|
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| μέλλουσιν (μτχ. ενεστ.) ἡμῖν | ενώ πρόκειται, ενώ σκοπεύουμε | |
| ἀποδιδράσκω | δραπετεύω (πβ. ν.ε.: απόδραση) | |
| ἐνθένδε | από εδώ | |
| τὸ κοινὸν τῆς πόλεως | το σύνολο των πολιτών, οι δημόσιες αρχές | |
| ἐπιστάντες (μτχ. αορ. β΄ρ. ἐφίσταμαι) | σταθούν μπροστά μας και (πβ. ν.ε.: επιστάτης, επιστασία) | |
| εἰ... ἔροιντο (γ΄ πληθ. ευκτ. αορ. β΄ ρ. ἐρωτάω, -ῶ) | αν ρωτήσουν | |
| ἐν νῷ (δοτ. εν. ουσ. ὁ νοῦς) | στον νου (σου) | |
| διανοέομαι, διανοοῦμαι | σκέφτομαι (πβ. ν.ε.: διάνοια, διανοητής) | |
| ἀπολέσαι (απαρ. αορ. ρ. ἀπόλλυμι) | να καταστρέψεις (πβ. ν.ε.: απώλεια) | |
| ὁ σύμπας, ἡ σύμπασα, τὸ σύμπαν | όλος (ανεξαιρέτως) | |
| τὸ σὸν μέρος | όσο εξαρτάται από εσένα, όσο περνάει από το χέρι σου | |
| οἷόν τ’ [εἶναι] (απαρ. απρόσ. έκφρασης) εἶναι | ότι είναι δυνατόν να υπάρχει | |
| ἔτι | ακόμα, πια | |
| ἀνατετράφθαι (απαρ. παρακ. ρ. ἀνατρέπομαι) | να μην έχει καταλυθεί | |
| αἱ γενόμεναι δίκαι | οι δικαστικές αποφάσεις | |
| ἰσχύω | ισχύω, έχω δύναμη (πβ. ν.ε.: ισχυρός, ανίσχυρος) | |
| ὁ ἰδιώτης | ο ανειδίκευτος, ο μη επαΐων, ο απλός πολίτης | |
| γίγνομαι ἄκυρος | ακυρώνομαι, χάνω την ισχύ μου | |
| διαφθείρομαι | καταστρέφομαι, αφανίζομαι, (εδώ) καταργούμαι (πβ. ν.ε.: διαφθορά) | |
| τί ἐροῦμεν; (ορ. μέλλ. ρ. λέγω) | τι θα πούμε; | |
| ἔχω + απαρέμφατο | μπορώ να | |
| ἄν τις ἔχοι εἰπεῖν | θα μπορούσε κανείς να πει | |
| ἄλλως τε καί | και μάλιστα, και ιδιαίτερα | |
| ἀπολλυμένου (μτχ. ενεστ. ρ. ἀπόλλυμαι) | που κινδυνεύει να χαθεί, να καταλυθεί (πβ. το απολωλός πρόβατο) | |
| τὰς δίκας τὰς δικασθείσας | τις δικαστικές αποφάσεις | |
| κύριός εἰμι | ισχύω, είμαι έγκυρος |
Ερμηνευτικά σχόλια
ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι... ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;: Ο Σωκράτης επισημαίνει στον Κρίτωνα πόσο σημαντικό είναι για την ύπαρξη μιας πολιτείας να γίνονται σεβαστές οι δικαστικές αποφάσεις. Η σημασία που αποδίδεται στη δικαστική εξουσία είναι διαχρονική. Στις μέρες μας, μάλιστα, στα δημοκρατικά πολιτεύματα η ανεξαρτησία και η απρόσκοπτη λειτουργία της Δικαιοσύνης θεωρούνται εγγύηση για τον σεβασμό των δικαιωμάτων του πολίτη και χαρακτηριστικά της πραγματικής δημοκρατίας.
![]()
ὑπὸ ἰδιωτῶν: Ἰδιώτης χαρακτηρίζεται ο ανειδίκευτος, ο απλός πολίτης. Αντιδιαστέλλεται προς πρόσωπα τα οποία κατέχουν δημόσια αξιώματα (στρατηγός, ἄρχων), έχουν μια επαγγελματική ιδιότητα (χειροτέχνης, ἰατρός) ή μια ειδικότερη ενασχόληση (φιλόσοφος).
