Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο όρος «μέθοδος» έχει δύο διαφορετικές αναφορές και ερμηνείες - μια στενότερη και μια γενικότερη. Με τη στενότερη και περισσότερο συγκεκριμένη έννοια, ο σχετικός όρος αναφέρεται στις διαδικασίες και τεχνικές επαλήθευσης κάσι τεκμηρίωσης των υποθέσεων εργασίας που έχει ένας ερευνιτής σχετικά με τους παράγοντες που εξηγούν το κοινωνικό φαινόμενο όπως η εγκληματιότητα, η τοξικομανία, η βιομηχανική παραγωγή κ.τ.λ. Στις διαδικασίες αυτές περιλαμβάνονται τόσο τα γενικότερα σχέδια έρευνας όσο και οι τεχνικές συγκέντρωσης, οργάνωσης και κατάταξης των σχετικών κοινωνικών δεδομένων. Ο όρος «μέθοδος» με την γενικότερη έννοια (βλέπε 4.5) αναφέρεται στη συστηματική οργάνωση ενός συνόλου λογικών διαδικασιών που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει στην ακρινή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου. Οι δύο ερνηνείες δεν είναι αντίθετες, αλλα συμπληρωματικές. Τα κυριότερα σχέδια κοινωνικής έρευνας είναι (1) η μελέτη περίπτωσης, (2) η επιτόπια-δειματοληπτική έρευνα και (3) το κοινωνικό πείραμα. 1)Μελέτη περίπτωσης (case study). Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην συστηματική περιγραφή και ανάλυση συγκεκξριμένων περιπτώσεων. Ο ερευνητής συλλέγει δεδομνένα που αφορούν μια συγκεκριμένη «μονάδα» η οποία μπορεί να είναι ένα άτομο, μια κοινωνική ομάδα, ένα κοινωνικό κίνημα, ένας οργανισμός, μια επιχείρηση, μια κοινότητα κ.τ.λ. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό έγκειται στον περιορισμό του ερευνητικού της πεδίου. Ο ερευνητής μελετά τη συγκεκριμένη περίπτωση σε βάθος και μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές συγκέντρωσης και συλλογής δεδομένων. Μια τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, σε συνάρτηση με τη μελέτη περίπτωσης, είναι η «συμμετοχική παρατήρηση». Σε τέτοιες περιπτώσεις ο ερευνητής συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική ζωή και μελετά το κοινωνικό φαινόμενο στην ολότητά του και«από μέσα». ΄Ομως ο ερευνητής μπορεί να αξιοποιήσει και άλλες τεχνικές συλλογής δεδομένων όπως οι συνεντεύξεις, οι πληροφοριοδότες που κατέχουν θέσεις κλειδιά, η προφορική ιστορία καθώς και αρχειακές έρευνες. 2) Επιτόπεια δειγματοληπτική έρευνα (field survey). Στο σχέδιο αυτό ο ερευνητής δε περιορίζεται στη μελέτη μιας συγκεκριμένης μονάδας. Θεωρητικά, μπορεί να μελετήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο σε όλό τον «πληθυσμό», είτε αυτός ο πληθυσμός αποτελείται από όλους τους κατοίκους μιας κοινότητας, ή όλες τις επιχειρήσεις μιας χώρας ή όλα τα φοιτητικά κινήματα στον κόσμο κ.τ.λ. Αν γινόταν αυτό θα είχαμε μια απογραφή αλλά η διαδικασία, θα ήταν οικονομικά δαπανηρή και χρονοβόρα. Άλλωστε, σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης επι- |
στήμης της στατιστικής και της δειγματοληψίας, η απογραφική μελέτη δεν είναι απαραίτητη για την εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων σχετικά με την κατανομή χαρακτηριστικών (π.χ. στάσεων, συμπεριφορών, αντιλήψεων κ.τ.λ.) σε ένα πληθυσμό εφόσον η μελέτη πραγματοποιηθεί σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των σχετικών μονάδων που συγκροτούν το συγκεκριμένο πληθυσμό. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις (π.χ. ποιο κόμμα ή ποιους υποψήφιους θα ψηφίσεις τις επόμενες εκλογές κ.τ.λ.) -οι οποίες βασίζονται συνήθως σε μικρά πανελλαδικά δείγματα Ελλήνων ψηφοφόρων (περίπου 1500 άτομα) αποτελούν ένα καλό παράδειγμα επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών. Τα συμπεράσματα από τη δημοσκόπηση θα είναι αντικειμενικά, αξιόπιστα και έγκυρα στο βαθμό που στο δείγμα αντιπροσωπεύονται όλες οι κατηγορίες (φύλο, ηλικία, κτλ) και όλα τα στρώματα (επάγγελμα, αστικότητα κ.τ.