνω
ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόν άσχημος, ντροπιαστικός
ἄκων, ἄκουσα, ἆκον χωρίς τη θέληση (κάποιου)
ἁλίσκομαι κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριον ξένος
ἄλλως τε καί και μάλιστα, και ιδιαίτερα
ἅμα συγχρόνως
ἀναμένω περιμένω
ἀνατρέπομαι καταλύομαι
ἀνιάω, ἀνιῶ ενοχλώ, στενοχωρώ
ἀξιόω, ἀξιῶ έχω την αξίωση, ζητώ, απαιτώ, θεωρώ σωστό / πρέπον
ἅπαξ μία φορά
ὁ ἅπας, ἡ ἅπασα, τὸ ἅπαν όλος ανεξαιρέτως
ἀποβλέπω παρατηρώ, λαμβάνω υπόψη
ἀποδιδράσκω δραπετεύω
ἀποδίδωμι επιστρέφω, δίνω πίσω
ἀπόλλυμαι χάνομαι, σκοτώνομαι
ἀποστερέω, ἀποστερῶ στερώ, αφαιρώ
ἀποτρίβομαι απαλλάσσομαι
ἀποφαίνομαι φανερώνω
ἀπταίστως χωρίς δυσκολία
  ἄπωθεν από μακριά
ἆρα (ερωτ.) άραγε
ἁρμόττει (απρόσ. ρ.) ταιριάζει
ἀσφαλῶς με ασφάλεια
ἀτιμάζω στερώ την τιμή
ἀτυχέω, ἀτυχῶ αποτυγχάνω, ατυχώ
ὁ/ἡ αὐτόματος, τὸ αὐτόματον φυσικός
ἡ αὐτουργία ο μόχθος
ἄχθομαι δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι

Β

βιάζομαι   εξαναγκάζομαι
βούλομαι θέλω

Γ

γε   βέβαια, τουλάχιστον
γεωργέω, γεωργῶ καλλιεργώ τη γη, ασχολούμαι με τη γεωργία
γιγνώσκω γνωρίζω, έχω τη γνώμη, αποφασίζω
  γοῦν λοιπόν, πράγματι

Δ

δαιμόνιον (τό)   ο θεός
  δαπάνημα (τό) το έξοδο, η δαπάνη
ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόν φοβερός
δέομαι παρακαλώ, ζητώ
δεσμωτήριον (τό) η φυλακή
δημοκρατέομαι, δημοκρατοῦμαι έχω δημοκρατικό καθεστώς
δημοσίᾳ στη δημόσια ζωή, δημόσια
διαβάλλω συκοφαντώ, κατηγορώ
διάκειμαι οὕτω πρός τινα τηρώ τέτοια στάση απέναντι σε κάποιον
διανοέομαι, διανοοῦμαι σκέφτομαι
διαφθείρομαι καταστρέφομαι, αφανίζομαι, καταργούμαι
διονομάζομαι γίνομαι ευρύτερα γνωστός, είμαι επιφανής
δύναμαι έχω τη δύναμη, μπορώ