Β. Λεξιλογικά – Ετυμολογικά
| σύνθετη λέξη | α΄συνθετικό | β΄συνθετικό |
|---|---|---|
| ἀπόλλυμι | ||
| διαφθείρω | ||
| ἐφίστημι | ||
| προστάττω | ||
| σύμπας |
| α΄συνθετικό | β΄συνθετικό | σύνθετη λέξη | |
|---|---|---|---|
| παρά | + | νόμος | (επίθ.) __________ |
| ἐπί | + | κοινός | (επίθ.) __________ |
| μήτηρ | + | πόλις | (ουσ.) __________ |
| κώμη | + | πόλις | (ουσ.) __________ |
| ἀ- | + | πόλις | (επίθ.) __________ |
| ὑπό | + | δίκη | (επίθ.) __________ |
| ἀνά | + | κρίνω | (ρήμα) __________ |
| εὖ | + | νοῦς | (επίθ.) __________ |
| μετά | + | ἔχω | (επίθ.) __________ |
| πρόθεση | ρήμα | ουσιαστικό | επίθετο |
|---|---|---|---|
| περί | περιέχω | ||
β. Να κατατάξετε τις –ομόρριζες του ρήματος γίγνομαι– λέξεις γεννήτωρ, γέννα, γενναῖος, γονεύς, γένεσις, γένος, γόνιμος, γονικός, γνήσιος, γέννημα στον κατάλληλο πίνακα:
| ενέργεια ή κατάσταση | πρόσωπο που ενεργεί | αποτέλεσμα ενέργειας | ||
| ἡ _________________ | ὁ _________________ | τὸ _________________ | ||
| ἡ _________________ | ὁ _________________ | τὸ _________________ |
| επίθετα |
| _________________ |
| _________________ |
| _________________ |
| _________________ |
α. Βρίσκεται στην αρχή της πρότασης στην οποία ανήκει (δευτερεύουσα υποθετική).
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Μεταφράζεται στη ν.ε. με τον υποθετικό σύνδεσμο «αν».
π.χ. Ἂν ἐμὲ ἀποκτείνητε, οὐκ ἐμὲ βλάψετε, ἀλλ’ ὑμᾶς αὐτούς.
α. Είναι πάντοτε η δεύτερη λέξη της πρότασης στην οποία ανήκει· η πρώτη είναι αναφορική αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, χρονικός ή τελικός σύνδεσμος.
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Στη ν.ε. δε μεταφράζεται ή αποδίδεται με: «τυχόν», «ίσως», «-δήποτε».
π.χ. Ἄκουσον, ὡς ἂν μάθῃς (= Άκουσε, για να καταλάβεις ίσως).
α. Δέχεται άρνηση οὐ(κ).
β. Συντάσσεται με:
i) ευκτική (πλην μέλλοντα). Η δυνητική ευκτική δηλώνει κάτι το δυνατό στο παρόν και στο μέλλον. Αποδίδεται με: θα + παρατατικό, θα μπορούσα να + ρήμα.
π.χ. Ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε (= γιατί θα δυσανασχετούσατε);
ii) οριστική (μόνο ιστορικών χρόνων). Η δυνητική οριστική δηλώνει κάτι το δυνατό στο παρελθόν ή κάτι αντίθετο του πραγματικού. Αποδίδεται με: θα + παρατατικό ή υπερσυντέλικο.
π.χ. Ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκεν Μειδίαν ζῆν [= θα επιθυμούσα για πολλούς λόγους να ζούσε ο Μειδίας (αλλά δε ζει)].
iii) απαρέμφατο ή μετοχή (πλην μέλλοντα). Δυνητικό απαρέμφατο ή μετοχή συναντάμε στον πλάγιο λόγο και προέρχονται από δυνητική ευκτική ή δυνητική οριστική του ευθέος λόγου· συνήθως αποτελούν απόδοση εξαρτημένου υποθετικού λόγου.
π.χ. Δοκεῖ μοί τις οὐκ ἂν ἁμαρτεῖν (= οὐκ ἂν ἁμάρτοι, δε θα έσφαλλε) εἰπὼν ὅτι νυνὶ κρίνεται μὲν Ἀριστογείτων, δοκιμάζεσθε δὲ καὶ κινδυνεύεθ’ ὑμεῖς περὶ δόξης.
Δοκεῖ μοι συγγνώμην ἂν ἔχειν ἡμᾶς (= ἂν εἴχομεν, θα συγχωρούσαμε), εἰ ἑωρῶμεν σῳζόμενα τῇ πόλει τὰ ὑπὸ τούτων δημευόμενα.
✦ Οι χρονικοί σύνδεσμοι ὅταν, ὁπόταν, ἐπειδὰν και ἐπὰν προήλθαν από ενσωμάτωση του αοριστολογικού ἂν στους συνδέσμους ὅτε, ὁπότε, ἐπειδὴ και ἐπεὶ αντίστοιχα.
