5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ένα κρίσιμο πρόβλημα, που παίρνει τη θέση της έννοιας της «φτώχειας» η οποία κυριάρχησε σε πολλές χώρες ήδη από τον περασμένο αιώνα. Αν όμως το πρόβλημα της φτώχειας αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα ως θέμα που αφορούσε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού -τις αποκαλούμενες «νησίδες υστέρησης»-, σήμερα αποκτά γενικότερο χαρακτήρα. Όχι μόνο γιατί περιλαμβάνει ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, αλλά κυρίως διότι το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχει μόνο οικονομικό περιεχόμενο αλλά ταυτόχρονα -και ιδίως- κοινωνικό και πολιτιστικό. Η διόγκωση της ανεργίας στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (20.000.000 είναι οι άνεργοι το 1999 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η φτώχεια και η ανέχεια, που χαρακτηρίζουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η κατάσταση των αστέγων, η πλημμελής αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων και των ξένων -ή ακόμη και η ολοκληρωτική απόρριψή τους-, η έξαρση των ρατσιστικών και εθνικιστικών τάσεων, τα τραγικά θύματα των πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια διαμορφώνουν ένα θλιβερό σκηνικό στην είσοδο του 21ου αιώνα. Εδραιώνεται και διευρύνεται μια νέα τάξη απόκληρων στις αναπτυγμένες χώρες που διαφέρει
|
από τις προηγούμενες εποχές και θέτει σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα της απόλυτης οικονομικής ευημερίας. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης, που σημαίνει να έχουν εξασφαλισμένη εργασία όσοι το επιθυμούν, έχει πια εγκαταλειφθεί από τα προγράμματα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η «κοινωνία της εργασίας» δίνει τη θέση της στην «κοινωνία της απασχόλησης», όπου υψηλά ποσοστά ανεργίας συνυπάρχουν με τις μορφές μερικής απασχόλησης, την αμοιβή «με το κομμάτι», τον ορισμένο χρόνο εργασίας. Η ανεργία -και η κοινωνική περιθωριοποίηση που την ακολουθεί- συνοδεύεται συχνά από παράπλευρα φαινόμενα όπως είναι η επαγγελματική ή η σχολική αποτυχία, οι οικογενειακές εντάσεις και ρήξεις. Αυτά τα φαινόμενα δεν αφορούν μόνο τα χαμηλά οικομικά στρώματα αλλά επεκτείνονται εντυπωσιακά στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η μετατόπιση από παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας (αγροτική παραγωγή, βιομηχανική-εργοστασιακή παραγωγική δομή) στους τομείς των υπηρεσιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της πληροφορίας, της επικοινωνίας, διαμορφώνουν ένα νέο «χάρτη» επαγγελμάτων. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που χάνουν την εργασία τους είναι πολύ δύσκολο να ασκήσουν ένα νέο επάγγελμα. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις γυναίκες και τους νέους, που αποτελούν πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» για την αγορά εργασίας. |
Το πλέον σημαντικό όμως πρόβλημα είναι ότι οι θέσεις εργασίας μειώνονται συνεχώς στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά και μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, το ανεπαρκές εισόδημα. Εκτός από το βασικό αυτό κριτήριο, ο κοινωνικός αποκλεισμός αφορά και περιλαμβάνει τη στέρηση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέγαση, εκπαίδευση). Το περιεχόμενο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού εκτείνεται πέρα από το πεδίο της οικονομικής ανέχειας και περιλαμβάνει το πολιτικό επίπεδο -δηλαδή την απουσία ή το έλλειμμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων-, αλλά και το κοινωνικό και το πολιτισμικό επίπεδο, αφού ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε καταστάσεις απομόνωσης, αποξένωσης και περιθωριοποίησης σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, η ανάλυση, κατανόηση και εξήγηση του οποίου απαιτεί πολύπλευρη επιστημονική προσέγγιση. Οι οικονομικές αναλύσεις οφείλουν να συνδεθούν με κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και με εκτιμήσεις των ψυχολογικών επιπτώσεων που υπάρχουν στα άτομα και στις κοινωνικά αποκλειόμενες πληθυσμιακές ομάδες. Παράλληλα, η κατοχύρωση ή μη των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις ομάδες αυτές αποτελεί βασικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε τη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία και τους θεσμούς της και να δώσουμε ένα σύγχρονο περιεχόμενο στην έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο βαθμός τον πραγματικού αποκλεισμού συνίσταται στην πλήρη ρήξη κοινωνικών δεσμών, και μάλιστα δεσμών