Ε

ἐγκαταλαμβάνομαι   παγιδεύομαι μέσα σε κάτι
ἐθίζομαι συνηθίζω
εἰκότως εύλογα
εἰκός ἐστιν (απρόσ. έκφρ.) είναι φυσικό
εἴωθα έχω συνηθίσει
τὸ εἰωθός το συνηθισμένο
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν με τη θέληση (κάποιου)
ἐλλείπω υστερώ, έχω έλλειψη, είμαι κατώτερος
ἐμβάλλω βάζω μέσα
  ἐνθένδε από εδώ
ἐνιαυτός (ὁ) χρόνος
ἐξάγω βγάζω
ἐξάγω εἰς ἔργον επιδεικνύω στην πράξη
ἐξαρκεῖ (απρόσ. ρ.) είναι αρκετό
ἐξελαύνομαι εξορίζομαι
ἐπιδίδωμι προοδεύω
ἐπιθέω τρέχω προς το μέρος κάποιου
ἐπισκοπέω, ἐπισκοπῶ επιτηρώ
ἐπιτρέπω τινί τι αναθέτω / εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
ἐπιχειρέω, ἐπιχειρῶ ασχολούμαι
ὁ/ἡ ἐπιχώριος, τὸ ἐπιχώριον τοπικός
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.) άλλος (από δύο)
ἔτι ακόμα, πια
 εὖ καλά
  εὖ τίθεμαι διευθετώ σωστά
εὐδαιμονέω, εὐδαιμονῶ είμαι ευτυχισμένος
ὁ/ἡ εὐδαίμων, τὸ εὔδαιμον ευτυχισμένος, καλότυχος
εὐδοκιμέω, εὐδοκιμῶ εκτιμώμαι, χαίρω εκτιμήσεως
  εὐπορία (ἡ) η οικονομική άνεση
ὁ/ἡ εὔπορος, τὸ εὔπορον εύπορος, πλούσιος
εὐφραίνομαι χαίρομαι, ευχαριστιέμαι
ἐφίσταμαι στέκομαι μπροστά, επιβλέπω
ἔχω εὐμενῶς ευνοώ, έχω φιλικές διαθέσεις

Ζ

ζηλόω, ζηλῶ   ζηλεύω, μιμούμαι
ὁ ζηλωτός, ἡ ζηλωτή, τὸ ζηλωτόν αξιοζήλευτος

Η

ἡγέομαι, ἡγοῦμαι   ηγούμαι, θεωρώ
  ἤν εάν
ἠρέμα ήρεμα, μαλακά

Θ

θαυμάζω   απορώ
θεωρέω, θεωρῶ παρατηρώ, εξετάζω, παρακολουθώ

Ι

ἰδέα (ἡ)   η μορφή
ἰδιώτης (ὁ) ο απλός πολίτης, ο ανειδίκευτος
ὁ ἱκανός, ἡ ἱκανή, τὸ ἱκανόν αρκετός, επαρκής
ἵνα για να
ἰσχύω ισχύω, έχω δύναμη

Κ

καθίσταμαι   γίνομαι, ορίζομαι
καὶ γάρ και πράγματι, και βέβαια
καὶ εἰ ακόμα και αν
καταλείπω αφήνω πίσω, κληροδοτώ, εγκαταλείπω
ὁ/ἡ καταφανής, τὸ καταφανές προφανής, εμφανής
καταφρονέω, καταφρονῶ περιφρονώ
κατεργάζομαι κατορθώνω, επιτυγχάνω, κερδίζω
κεῖμαι βρίσκομαι, υπάρχω, ισχύω
κινδυνεύω αντιμετωπίζω κίνδυνο, αγωνίζομαι

Λ

λείως   ομαλά

Μ

μακαρίζω   καλοτυχίζω
  μάλιστα πάρα πολύ, κυρίως
μέλλω σκοπεύω
ὁ μεστός, ἡ μεστή, τὸ μεστόν

γεμάτος

μεταβαίνω πηγαίνω σε άλλο μέρος
ὁ/ἡ μυθώδης, τὸ μυθῶδες αυτός που μοιάζει με μύθο

Ν

νεωλκέω, νεωλκῶ
  καθελκύω, τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά

Ο

ὅθεν   από όπου, γι΄αυτό
  οἰκέτης (ὁ) ο δούλος του σπιτιού
οἴομαι, οἶμαι νομίζω, θεωρώ
οἷόν τ’ ἐστι (απρόσ. έκφραση) είναι δυνατόν
ὁλκάς (ἡ), τῆς ὁλκάδος το (ρυμουλκούμενο μεγάλο) φορτηγό πλοίο
ὁμολογέω, ὁμολογῶ συμφωνώ
ὁμονοέω, ὁμονοῶ έχω ομόνοια, ζω ειρηνικά
ὁράω, ὁρῶ βλέπω
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (αναφ. αντων.)

