ραψωδία Ζ 369 - 529 Ο Έκτορας στην Τροία |
|
![]() |
---|---|
Ο μικρός Εκτορίδης
(Ζ 399-403) |
|
Εικόνα 15. Ο Έκτορας αποχαιρετά την Ανδρομάχη. Χαλκιδικός κρατήρας του 540/530 π.Χ. Μουσείο Würzbοurg Γερμανία (αντίγραφο). |
Ο Έκτορας στο παλάτι του | Αυτά είπε· κι εκίνησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ. Και εις το λαμπρό του μέγαρο δεν άργησε να φθάσει. Αλλ' όμως την λευκόχερην δεν ηύρεν Ανδρομάχην· εκείνη με το βρέφος της και την καλήν βυζάστραν άνω στον πύργον έστεκε να οδύρεται, να κλαίει· και αφού μέσα δεν εύρηκε την άψογην συμβίαν, εις το κατώφλι εστάθηκε και προς τες κόρες είπε: «Ω κόρες, την αλήθειαν ειπείτε μου να μάθω· εδώθεν η λευκόχερη πού εβγήκεν Ανδρομάχη; Να εύρει συννυφάδα της ή ανδράδελφην επήγεν, ή στον ναόν της Αθηνάς όπου κι οι άλλες είναι δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν;» Τότε σ' αυτόν απάντησεν η έξυπνη οικονόμα: «Ω Έκτορ, την αλήθειαν θα ειπώ, καθώς προστάζεις· δεν πήγε εις συννυφάδα της ή ανδράδελφην καθόλου ή στον ναόν της Αθηνάς, όπου κι οι άλλες είναι δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν· αλλά στον πύργον έτρεξε της πόλεως, άμ' ακούσθη νίκη τρανή των Αχαιών και συντριμμός των Τρώων· και ως φρενιασμένη θα 'φθασε στα τείχη τώρα κείνη, κι έχει σιμά της η τροφός το βρέφος στην αγκάλη». |
370 375 380 385 |
Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία
|
Και ως τ' άκουσε επετάχθη ευθύς ο Έκτωρ απ' το δώμα πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που 'χε περάσει πρώτα κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν, στες Σκαιές πύλες· στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον, με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη, πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων. Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή 'ταν η συμβία που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της, οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της, τον Εκτορίδη, όμοιον και εύμορφον αστέρα· Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα. |
390 395 400 |
Λόγος της Ανδρομάχης | Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του ήσυχα· κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη εδάκρυσε και του 'λεγεν «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ' απομείνει, και πόνοι μόνον· έχασα πατέρα και μητέρα· τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων, την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ' όλην την λαμπρήν του αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα, κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες· ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου, κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη· όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων. Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσα στην Θήβην, δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του. Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη, την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου. Έκτορ, συ είσαι δι' εμέ πατέρας και μητέρα, συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου. Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα. Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού 'ναι η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος· τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι πρώτοι, οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι· ή το φανέρωσε σ' αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης ή τους κινεί μόν' η ψυχή σ' αυτό και τους διδάσκει». |
405 410 415 420 425 430 435 |
|
![]() |
Εικόνα 16. Έκτωρ και Ανδρομάχη. Πίνακας του Ν. Εγγονόπουλου, 1969. Συλλογή Ε. Εγγονοπούλου. |
Απάντηση του Έκτορα | Και προς αυτήν απάντησε ο λοφοσείστης Έκτωρ: «Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων, αν μ' έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην· ουδ' η καρδιά μου θέλει το, που μ' έμαθε να είμαι γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη· ότ' είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου· θα φθάσ' η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η αγία και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του. Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα, όσ' ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις, εις τ' Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη· απ' την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην· κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: "Ιδέτε την συμβίαν του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν". Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος του ανδρός εκείνου, οπού δεν ζει διά να σε ελευθερώσει. Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ' όνειδος ν' ακούσω, βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάσει ο τάφος». |
440
445 450 455 460 465 |
Ο Έκτορας με το γιο του | Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί
του· έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας· φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν· εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα· και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν και καταγής την έθεσεν, όπου λαμποκοπούσε. Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία, κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει, στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας, και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα». |
470 475 480 |
Ο αποχαιρετισμός | Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος το πήρε γελοκλαίοντας· την ελυπήθη εκείνος, εχάιδευσέ την κι έλεγε: «Αγαπητή, μη θέλεις τόσο δι' εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη δεν θα με στείλει άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάσει· και άνθρωπος άμα γεννηθεί, είτε γενναίος είναι είτε δειλός, δεν δύναται τη μοίρα ν' αποφύγει. Αλλ' άμε σπίτι, έχε στον νουν τα έργα τα δικά σου, την ηλακάτην, τ' αργαλειό, και πρόσταζε τες κόρες να εργάζονται· στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος». Είπε και πάλι εφόρεσε την περικεφαλαίαν. Και προς το σπίτι εκίνησεν η αγαπητή γυνή του κι εσυχνογύριζε να ιδεί με μάτια δακρυσμένα. Εις του ανδροφόνου Έκτορος την υψηλήν οικίαν έφθασε κι εύρηκε εκεί των γυναικών το πλήθος κι απ' την ψυχήν τους έκαμεν ο θρήνος ν' αναβρύσει. Και ζωντανόν τον Έκτορα στο σπίτι του εθρηνούσαν, θαρρώντας που απ' τον πόλεμον κι απ' τ' ανδρειωμένα χέρια των Αχαιών δεν θα σωθεί και δεν θα γύρει πλέον. |
485 490 495 500 |
Εικόνα 17. Ο Έκτορας και ο Πάρης αποχαιρετούν τις γυναίκες τους πριν ξεκινήσουν για τη μάχη. |
![]() |
Ο Έκτορας επιστρέφει μαζί με τον Πάρη στη μάχη |
Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις· εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του, την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης· και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος, βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα, να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος· την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει, και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του, ομοίως απ' την Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα και στ' άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος. Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψει απ' όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε. Και πρώτος ο θεόμορφος Αλέξανδρος του είπε: «Έγκαιρα δεν επρόφθασα, καθώς έχεις προστάξει, ω σεβαστέ μου· σε κρατώ και συ πολύ σπουδάζεις». Και προς αυτόν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ: «Γλυκέ μου, αν είναι δίκαιος, κανείς δεν θα σε ψέγει στα έργα τα πολεμικά και ανδρειωμένος είσαι· το θέλεις και οκνηρεύεσαι, και μέσα μου λυπούμαι, όταν πολλούς ονειδισμούς ενάντια σου προφέρουν οι Τρώες που εξαιτίας σου βαρύν έχουν αγώνα. Ας πάμε και θα διορθωθούν τούτ' αν θελήσει ο Δίας να στήσομεν στα σπίτια μας ελεύθερον κρατήρα, προσφοράν όλων των θεών μεγάλων, αιωνίων, άμ' απ' την Τροίαν διώξομεν των Αχαιών τα πλήθη». |
505 510 515 520 525 |
στ. 369 λοφοσείστης:
επίθετο που χαρακτηρίζει την ορμή του πολεμιστή Έκτορα: αυτός που,
καθώς ρίχνεται ακάθεκτος στη μάχη, σείει τη φούντα της περικεφαλαίας του
(βλ. και σχόλ. στ. Ζ 469).
|
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ | |
|
|
|
|
(Ευριπίδης, Τρωάδες, στ. 719-731, μτφρ. Θρ. Σταύρου, εκδ. Εστίας, Αθήνα 1972) |
|
|
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ |
1.
Όπως μάθαμε σε προηγούμενο μάθημα (σελ. 65), κριτήρια προσδιορισμού μιας
«σκηνής» είναι η αλλαγή α) τόπου, β) προσώπων ή γ) τόπου και προσώπων.
Με τη βοήθεια αυτών των στοιχείων να μελετήσετε την ενότητα και: α) Να τη χωρίσετε σε σκηνές δίνοντας έναν τίτλο σε καθεμιά. β)
Να προσδιορίσετε το χώρο (σκηνικό), όπου εκτυλίσσεται κάθε σκηνή, και
τα πρόσωπα που διαλέγονται σ' αυτήν. Ποια πρόσωπα παρευρίσκονται χωρίς
να παίρνουν το λόγο («βουβά πρόσωπα»); Θεωρείτε την παρουσία τους
απαραίτητη ή όχι, και γιατί; |
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ - ΣΧΕΔΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ |
Αφού χωριστείτε σε δύο ομάδες, να επεξεργαστείτε τα εξής θέματα, λαμβάνοντας υπόψη σας τις πληροφορίες που μας παρέχει η ενότητα: α) Άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία (οικογενειακές σχέσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ρόλοι, αξίες, όρια δράσης κτλ.). β) Άτομο και κοινότητα (θέση και ρόλοι, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανταπόδοση εκ μέρους της κοινότητας, ρόλος της κοινής γνώμης στην ιδιωτική ζωή κτλ.). Και στις δύο περιπτώσεις να προχωρήσετε σε συγκρίσεις με τη σημερινή κοινωνία και να επισημάνετε ομοιότητες και διαφορές. [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Θεσμοί, Σύστημα, Κοινωνική Οργάνωση, Περιβάλλον] |