που συνδέονται με την απασχόληση, με την οικογένεια και με την κατοικία. Τα άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση αυτή χαρακτηρίζονται από την απάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία που τα περιβάλλει και την αδιαφορία (όχι την άρνηση: την αδιαφορία) για οποιαδήποτε προσπάθεια επανένταξής τους στην κοινωνία αυτή. Είναι αυτοί που δε μετέχουν στα κοινωνικά πράγματα και στη διαμόρφωση της προοπτικής τους, που αδιαφορούν, που δε διαθέτουν αντοχές, που δεν ελπίζουν σε τίποτα, αλλά φοβούνται τα πάντα. Αυτή η αδιαφορία, η παραίτηση, είναι χαρακτηριστικό τον κοινωνικά αποκλεισμένου. Τα χαρακτηριστικά που συνήθως αναφέρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό (η φτώχεια, η ανεργία, η ετερότητα, κτλ.) είναι κοινωνικά χαρακτηριστικά που οδηγούν (ή, καλύτερα, που μπορεί να οδηγήσουν) στον αποκλεισμό. Δεν είναι χαρακτηριστικό των αποκλεισμένων ως αποκλεισμένων. Είναι χαρακτηριστικά εκείνων που κινδυνεύουν να εισέλθουν στη διαδικασία αποκλεισμού, που έχουν αυξημένες πιθανότητες να βιώσουν κάποιo βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού. |
Με δεδομένη την καίρια σημασία της ανθεκτικότητας των κοινωνικών σχέσεων ως αναχώματος κατά τον αποκλεισμού, έχουν προταθεί τρία μοντέλα κοινωνιών: 1. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Νότου, που χαρακτηρίζονται από τη διατήρηση δομών οι οποίες εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή -χωρών με πληθυσμούς που τους χαρακτηρίζει έντονη θρησκευτικότητα, ισχυρά οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα, δυνατότητα ανάπτυξης προσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της κοινότητας και της εργασίας, 2. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Βορρά, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ισχυρών δομών συλλογικής διαμεσολάβησης και, κυρίως, ισχυρό συνδικαλισμό, 3. εκείνο της Μεγάλης Βρετανίας (αλλά και των Η ΠΑ), όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική οδήγησε στην ελαστικότητα της απασχόλησης και στην προσωρινότητα των κοινωνικών σχέσεων - και, όπου, κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο το κράτος υποθάλπει τον αποκλεισμό, καθώς αντικαθιστά τα προγράμματα ένταξης της δεκαετίας τον 1960 με πολιτικές που στην ουσία αποκλείουν εκείνους που δεν είναι ενταγμένοι, που δεν εξασφαλίζουν την επιβίωση τους. Οι πολιτικές αυτές εκφράστηκαν με τον όρο «κοινωνία των 2/3» (όπου το 1/3 είναι αποκλεισμένο) - όρος που κυριάρχησε και χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός», προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση σε μια ήδη συγκεχυμένη κατάσταση.
Κοινωνικός αποκλεισμός και εκπαίδευση
Παιδιά και νέοι που αποκλείονται από την εκπαίδευση στη χώρα μας προέρχονται, σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90%, από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και επαγγελματικό επίπεδο, ανήκουν δηλαδή σε ομάδες φτωχών. Ενώ αυτό το γεγονός είναι γνωστό, η λεπτομερής χαρτογράφηση τον αποκλεισμού τους γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Η σχετική αδράνεια που παρατηρείται οφείλεται στο γεγονός ότι «κανονικά» δεν επιτρέπεται να υπάρχει τέτοιο φαινόμενο, άρα δεν αιτιολογείται και η ύπαρξη χάρτη εκπαιδευτικού αποκλεισμού. Έτσι, επίσημα, ο αποκλεισμός αποσιωπάται και η διαρροή μαθητικού δυναμικού παρουσιάζεται περιορισμένη και αποδίδεται συνήθως στις ιδιαίτερες συμπεριφορές και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ομάδων που αποκλείονται ή στην προσωπική συμπεριφορά ορισμένων γονέων. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση αυτή - ο αποκλεισμός έχει κινήσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε μια μερίδα της κοινωνίας, κυρίως γιατί τα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο έχουν γίνει «ορατά». Δηλαδή |
εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας σε όλους τους χώρους κοινωνικής συναναστροφής. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, ο αποκλεισμός αποτελεί το αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο διάφορων προγραμμάτων, κυρίως επειδή η αντίστοιχη ενασχόληση χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, παρ' όλο το ενδιαφέρον που έχει σημειωθεί για την καταγραφή τον αποκλεισμού και παρά τη δημοσιοποίηση τον μεγάλου αριθμού των θυμάτων τον, η καταγραφή τον αποκλεισμού έχει συχνά δημοσιογραφικό χαρακτήρα, η δημοσιοποίησή του παίρνει πολλές φορές μορφή ευκαιριακής καταγγελίας, ενώ οι αιτίες του εμφανίζονται πολύ συχνά σαν «μαύρο κουτί», αφήνοντας να φαντάζεται κανείς ως αιτίες γενικότητες όπως «το πολιτικό σύστημα» ή/και «η κοινωνία». Συχνά ο κοινωνικός αποκλεισμός κατονομάζεται χωρίς να κατονομάζονται θύτες και μερικές φορές μάλιστα τα ίδια τα θύματα τον κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται να είναι οι θύτες. Στο παραπάνω πλαίσιο, συχνά λησμονείται ότι το σχολείο μπορεί από τη φύση τον να λειτουργείας παράγοντας κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης παιδιών ειδικών ομάδων και μειονοτήτων, αλλά πολύ συχνότερα λειτουργεί ως ισχυρός μηχανισμός κοινωνικού αποκλεισμού. Ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση εμφανίζεται σε τρεις φάσεις: 1. Παιδιά ειδικών ομάδων μένουν από την αρχή εκτός σχολείου. 2. Παιδιά ειδικών ομάδων περιθωριοποιούνται μέσα στο σχολείο και, ως συνέπεια αυτού τον γεγονότος, οδηγούνται στη σχολική αποτυχία και, πολύ συχνά, στην οριστική διακοπή της φοίτησής τους. Η περιθωριοποίηση μπορεί να εμφανιστεί από την αρχή της σχολικής τους ζωής ή αργότερα στη διάρκεια της φοίτησής τους ή στη μετάβαση τους από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη. 3. Παιδιά ειδικών ομάδων δεν καταφέρνουν παρά μόνο σε πολύ χαμηλό ποσοστό να περάσουν με επιτυχία ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας -δηλαδή θεωρητικά ανοιχτής σε όλους τους ανθρώπους- εκπαίδευσης. 5.2.2. Ανεργία Το φαινόμενο της ανεργίας τείνει να προσλάβει τη μορφή μάστιγας στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες. Η εργασία δεν αποτελεί μόνο ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα που προσφέρει στο άτομο την οικονομική του διασφάλιση. Όπως επισημαίνει ο Μπέβεριτζ το 1944, το άτομο που μπορεί να |
διαθέσει την εργασία του αισθάνεται -και θεωρείται από τους άλλους- ότι είναι άχρηστο. Η απώλεια της θέσης εργασίας ή η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας δε σημαίνει μόνο απώλεια ενός μισθού. Στην ουσία σημαίνει απώλεια της ψυχολογικής ασφάλειας, της κοινωνικής αποδοχής, της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου, γιατί η εργασία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς. Το 1999 το μέσο ποσοστό ανεργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβαίνει το 12% και φτάνει στα 20.000.000 ανέργους. Από αυτούς το 25% παραμένουν επί μεγάλο διάστημα άνεργοι και είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρούν εργασία και κοινωνική ασφάλιση. Το άλλο 25% είναι νέοι άνεργοι κάτω των 25 χρόνων, ένα τμήμα των οποίων επιδοτείται προσωρινά και ζει με πλήρη αβεβαιότητα για το επαγγελματικό του μέλλον. Όμως και η προοπτική του υπόλοιπου 50% δεν είναι καθόλου ευνοϊκή. Οι τάσεις που διαμορφώνονται ιστορικά οδηγούν σε μείωση των επιδομάτων και των
|
υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνίας, ασφάλειες, τράπεζες, υπηρεσίες υγιεινής, εκπαίδευσης, κτλ.) αυξάνεται, σε μικρότερο όμως βαθμό. Η σταδιακή επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών απέναντι στον παραδοσιακό βιομηχανικό τομέα διαμορφώνει μια «κοινωνία υπηρεσιών» και ένα νέο τύπο πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της πληροφορικής, της επικοινωνίας, της αυτοματοποίησης. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες, που συνδέονται με τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη ευφυΐα, αποβαίνουν οι νέες πηγές του πλούτου. Η ραγδαία αυτή εξέλιξη απαιτεί την ταχεία αντικατάσταση των μηχανών και των τεχνικών «εργαλείων» της εργασίας και της παραγωγής. Η διά βίου εκπαίδευση και η συνεχής προσαρμογή είναι απαραίτητες, αφού ο κάθε εργαζόμενος είναι βέβαιο ότι θα χειριστεί πολλές γενιές υλικού (για παράδειγμα, υπολογιστές) στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, και μάλιστα είναι πιθανό να αλλάξει και επάγγελμα πάνω από δύο φορές. Στις συνθήκες του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, η εργασία και η απασχόληση χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη αστάθεια. Η ανταγωνιστικότητα αυτή επιβάλλει -σύμφωνα με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις- την υποκατάσταση των σταθερών μορφών της μόνιμης μισθωτής εργασίας με άλλες «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης. Διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο ένα καθεστώς διαίρεσης και πόλωσης στο εσωτερικό της κοινωνίας ανάμεσα σε τρεις βασικές ομάδες: α) σ'αυτούς που έχουν σταθερή και διασφαλισμένη εργασία, η οποία τους παρέχει ασφάλεια ως προς την απασχόληση και το εισόδημα, που κατοχυρώνουν μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις τους μισθούς τους και διαθέτουν συνδικαλιστική κάλυψη (insiders, οι εντός των «τειχών» του συστήματος της εργασίας), β) σ' εκείνους που έχουν μερική απασχόληση και δεν έχουν τα οικονομικά και κοινωνικά ευεργετήματα όσων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, και ακόμη σ' εκείνους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες είναι ευαίσθητες στην κρίση. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν, επίσης, οι εποχικοί ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου εργαζόμενοι, γ) τους αποκλεισμένους από την εργασία, τους οποίους η κρίση οδηγεί, είτε μακροχρόνια είτε οριστικά, στο περιθώριο. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για ηλικιωμένους ή εργαζομένους σε τομείς της οικονομίας που παρακμάζουν ή για νέους που ζητούν για πρώτη φορά εργασία. Γι' αυτούς υπάρχουν πολιτικές επιδοτούμενης κατάρτισης ή περιοδικής απασχόλησης που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίησή τους (outsiders, οι εκτός των «τειχών»). * * * |
Από την πλευρά των κοινωνικών και των οικονομικών επιστημών, έχει ιδιαίτερη σημασία η θεωρητική βάση με την οποία αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της ανεργίας από σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις. 1) Η νεοκλασική θεωρία για την αγορά εργασίας βασίζεται στην ανάλυση σε μικρο-επίπεδο. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικρο-οικονομικής θεωρίας και αναλύει το πώς καθορίζεται η ισορροπία μεταξύ του μισθού και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η ανεργία θεωρείται από τη νεοκλασική αντίληψη εκούσια. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο δε δέχεται να εργαστεί με το μισθό που του προσφέρουν, είτε γιατί ισχύουν οι μισθοί των εθνικών συλλογικών συμβάσεων είτε γιατί το άτομο προσδοκά μια καλύτερη δουλειά και προτιμά να μείνει άνεργο. Η λύση θα προκύψει, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, εφ' όσov διαμορφωθούν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα επιτρέψουν, τελικά, την εξάλειψη της ανεργίας. Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι να επικρατήσει ένα καθεστώς ευελιξίας, δηλαδή αυξομείωσης τόσο τού μισθού όσο και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας (αμοιβές-ώρες εργασίας). Παράλληλα, η πολιτική της εκπαίδευσης-κατάρτισης διευκολύνει την κινητικότητα του ατόμου, είτε γεωγραφικά είτε κατά κλάδο εργασίας, ώστε να μπορούν τα άτομα να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας. 2) Θεωρία της ρύθμισης: Υπάρχουν όμως και αντίθετες θεωρητικές προσεγγίσεις, που αμφισβητούν τις παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Σύμφωνα με τις θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις, παρότι τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί ή έχει καθηλωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, το γεγονός αυτό δεν οδήγησε σε πτώση αλλά αντίθετα σε αύξηση της ανεργίας. Ενώ μειώνεται το εισόδημα από την εργασία, αυξάνονται εντυπωσιακά τα κέρδη του επενδυμένου κεφαλαίου, με συνέπεια την επιδείνωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων και την αναζήτηση μιας δεύτερης απασχόλησης. Τα κέρδη και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτούνται από το χαμηλό κόστος εργασίας. Αντίθετα, συνδέονται κυρίως με τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η παραγωγή και η διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας, η ενσωματωμένη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πνευματική εργασία. |
![]() |
Συνεπώς, απαιτούνται νέοι θεσμοί και νέες επιλογές, ώστε το κόστος που προκύπτει από την αναδιοργάνωση της παραγωγής να μη βαρύνει αποκλειστικά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, αλλά να κατανέμεται δίκαια. Στη σύγχρονη κοινωνία -μια κοινωνία της γνώσης και της συνεχούς μάθησης-, η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων πρέπει να συνδεθεί με αποτελεσματικούς μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσα από νέες επενδύσεις σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς. ![]() |
Εργασία - Ανεργία - Ταυτότητα