ο οποίος

οὕτως έτσι, τόσο

Π

πάλαι   παλιά
ὁ πανηγυρικός, ἡ πανηγυρική, τὸ πανηγυρικόν εορταστικός, χαρούμενος, γεμάτος απολαύσεις
πανωλεθρία (ἡ) η ολοκληρωτική καταστροφή
    παρασκευάζω προετοιμάζω, μηχανεύομαι
παρασκευή (ἡ) η προετοιμασία, ο εξοπλισμός
  παρεισάγω θεσπίζω
ὁ/ἡ πάτριος, τὸ πάτριον πατροπαράδοτος, αυτός που κληροδοτείται από τους προγόνους
   πένης (ὁ/ἡ) φτωχός, άπορος, στερημένος
περιρρέω περικυκλώνω
πιστεύω έχω εμπιστοσύνη
πλῆθος (τό) ο (απλός) λαός
πολύσπαστον (τό) σύστημα τροχαλιών
πόνος (ὁ) ο μόχθος, ο κόπος
ὁ πρεσβύτερος, ἡ πρεσβυτέρα, τὸ πρεσβύτερον γεροντότερος
προσάγομαι τραβώ προς το μέρος μου
προσαγορεύομαι αποκαλούμαι
  προσγί(γ)νομαι προστίθεμαι
προσήκει (απρόσ. ρ.) ταιριάζει
πρόσοδος (ἡ) το έσοδο

Ρ

ῥύαξ (ὁ), τοῦ ῥύακος   το ρυάκι
ῥώμη (ἡ) η δύναμη

Σ

σείω   μετακινώ
σπουδή (ἡ) η βιασύνη, ο ζήλος
ὁ/ἡ συγγενής, τὸ συγγενές αυτός που έχει κοινή καταγωγή
συμμίσγω αναμειγνύω, συγκρούομαι
ὁ σύμπας, ἡ σύμπασα, τὸ σύμπαν όλος (ανεξαιρέτως)
συννοέω, συννοῶ

κατανοώ

συνοικέω, συνοικῶ κατοικώ μαζί
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (κτητ. αντων.) δικός τους, δική τους, δικό τους

Τ

  ταραχή (ἡ)   η αναταραχή
τέκνον (τό) το παιδί
τελευτάω, τελευτῶ τελειώνω, πεθαίνω
τελέως πλήρως, ολοκληρωτικά
τίθημι τοποθετώ, θέτω, ορίζω
τίμημα (τό) το πρόστιμο
τοι βέβαια
ὁ/ἡ τριάρμενος, τὸ τριάρμενον αυτός που έχει τρία πανιά, τρία κατάρτια
τυγχάνω τινός μου συμβαίνει κάτι, πετυχαίνω κάτι

Υ

υἱός (ὁ), τοῦ υἱέος   ο γιος
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (κτητ. αντων.) δικός σας, δική σας, δικό σας
ὑπερβάλλω ξεπερνώ, υπερβαίνω
ὑπομένω αντέχω, ανέχομαι

Φ

φαύλως   άσχημα
φέρω φέρνω, οδηγώ
φέρω τὴν ψῆφον ψηφίζω, αποφασίζω
φημί λέω, υποστηρίζω
φιλοτιμία (ἡ) η αγάπη για τις τιμές, η άμιλλα, ο συναγωνισμός
φόρτος (ὁ) το φορτίο
ὁ/ἡ φρενοβλαβής, τὸ φρενοβλαβές παράφρων

Χ

ὁ χαλεπός, ἡ χαλεπή, τὸ χαλεπόν   δύσκολος, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος
χορεύω παίρνω μέρος σε χορό (= χορωδία) και ψάλλω άσμα προς τιμήν κάποιου θεού
χρήομαι, χρῶμαι χρησιμοποιώ
χωρίον (τό) η περιοχή

Ψ

ψηφίζομαι   αποφασίζω

Ω

ὥσπερ   όπως ακριβώς
ὥστε ώστε, επομένως