✦ Το υποθετικό ἂν προέρχεται από την ένωση του υποθετικού συνδέσμου εἰ με το αοριστολογικό ἂν (εἰ ἄν → ἄν).
Όπως ήδη γνωρίζετε από τη Β΄ Γυμνασίου –και από τη ν.ε.– σε μία περίοδο ή ημιπερίοδο υπάρχουν προτάσεις κύριες και δευτερεύουσες. Κύριες είναι αυτές που μπορούν να σταθούν μόνες τους στον λόγο, ενώ οι δευτερεύουσες εξαρτώνται πάντα από άλλες προτάσεις (κύριες ή δευτερεύουσες). Σε κάθε περίοδο ή ημιπερίοδο πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει τουλάχιστον μία κύρια πρόταση.

Για να χαρακτηρίσουμε με ολοκληρωμένο τρόπο μια δευτερεύουσα πρόταση, πρέπει να αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή να δηλώσουμε από πού εξαρτάται, πώς εισάγεται, πώς εκφέρεται και ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος της.
π.χ. Οἱ στρατιῶται λέγουσιν ὅτι Κῦρος τέθνηκε: Στη φράση αυτή υπάρχουν δύο προτάσεις, μία κύρια (Οἱ στρατιῶται λέγουσιν) με ρήμα το λέγουσιν (εξάρτηση) και μία δευτερεύουσα ειδική (ὅτι Κῦρος τέθνηκε), η οποία εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι, εκφέρεται με οριστική (τέθνηκε) και λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα εξάρτησης λέγουσιν.

◗ Αφού θυμηθείτε την ανάλογη διάκριση στη ν.ε., να απαριθμήσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις που έχετε διδαχθεί στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και να τις διακρίνετε σε ονοματικές και επιρρηματικές.

Ονομάζονται έτσι όσες λειτουργούν συντακτικά σαν ονόματα, δηλαδή έχουν συντακτική θέση την οποία μπορεί να καταλάβει ένα όνομα. Πιο συγκεκριμένα, οι ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις μπορεί να λειτουργούν ως:
Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα,
π.χ. Λέγω ὅτι πολλαὶ καὶ καλαὶ ἐλπίδες ἡμῖν εἰσι σωτηρίας.
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή σε απρόσωπες εκφράσεις,
π.χ. Φόβος ἐστὶ μὴ ἡττηθῶμεν.
Επεξήγηση, κυρίως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας που προηγείται,
π.χ. Τοῦτο ὑμᾶς δεῖ μαθεῖν, ὅτι τὸ συνέχον τὴν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστίν.
Οι ονοματικές προτάσεις διακρίνονται σε τέσσερα είδη:
Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους ὅτι (όταν το περιεχόμενό τους είναι αντικειμενικό, πραγματικό) ή ὡς (όταν το περιεχόμενό τους είναι υποκειμενικό ή ψευδές).
π.χ. Οἱ Ἀσσύριοι ἴσασιν (= γνωρίζουν) ὅτι (= ότι πράγματι) ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ταραχῶδές ἐστι καὶ δύσχρηστον.
Πειρῶνται πείθειν ὑμᾶς ὡς (= ότι τάχα) δυνατός εἰμι.
Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν: λέω (λεκτικά), γνωρίζω (γνωστικά), αισθάνομαι (αισθητικά), δείχνω (δείξεως) κ.ά.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου) η οποία ονομάζεται ευκτική του πλαγίου λόγου.
π.χ. Καὶ κατηγοροῦσι αὐτοῦ ὡς πολλὰς ἀρχὰς ἦρξεν (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Δῆλόν ἐστιν ὅτι οὐκ ἂν προὔλεγεν, εἰ μὴ ἀληθεύσειν (= ότι θα βγει αληθινός) ἐπίστευε (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).
Ὅτι βούλοισθε ἂν τὴν ἀρχήν, ἣν πρότερον ἐκέκτησθε, ἀναλαβεῖν πάντες ἐπιστάμεθα (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Σχεδὸν ἐγίγνωσκον ὅτι εἴη που πλησίον τὸ στράτευμα τῶν πολεμίων (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Εισάγονται με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή (= μήπως), όταν δηλώνεται φόβος μήπως συμβεί κάτι ανεπιθύμητο, και μὴ οὐ (= μήπως δεν), όταν δηλώνεται φόβος μήπως δε συμβεί κάτι επιθυμητό.
π.χ. Ὀκνῶ (= φοβάμαι) μὴ μάταιος ἡμῖν ἡ στρατεία γένηται.
Δέδοικα μὴ οὐκ ἔχω ταύτην τὴν σοφίαν.
