Η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού ορίζει μια σημαντική μέθοδο για τις Κοινωνικές Επιστήμες. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η εξήγηση ενός συλλογικού φαινομένου στην Οικονομία, στην Πολιτική και στην Κοινωνιολογία αναλύεται πάντα (τουλάχιστον στην ιδεατή του μορφή) ως απόρροια ενός συνόλου ατομικών πράξεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών. Το δομημένο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων δεν κατασκευάζεται παθητικά από τις αξίες και τις αρχές που η κοινωνία ως όλον επιβάλλει στα άτομα, αλλά αντίθετα εκφράζει το συσχετισμό μεταξύ διαφορετικών ατομικών και ορθολογικών οντοτήτων. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την προοπτική, η εξήγηση όλων των κοινωνικών φαινομένων περιέχει πάντα μια ψυχολογική διάσταση. Έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγηθεί η αλλαγή προτίμησης των καταναλωτών ως προς ορισμένα προϊόντα ή η αύξηση της εγκληματικότητας, αν δείξουμε πώς και με ποιες προϋποθέσεις το άτομο αντιμετωπίζεται από τα άτομα της προηγούμενης γενιάς ή σε διαφορετικούς τόπους (αγροτικό-αστικό). Βέβαια αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εκθειάζεται ο ατομισμός ως καθολική και αναπαλλοτρίωτη αξία ούτε βέβαια ότι η βούληση είναι άρνηση της συλλογικότητας, αλλά ότι θεμελιώνεται ένας τρόπος εξήγησης που βασίζεται στο άτομο. Με άλλα λόγια, κανένα μοντέλο εξήγησης δεν είναι ορθό, σωστό και αρμόζον, αν αρνείται την πρόθεση και τη στρατηγική των δρώντων ανθρώπων ως ατόμων. Ο μεθοδολογικός ατομισμός συνοδεύεται λοιπόν από μια «ορθολογική» διάσταση της πράξης. Υποτίθεται ότι το άτομο δρα και ενεργεί κοινωνικά έχοντας πάντα «ορθούς» λόγους για να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Η μεθοδολογική αυτή ανάλυση ισχύει ακόμη και για συλλογικά φαινόμενα που έχουν παραχθεί χωρίς ηθελημένη συμπεριφορά, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιλογή του ίδιου επαγγέλματος από πολλά άτομα ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ιδιαίτερα αυτά τα φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το μεθοδολογικό ατομισμό, αυστηρά μεθοδολογικά. Γιατί, ενώ αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή (για παράδειγμα, η επιλογή ίδιου επαγγέλματος προκαλεί αύξηση της ανεργίας ή το φαινόμενο του εθνικισμού επιφέρει μετατόπιση ενός μέρους του εκλογικού σώματος), η αποτελεσματικότητα της υιοθετημένης αρχής διαπιστώνεται εκ των υστέρων. Δηλαδή η εμφάνιση του συλλογικού φαινομένου επιβεβαιώνει το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρούμενων ομοιόμορφων συμπεριφορών, αγνοώντας τον καθοριστικό ρόλο του δρώντος ατόμου. Απέναντι σε αυτή την προοπτική, μερικές ατομιστικές παρατηρήσεις είναι αναγκαίες για την |
ανάλυση και την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου που εμφανίζεται ως όλον. - Κάθε δρων άτομο διαχειρίζεται καθημερινά αβεβαιότητες, ανταγωνισμούς και προσδοκίες που το καθιστούν ταυτόχρονα πηγή και δέκτη δυνατών επηρεασμών.
- Οι διάφορες επιταγές στις οποίες τα άτομα είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται έχουν μια επίδραση μεταβλητή, γιατί ασκούνται σε διαφορετικούς ανθρώπους, των οποίων τα κίνητρα παραμένουν απροσδιόριστα και κυμαινόμενα. Η εκπλήρωση, έτσι της πράξης καθενός υπόκειται στην τύχη. Η εκτέλεσή της δε διεξάγεται με συμμετρικό και ομοιόμορφο τρόπο ούτε και πραγματώνεται αναγκαστικά. Επομένως, το αποτέλεσμα της πράξης καθενός δεν μπορεί να παραχθεί καθ' ολοκληρίαν από αρχικούς όρους ίδιους για όλους. - Ακόμη και για μια δεδομένη δέσμη αλληλεπιδράσεων, όπως, για παράδειγμα, η αντίδραση του καταναλωτικού κοινού στην αύξηση της τιμής ενός αγαθού, η προτίμηση καθενός εκφράζεται συνήθως συγκριτικά και σχετικά. Με άλλα λόγια, η τροποποίηση και η προσαρμογή των ενεργειών του είναι περιορισμένη και διαβαθμισμένη. - Επειδή λοιπόν είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανορθολογικό να θέλουμε να αναζητήσουμε μια τέλεια ανάλυση βασισμένη σε μια καθολική αρχή, πρέπει να μάθουμε να συλλογιζόμαστε σχετικά (λογική του «περίπου») και όχι κατηγορηματικά (λογική του «όλα ή τίποτα»). Πολλοί είναι οι θεωρητικοί, όπως ο Βέμπερ (Weber), ο Ζόμπαρτ (Sombart), ο Χάγιεκ (Hayek), ο Σουμπέτερ (Schumpeter) και ο Πιαζέ (Piaget), οι οποίοι υιοθέτησαν και ανέπτυξαν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, για να κατανοήσουν κάθε κοινωνικό φαινόμενο, είτε αυτό ανήκει στην Οικονομία είτε στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία ή στην Πολιτική Επιστήμη. Η ορθότητα του επιχειρήματος του μεθοδολογικού ατομισμού έχει αμφισβητηθεί έντονα από πολλά και διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα των Κοινωνικών Επιστημών. Προτάσσοντας την έννοια της κοινωνίας που καθορίζει τα άτομα, οι θιασώτες του Ντυρκέμ απορρίπτουν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, θεωρώντας ότι το άτομο εκφράζει τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και οι μαρξιστές δεν του αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο για την κατανόηση κάθε κοινωνικού φαινομένου. Αποδεχόμενοι ότι το άτομο είναι απλό μέρος των κοινωνικών δομών, οι δομιστές αρνούνται να του αποδώσουν μια μεθοδολογική προτεραιότητα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις προτάσσουν μια ολιστική θέση που δέχεται ότι η κοινωνία ως όλον είναι παραπάνω από τα μέλη της και γι' αυτό καθορίζει τους σκοπούς του ατόμου διαμορφώνοντας και την ατομική του συμπεριφορά. |