Η αποσταθεροποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας απειλεί να ανατρέψει τη διαδικασία ένταξης, τον ομοιόμορφο τρόπο ζωής και την επέκταση της πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, διαδικασία που ωστόσο έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Η θέση του χρήματος και του οικονομικού παράγοντα στα σύγχρονα κράτη έχει αλλάξει σε βάθος. Πράγματι, το χρήμα συγκεκριμενοποιεί την κοινωνική αυτονομία των ατόμων, μόνο όμως η εργασία έχει τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις της. Η εμπειρία κάποιου που πρόσφατα βγήκε στην ανεργία ή του νέου που ταλαιπωρείται με ασήμαντες δουλειές και πρόσκαιρες συμβάσεις συνοψίζεται στο ότι δεν έχει άλλο συνομιλητή ή συνέταιρο εκτός από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η ταυτότητά του περιορίζεται στην ιδιότητά του ως ανέργου ή προσωρινά απασχολούμενου. Η ιδιότητα τον πολίτη δεν του προσφέρει καμιά βοήθεια και δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει. Η έλλειψη κοινωνικοποίησης μέσα από την εργασία επιφέρει πλήγματα τόσο στο δεσμό μεταξύ των πολιτών όσο και στους πολιτικούς δεσμούς, δεσμούς που είχαν τόσο έντονα υπογραμμιστεί από την επικύρωση του δικαιώματος στην εργασία, όπως αυτό διατυπώνεται στο προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος τον 1946. Στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας, η ιδιότητα του εργαζομένου είναι κάτι παραπάνω από κοινωνική ιδιότητα: Αποτελεί διάσταση, σχεδόν, της πολιτικής υπόστασης - οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι απόντες του δημόσιον βίου. Βέβαια, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την εργασία από το εισόδημα, η εργασία όμως δεν είναι πλέον μόνο εισόδημα. Χαρακτηρίζει τον τρόπο συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Στο ερώτημα «ποιος είναι ο τάδε»; η συνηθισμένη αυθόρμητη απάντηση δεν είναι ποτέ «ένας σωστός άνθρωπος» ή «ένα γενναιόδωρο άτομο», δεν είναι καν «πλούσιος» ή «φτωχός». Η συνηθισμένη απάντηση είναι «εργάτης», «υπάλληλος», «δικηγόρος», κτλ. Το επάγγελμα καθορίζει την ταυτότητα. Τα ερωτήματα «ποιος είναι;», «τι κάνει;» μεταφράζονται αυτόματα με το «τι δουλειά κάνει;» Εργασία, έθνος και κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένα στον πολιτισμό μας. Το θέμα δεν είναι να αποκλείσουμε από την ανακατανομή αυτούς που δεν μπορούν να εργαστούν, αλλά να επιτρέψουμε σε όλους την πρόσβαση σ αυτό που αποτελεί την ουσία της ταυτότητας, γεγονός πον προϋποθέτει, ομοίως, ανασύσταση της κοινωνικής ταυτότητας. |
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα-ρατσισμός Η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, που συνοδεύτηκε από σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση στις χώρες αυτές, προκάλεσε ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μεταναστευτικό αυτό κύμα συμπληρώνεται από ένα δεύτερο «κύμα», που οφείλεται όχι μόνο σε κοινωνικοοικονομικούς λόγους, αλλά και σε σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή, ακόμη, σε εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονται σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Εκτιμήσεις έγκυρων διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στις αρχές του 21ου αιώνα οι μετανάστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπερβούν τα 13.000.000 άτομα, αριθμός που προσεγγίζει το 10% των εργασιακά απασχολουμένων στις χώρες αυτές. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αυτός αριθμός μεταναστών περιλαμβάνει 4.000.000 από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, 3.500.000 από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, 2.500.000 από τη Βόρεια Αφρική, 2.000.000 από την υπόλοιπη Αφρική και 1.000.000 από την Ασία (Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών της Γαλλίας). Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο, αλλά συνοδεύει την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών. Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά στηρίχτηκε στην προσέλκυση φθηνού εργατικού δυναμικού από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και από
|
Στη σύγχρονη περίοδο η χώρα μας μεταβάλλεται από «εξαγωγέας» μεταναστών σε αποδέκτη ενός μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, που προέρχεται κυρίως από τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και της πρώην ΕΣΣΔ, το οποίο στο τέλος της δεκαετίας του 1990 προσέγγιζε τον αριθμό των 800.000 μεταναστών. * * * Οι προσπάθειες να ενταχθούν οι μετανάστες στον κοινωνικό ιστό των χωρών υποδοχής και να ενσωματωθούν στο εγχώριο παραγωγικό δυναμικό αποτελεί ένα κρίσιμο και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και καθοριστικά με την ικανότητα μιας εθνικής κοινωνίας να μπορεί να ενσωματώνει τις επιμέρους μειονότητες στα πλαίσια μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και ενός κοινού πολιτισμικού πλαισίου. Όταν οι μειονότητες μπορούν να ενσωματωθούν στους θεσμούς και στους κανόνες αυτού του πλαισίου, τότε παρατηρείται