λ.) των ψηφοφόρων ανάλογα με την αριθμητική τους δύναμη στον πληθυσμό των Ελλήνων ψηφοφόρων. Παρόμοιες λογικές και διαδικασίες ισχύουν και για άλλες μορφές επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών όπως οι έρευνες αγοράς για τις προτιμήσεις των καταναλωτών που διεξάγονται για λογαριασμό επιχειρήσεων ή η σφυγμομέτρηση των στάσεων των Ελλήνων έναντι των αλλοδαπών στην χώρα μας που γίνεται υπό την αιγίδα των κέντρων κοινωνικών ερευνών. Τεχνικές συλλογής στοιχείων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των δειγματοληπτικών ερευνών περιλαμβάνουν κυρίως την προσωπική συνέντευξη και το ερωτηματολόγιο. Στην πρώτη περίπτωση ο ερευνητής αξιοποιεί ειδικά εκπαιδευμένα άτομα τα οποία απευθύνουν προφορικά τα σχετικά ερωτήματα στον ερευνώμενο και στη συνέχεια καταγράφουν τις απαντήσεις του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ερευνητής κατασκευάζει ένα ερωτηματολόγιο (κατάλογο ερωτήσεων) με σχετικές οδηγίες έτσι ώστε ο ερευνώμενος να μπορεί να το συμπληρωθεί μόνος του χωρίς την παρέμβαση του ερευνητή. Τόσο στην περίπτωση της συνέντευξης όσο και στην περίπτωση του ερωτηματολογίου, οι ερωτήσεις μπορεί να είναι είτε κλειστές (με προκατασκευασμένες απαντήσεις πολλαπλών επιλογών) είτε ανοικτές (με δυνατότητα ελεύθερης συμπλήρωσης και απάντησης)1. Επίσης, και στις δύο περιπτώσεις η διατύπωση, η διαδοχή και η διάταξη των ερωτήσεων θα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με ορισμένες επιστημονικές αρχές και προδιαγραφές για την κατασκευή ερωτηματολογίων και την οργάνωση συνεντεύξεων με στόχο την διασφάλιση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των απαντήσεων των ερευνωμένων. 3) Κοινωνικό πείραμα (social experiment). Ο ερευνητής που εφαρμόζει τα παραπάνω |
σχέδια έρευνας και τις συγκεκριμένες διαδικασίες μελετά τα φαινόμενα αυτά in situ, στο φυσικό τους περιβάλλον, και δεν παρεμβαίνει ενεργά για να μεταβάλει και να αναδιατάξει τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινή ζωή των υπό μελέτη ανθρώπινων υποκειμένων. Αντιθέτως, στην περίπτωση του «κοινωνικού πειράματος» ο ερευνητής παρεμβαίνει στη φυσιολογική πορεία της κοινωνικής ζωής με στόχο τη δημιουργία «τεχνιτών» καταστάσεων που πρόκειται να ερευνήσει για πειραματικούς σκοπούς. Αν για παράδειγμα, ένας ερευνητής -παιδαγωγός θα ήθελε να ερευνήσει τις επιδράσεις μιας νέας διδακτικής προσέγγισης στη μάθηση (π.χ. τη χρήση ενός CD-ROM), θα μπορούσε να δημιουργήσει δύο ομάδες μαθητών- μία πειραματική η οποία θα εκτεθεί στην νέα διδακτική προσέγγιση και μια συγκριτική (ομάδα ελέγχου) η οποία θα εκτεθεί μόνο στην παραδοσιακή διδασκαλία (χωρίς τη χρήση του CD-ROM). Σημειωτέον ότι για να είναι αξιόπιστα τα συμπεράσματα και για να είναι σε θέση ο ερευνητής να αποδώσει τις τυχόν διαφορές και τα τυχόν πλεονεκτήματα στη νέα διδακτική προσέγγιση θα πρέπει να μεριμνήσει προκαταβολικά ώστε οι δύο ομάδες να είναι ταυτόσημες ως προς τις ικανότητες και τα κίνητρα για μάθηση καθώς και ως προς άλλα χαρακτηριστικά (πχ. κοινωνική προέλευση κ.τ.λ.) που ενδέχεται να επηρεάσουν τις ικανότητες και τις επιδόσεις των μαθητών. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, λόγοι δεοντολογίας δεν επιτρέπουν την εκτεκταμένη χρήση του κοινωνικού πειράματος. Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν παραλλαγές ή σε ένα συνδυασμό των πρώτων δύο σχεδίων έρευνας. Το κοινωνικό πείραμα έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση στην Πειραματική, στην Κοινωνική και στη Σχολική Ψυχολογία και στη Βιομηχανική Κοινωνιολογία, κυρίως όμως σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους μαθητικούς και φοιτητικούς πληθυσμούς. Παρά ταύτα, η λογική του «κοινωνικού πειράματος» διαπνέει τη χρήση όλων των σχεδίων και μεθόδων της κοινωνικής έρευνας, ακόμη και των μη πειραματικών. Όλες οι ερμηνείες των δεδομένων που συλλέγονται είτε με στο πλαίσιο της μελέτης περίπτωσης είτε στο πλαίσιο της επιτόπιας δειγματοληπτικής έρευνας γίνονται με γνώμονα τη λογική του κοινωνικού πειράματος. |