Εξαρτώνται από ρήματα που δείχνουν φόβο, δισταγμό ή μέριμνα.
Εκφέρονται με: υποτακτική (κυρίως), με οριστική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου).
π.χ. Φοβοῦμαι μὴ ἡττηθῶμεν (υποτακτική, ενδεχόμενος φόβος).
Νῦν δὲ φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν (= μήπως έχουμε αποτύχει και στα δύο), (οριστική, γιατί ο φόβος είναι πραγματικός).
Οἱ δὲ πολέμιοι δείσαντες (= επειδή φοβήθηκαν) μὴ ἁλοῖεν (= συλληφθούν) ἐτράποντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Είναι, κυρίως, ερωτήσεις που μας μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Διακρίνονται σε ολικής άγνοιας, στις οποίες η απάντηση είναι «ναι» ή «όχι» και μερικής άγνοιας, με τις οποίες ζητάει κανείς μια ειδικότερη λεπτομέρεια (π.χ. ποιος, πού, γιατί, πόσο).
Εισάγονται με ερωτηματικές και αναφορικές αντωνυμίες και με τα αντίστοιχα επιρρήματα, όταν είναι μερικής άγνοιας, και με το ερωτηματικό μόριο εἰ, όταν είναι ολικής αγνοίας.
π.χ. Ἐπισκεψώμεθα (= ας εξετάσουμε) εἰ ὁ ἄριστος εὐδαιμονέστατος καὶ ὁ κάκιστος ἀθλιώτατός ἐστιν (πλ. ερωτηματική πρόταση ολικής άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό μόριο εἰ).
Σκέψασθε πῶς ἐπὶ τῶν προγόνων ταῦτα εἶχε (πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής άγνοιας, εισαγωγή με το ερωτηματικό επίρρημα πῶς).
Ἐπιμηθεὺς ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο (= δεν ήξερε τι να κάνει, πλ. ερωτηματική πρόταση μερικής άγνοιας, εισαγωγή με την αναφορική αντωνυμία ὅ,τι).
Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν: ρωτώ, απορώ, γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω, δείχνω, φροντίζω, προσπαθώ, λέω, δηλώνω κ.ά.
Εκφέρονται με: οριστική, υποτακτική (απορηματική*), δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήματα ιστορικού χρόνου).
π.χ. Ἀπορῶ εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (υποτακτική που δηλώνει απορία).
Ἤροντο εἰ τύχοιεν ἂν (= ρώτησαν αν θα μπορούσαν να κάνουν) εἰρήνης (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Ἐπεὶ δὲ ἦν πρὸς τοῖς ἀγγέλοις, ἀνηρώτα τί βούλοιντο (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι αναφορικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται στη θέση ουσιαστικού, επιθέτου ή αντωνυμίας και λειτουργούν ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός (ομοιόπτωτος ή ετερόπτωτος).
π.χ. Κῦρος δὲ ἔχων οὓς εἴρηκα, ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων (η αναφορική πρόταση οὓς εἴρηκα είναι αντικείμενο στη μετοχή ἔχων της κύριας πρότασης).
Ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ (η αναφορική πρόταση ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός στο υποκείμενο της κύριας πρότασης ὀφθαλμός).
Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες.
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική, δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική.
π.χ. Οὗτός ἐστιν ὃς ἀπέκτεινε τοὺς στρατηγούς (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Εἰς καλὸν ἡμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς ζητήσεως (= πάνω στην ώρα ήρθε και κάθισε κοντά μας αυτός εδώ ο Άνυτος, τον οποίο ας κάνουμε σύντροφο στην αναζήτησή μας) (υποτακτική που δηλώνει προτροπή).
Προυφάνης (= φανερώθηκες) δὲ φιλτάτην ἔχων πρόσοψιν, ἧς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἐν κακοῖς λαθοίμην (= ούτε στις συμφορές δε θα μπορούσα να ξεχάσω).
Ἦλθε τὸ ναυτικὸν τὸ τῶν βαρβάρων, ὃ τίς οὐκ ἂν ἰδὼν ἐφοβήθη; (δυν. οριστική, περιεχόμενο αντίθετο του πραγματικού).
*Θυμηθείτε: απορηματική είναι η υποτακτική που χρησιμοποιείται κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις, πλάγιες ή ευθείες, και δηλώνει απορία· μεταφράζεται: να + ρήμα.
π.χ. Οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαι (= Δεν ξέρω τι να απαντήσω).
Καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται.
Απόστολος Παῦλος, Πρὸς Τιμόθεον Α΄1.8