το φαινόμενο της προσαρμογής των μειονοτήτων στον πολιτισμό της χώρας αποδοχής (acculturation). Όταν όμως το περιεχόμενο της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας δεν επιτρέπει αυτή την ενσωμάτωση και τη συνύπαρξη, τότε αναδεικνύονται φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα φαινόμενα της ξενοφοβίας αποδίδονται στην αύξηση της ανεργίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού, αιτία της οποίας θεωρείται η παρουσία των οικονομικών μεταναστών, που καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοιβές. * * * Ασφαλώς τα οικονομικά και τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στη μετανάστευση είναι πολύ ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς διαμορφώνει στο εσωτερικό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζώνες «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας που συνδέονται με τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Σ' αυτές τις ζώνες «ελεύθερης εργασίας» αναπτύσσονται νέες κατηγορίες εργασίας, όπως η παράνομη, η συμπληρωματική, η οικιακή-προσωπική, η εποχιακή. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, τόσο οι μισθοί όσο και οι προνοιακές παροχές διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, διαπιστώνεται αύξηση συμμετοχής του μεταναστευτικού δυναμικού. Αυτού του τύπου η «περιθωριοποιημένη» εργασία διαμορφώνει σταδιακά μια ευρύτερη αγορά εργασίας ενός, αντίστοιχα, περιθωριοποιημένου -μεταναστευτικού- δυναμικού, η οποία συνοδεύεται από την απουσία σωματείων και συνδικαλιστικών οργάνων ελέγχου, αλλά και θεσμών κοινωνικής πρόνοιας. * * * |
Η αδυναμία ένταξης των μεταναστών -και ιδιαίτερα των λαθρομεταναστών στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής οδηγεί στην αδυναμία προσαρμογής των μεταναστών και στην υποβάθμιση των περιοχών εγκατάστασής τους. Η έλλειψη προσαρμοστικότητας δεν οφείλεται μόνο στα διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία κάθε εθνικής κοινότητας (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, τρόπος ζωής), αλλά και στο φόβο αντιμετώπισης ρατσιστικού τύπου αντιδράσεων στην περίπτωση που βρίσκονται οι μετανάστες εκτός του «χώρου» τους. Η μαζική ανεργία που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη αποτέλεσε ένα βασικό κοινωνικοπολιτικό επιχείρημα που στράφηκε κατά των μεταναστών και εντάχθηκε στα πολιτικά προγράμματα ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων, που επιδιώκουν να ενσωματώσουν με τον τρόπο αυτό τον έρποντα ρατσισμό και την ξενοφοβία που αναπτύσσεται σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα (Γαλλία, Γερμανία, κτλ.). Οι πράξεις βίας, τα ρατσιστικά εγκλήματα, οι διωγμοί που καταγράφονται στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχουν ως κίνητρο το ρατσιστικό μίσος αποτελούν «στίγμα» για τον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. * * * Στις 18.12.1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με την υπ' αριθ. 47/135 απόφασή της, υπέγραψε τη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες». Το 1993, στη συνέχεια, εγκρίθηκε στη Βιέννη η Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η διακήρυξη αυτή, αφού αναφέρεται στα προβλήματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των φυλετικών διακρίσεων, καλεί όλες τις κυβερνήσεις να λάβουν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών. Σήμερα, εκτός από τις νομικές ρυθμίσεις που προωθούνται για την τυπική, τουλάχιστον, κατοχύρωση των διάφορων μειονοτήτων, συγκροτούνται κυβερνητικοί μηχανισμοί, κοινωνικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών που διαφωνούν με το ρατσισμό και το καθεστώς των διακρίσεων. Οι φορείς αυτοί λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθούν τις μειονοτικές ομάδες με πολλούς τρόπους, από την παροχή νομικής υποστήριξης μέχρι την υλική και ηθική βοήθεια και συμπαράσταση. Οι θετικές εξελίξεις σε θέματα πολιτικών ελευθεριών στην Ανατολική Ευρώπη για κάποιο διάστημα ακόμη ενδεχομένως να λειτουργήσουν κατευναστικά ως προς τις μεταναστευτικές διαθέσεις των πληθυσμών αυτών. Όμως, αν η επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας των χωρών αυτών συνεχιστεί, τότε θα πρέπει να αναμένεται τα προσεχή χρόνια έντονη μεταναστευτική ροή προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. |
Οι μετακινήσεις αυτές μπορούν να έχουν χαρακτήρα πρόσκαιρης μετανάστευσης (συνδυασμός τουρισμού και ολιγόμηνης παράνομης εργασίας), είναι όμως πιθανό να λάβουν χαρακτήρα μακρόχρονης μετανάστευσης. Η τελευταία αυτή υπόθεση ενισχύεται 1) από τη χρονική έκταση της οικονομικής αστάθειας των ανατολικών χωρών, 2) από τη διαφαινόμενη ανισορροπία που υπάρχει σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, παρόλο που υπάρχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό της Κοινότητας, το οποίο υποαπασχολείται ή ετεροαπασχολείται, και 3) από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζουν επίπεδο υψηλής κατάρτισης, ενώ παράλληλα φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν την εργασία τους έναντι χαμηλής αμοιβής. Έχει όμως ήδη επισημανθεί ότι η πλειονότητα των ήδη μη κοινοτικών απασχολουμένων στην ΕΟΚ προέρχεται από τις μεσογειακές χώρες. Οι μη κοινοτικές μεσογειακές χώρες, ιδιαίτερα δε οι βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες, χαρακτηρίζονται από μια δημογραφική αύξηση εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μεταξύ των ετών 1950-2025, ο ενεργός πληθυσμός της Μεσογειακής Αφρικής θα έχει αυξηθεί κατά 500% περίπου, ενώ ο αντίστοιχος της Κοινότητας κατά 20%. Ταυτόχρονα, στις βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες -που έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς διαύλους τροφοδοσίας με εργατικό δυναμικό προς την Κοινότητα- κάθε χρόνο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ της ζήτησης της εργασίας εκ μέρους των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και της ικανότητας των οικονομιών αυτών να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας που θα ανταποκρίνονται στη σχετική ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι, όσο λιγότερο θα απορροφάται το εργατικό δυναμικό στη νότια Μεσόγειο, τόσο πιο ισχυρές θα γίνονται οι μεταναστευτικές πιέσεις προς την Ευρώπη, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των εκρηκτικών δημογραφικών δεδομένων. Διαφαίνεται, επομένως, ορατή η πιθανότητα ο ευρωπαϊκός χώρος να καταστεί ένα πεδίο μεταναστευτικών πιέσεων τόσο από την πλευρά της Ανατολικής Ευρώπης όσο και από την πλευρά της νότιας ακτής της Μεσογείου. Αν, δε, θεωρήσουμε ότι οι κοινοτικές χώρες θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν, να ελέγξουν ή να μετριάσουν τις μεταναστευτικές αυτές (αναμενόμενες) πιέσεις, τότε κάποιοι θα κληθούν να πληρώσουν το τίμημα. Και αυτοί οι κάποιοι είναι προφανές ότι θα είναι οι ίδιοι οι μετανάστες. |
5.2.4. Βία στην κοινωνία Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα έντονα ανταγωνιστικό πεδίο σχέσεων. Ο ανταγωνισμός αυτός κυριαρχεί κατεξοχήν στο οικονομικό σύστημα, όμως παράλληλα επηρεάζει και καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις κοινωνικές σχέσεις και τις ατομικές συμπεριφορές. Η αποδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών και του κοινωνικού κράτους, η αβεβαιότητα που επικρατεί στον τομέα της εργασίας, η απουσία συλλογικών οραμάτων και στόχων δημιουργεί στο σύγχρονο άνθρωπο το αίσθημα της ανασφάλειας και της έντασης. Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί σ' όλα σχεδόν τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας (επαγγελματική σταδιοδρομία, οικονομική διασφάλιση, συμμετοχή στο σύγχρονο καταναλωτικό πρότυπο) οδηγεί τα άτομα σε εντάσεις και ρήξεις με το οικογενειακό ή το επαγγελματικό τους περιβάλλον. Τα φαινόμενα της ατομικής βίας, της επιθετικότητας, της ανομίας, της εγκληματικότητας πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα στις σύγχρονες κοινωνίες. Όμως το καθεστώς της ανασφάλειας, της βίας και της εγκληματικότητας συνδέεται με προβλήματα που ξεπερνούν τα όρια του κράτους-έθνους. Η διακίνηση όπλων μαζικής καταστροφής -που περιλαμβάνουν μάλιστα και πυρηνικά όπλα-, οι πολεμικές εντάσεις και συγκρούσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο, τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από την κατάρρευση των καθεστώτων του Ανατολικού
|
Συνασπισμού -και κυρίως από τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ- διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο έντασης στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα. Αυτό το πεδίο έντασης εκφράζεται μέσα από μορφές συλλογικής βίας, η οποία συνοδεύεται από την αναβίωση θρησκευτικών φανατισμών, από εθνικιστικές εξάρσεις, από την αύξηση των κρουσμάτων της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Η ραγδαία διάδοση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η αύξηση της εγκληματικότητας και ιδίως η διεθνοποίηση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος -που χρησιμοποιεί τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα- ολοκληρώνουν την εικόνα της βίας και της ανασφάλειας που συνδέονται με το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης. Το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, χαρακτηριστικό ατομικών πράξεων. Αντίθετα, αποκτά σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιεί ως «εργαλεία» τις σύγχρονες τεχνολογικές δομές. Το έγκλημα οργανώνεται πέρα από τα εθνικά σύνορα και επωφελείται από την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών. Οργανωμένα υπερεθνικά κυκλώματα διακινούν τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών και όπλων. Συγκροτημένες «μαφίες», με δομές ιδιωτικής επιχείρησης, ελέγχουν εκτεταμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών ή λαθρομεταναστών. Στη σημερινή Ρωσία οι μαφίες του εγκλήματος, της πορνείας και των ναρκωτικών ελέγχουν ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της χώρας. Εμφανίζεται, επίσης, ο τύπος των εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα που χρησιμοποιεί τη σύγχρονη υψηλή τεχνολογία. Οι ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες αλλά και τα παγκόσμια συστήματα πληροφοριών (Διαδίκτυο) αποβαίνουν κατάλληλα δίκτυα για την εκτέλεση των οικονομικού τύπου εγκλημάτων. * * * Η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης της βίας και του εγκλήματος όχι μόνο εξαιτίας των διαστάσεων που έχει προσλάβει το σύγχρονο έγκλημα, αλλά και λόγω της ίδιας της γεωγραφικής της θέσης. Η εμφάνιση μορφών οργανωμένου εγκλήματος αλλά και η ραγδαία και ανεξέλεγκτη αύξηση των λαθρομεταναστών και των οικονομικών μεταναστών δημιουργούν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στην ελληνική κοινωνία. Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών η ελληνική κοινωνία, που διακρίνεται για τις ανθρωπιστικές της αξίες, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη της, βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές εξελίξεις που απαιτούν μια πολύπλευρη αντιμετώπιση. Η κατανόηση της αιτίας των προβλημάτων αυτών και ο ειλικρινής διάλογος αποτελεί μια σημαντική κοινωνική πράξη για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της βίας. |
Από τη μία πλευρά προβάλλει το αίτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του σύγχρονου, επιστημονικά οργανωμένου, εγκλήματος και της κατοχύρωσης της ασφάλειας των πολιτών. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίτημα που απευθύνεται προς το πολιτικό-δικαιικό σύστημα και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους (νόμοι, αστυνομία, θεσμικό πλαίσιο). Από την άλλη πλευρά όμως, το πρόβλημα των λαθρομεταναστών, των οικονομικών μεταναστών, των πολιτικών προσφύγων είναι στην ουσία πρόβλημα ελεγχόμενης ενσωμάτωσης ενός τουλάχιστον τμήματος αυτών στην όλη οικονομικοκοινωνική δομή, στο σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας. Πρόκειται για μια ιστορικής μορφής διαδικασία που οφείλει να συμπορεύεται με την όλη προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να ενταχθεί ομαλά στις οικονομικοπολιτικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά την παγκοσμιότητα των εγκληματολογικών επιστημών, οι θεωρητικές αναλύσεις επηρεάζονται πολύ από το Εθνικό (Ποινικό) Δίκαιο και τις κοινωνικοπολιτιστικές αντιλήψεις, ενώ οι πρακτικές εξαρτώνται και από οικονομικούς, θεσμικούς, ακόμη και γραφειοκρατικούς παράγοντες. Η οποιαδήποτε σύγκλιση ή εναρμόνιση φαίνεται καταρχάς αδύνατη, εκτός αν μιλάμε για αριθμητική συσσώρευση δυνάμεων καταστολής. Δεν είναι βέβαια οι ευρωπαϊκές εγκληματολογικές-σωφρονιστικές στατιστικές ή η Euro-Pol (Ευρωπαϊκή Αστυνομία) που θα δώσουν λύση. Ούτε ο Βέλγος Ηρακλής Πουαρό θα συναντηθεί με τον Άγγλο Σέρλοκ Χολμς και με το Γάλλο επιθεωρητή Μεγκρέ για να εξηγήσουν από κοινού το μυστήριο του εγκλήματος της οδού Μόργκαν. Η αντεγκληματική πολιτική -με την ευρεία έννοια- περιλαμβάνει την εκπαίδευση, τη θεραπεία, την καταστολή, αλλά και την πειθώ. Φοβάμαι όμως, ότι, ακόμη κι αν τα εκπαιδευτικά-μορφωτικά συστήματα συγκλίνουν, αν οι όροι και οι μέθοδοι θεραπείας εκσυγχρονιστούν κι αν η καταστολή ενοποιηθεί, πάλι θα έχει η Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική πρόβλημα πειθούς. Όταν οι εθνικές (ή οι τοπικές) κοινωνίες εκτρέφουν τους σπόρους των μελλοντικών εγκλημάτων κι όταν ο πολιτισμός και οι θεσμοί μιας χώρας αδυνατούν να πείσουν τους δικούς της πολίτες, αντιλαμβανόμαστε όλοι τις αδυναμίες πειθούς (δηλαδή πρόληψης) απέναντι στο έγκλημα σ ευρωπαϊκή κλίμακα (όπου θα συνυπάρχουν η ανομία, η καχυποψία, η ακατανοησία, η σύγκρουση κανόνων συμπεριφορών, κτλ.). |