Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
4.11. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ 4.13. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος


4.12. ΔΟΜΙΣΜΟΣ

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πιαζέ, ο δομισμός είναι μέθοδος και όχι δόγμα. Με τη λέξη «μέθοδος» εννοούμε εδώ τον τρόπο προσέγγισης και σύλληψης των προβλημάτων. Ως γόνιμη μεθοδολογική ανάλυση εμφανίστηκε στη γλωσσολογία: οι ήχοι (τα φωνήματα) δεν έχουν νόημα, αλλά ο συνδυασμός τους, η διαρρύθμισή τους, η αλληλεξάρτησή τους -δηλαδή η δομή της γλώσσας- τους δίνει ένα νόημα [για παράδειγμα, τα φωνήματα (ήχος) δ-ε-ν-τ-ρ-ο, όταν προφερθούν το καθένα ξεχωριστά, δεν έχουν νόημα, αλλά η γλώσσα τα διαρρυθμίζει και τα διαρθρώνει σε ενιαίο σύνολο, τη λέξη «δέντρο», που έχει νόημα].

Η ιδέα της δομής: Μια δομή είναι ένα σύστημα που σχηματίζει ένα όλον του οποίου τα μέρη είναι αλληλεξαρτώμενα. Το όλον μπορεί να είναι υλικό, για παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να είναι άυλο, όπως η δομή του λόγου του τάδε πολιτικού, όπως η δομή του κράτους, κοινωνικό, όπως η δομή της οικογένειας, κτλ. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου σημαίνει ότι οι μελέτες και οι έρευνες εξετάζουν και αναλύουν το αντικείμενο τους αναφερόμενες στη δομή του, στην οργάνωση όπου βρίσκεται και, τέλος, στο διευρυμένο σύστημα όπου εντάσσεται. Η ιδέα της δομής περιέχει λοιπόν πολλά συνώνυμα, όπως οργάνωση, σύστημα, σχέσεις, κτλ., που της προσδίδουν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Η άρση του διφορούμενου επιβάλλει το διττό προσδιορισμό του όρου «δομή».

Καταρχάς η λέξη «δομή» εκλαμβάνει το μελετώμενο αντικείμενο ως σύστημα. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης αναδεικνύει και απαριθμεί τον κύριο και γενικό δομικό χαρακτήρα του συστήματος, αφού πρώτα το διακρίνει από άλλα, για παράδειγμα δομημένες ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένους στόχους και ομάδες ανθρώπων με χαλαρή συνοχή και γενικούς στόχους. Έτσι, εδώ με τον όρο «δομή» εννοούμε ένα διαμορφωμένο σύνολο, σχηματισμένο σε ολότητα, του οποίου τα στοιχεία συγκρότησης υπογραμμίζουν το συστημικό του χαρακτήρα. Στη συνέχεια το πρόβλημα είναι να καθοριστεί η δομή, δηλαδή να αναδειχτεί η λογική που τη διέπει. Όταν ο Λεβί Στρως στην Ανθρωπολογία και οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «δομή» για να μελετήσουν διαφορετικά φαινόμενα, όπως η συγγένεια, ή τις αναλύσεις παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των διαφορετικών δομών. Το κοινό είναι η συγκρότηση της λογικής της δομής πέρα από τα εμφανή και παρατηρήσιμα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Μια δομή είναι κατ' ουσίαν η θεωρία ενός συστήματος ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς, που μπορεί να είναι διαφορετικό (η συγγένεια, για παράδειγμα, στις αρχαϊκές κοινωνίες ή ο πληθυσμός σε άλλες).

Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι η δομική μέθοδος είναι η μελέτη του συστηματικού και καθολικού χαρακτήρα ενός αντικειμένου. Αυτή όμως η προοπτική της μεθόδου είναι γενική και πρόδηλη και μπορεί να εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. Όλος ο κόσμος, για παράδειγμα, αποδέχεται ότι η Γλωσσολογία, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη μελετούν «συστήματα», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο και συγκεκριμένο. Αν όμως ορίσουμε ως μέθοδο το σύνολο των σταθερών διαδικασιών το οποίο επιτρέπει την απαίτηση επαληθεύσιμης γνώσης για τη μελέτη κάθε αντικειμένου και την

Π. Μάρκους, Το δείπνο, 1995
Β. Καντίνσκι, «Μαλακωμένη Κατασκευή», 1927,
«Το περιεχόμενο δεν είναι παρά το σύνολο
οργανωμένων τάσεων».

εξήγηση της αμοιβαίας επίδρασης των στοιχείων που το συγκροτούν, τότε δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια μέθοδος υπάρχει.

Οι έρευνες στην Ανθρωπολογία ή στην Οικονομία έχουν σημειώσει σίγουρα αξιόλογη πρόοδο, αλλά πρόκειται για εφαρμογή άλλων επιστημονικών μοντέλων και ταυτόχρονη τελειοποίηση των μεθόδων παρατήρησης. Δεν υπάρχει όμως βασική μέθοδος με την έννοια που χρησιμοποιούμε την πειραματική μέθοδο, αλλά δομικές έρευνες που ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη ορισμένων τομέων.

α. Γλωσσολογία. Ο γλωσσικός δομισμός μελετά τις γλώσσες σε μια δεδομένη στιγμή της ανάπτυξής τους σαν ένα όλον του οποίου τα συστατικά στοιχεία είναι αλληλοεξαρτώμενα. Ως μέθοδος ανάλυσης, ο γλωσσικός δομισμός χρησιμοποιήθηκε από τον Σωσσύρ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ιστορία μιας λέξης δεν μπορεί να εξηγήσει τη σημασία της.

Αντίθετα, η σημασία της λέξης εξαρτάται από το γενικό σύστημα της γλώσσας, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το περιβάλλον της εποχής του (συγχρονία).

β. Ανθρωπολογία. Η Ανθρωπολογία ερευνά τα φυσικά χαρακτηριστικά των λαών, μελετά τους θεσμούς και τους πολιτισμούς διάφορων εθνών, συνθέτοντας ταυτόχρονα μια γενική θεωρία εξήγησής τους (Εθνολογία). Κατά τον Λεβί-Στρως, η Εθνολογία εκφράζει περισσότερο την ιδέα μιας μεθόδου και όχι μια πραγματικότητα, γιατί, στηριγμένη στην άμεση παρατήρηση, τείνει πάντα να δώσει μια εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων.

Σε πρακτικό επίπεδο λοιπόν, η δομική ανάλυση ως μέθοδος αναπτύχθηκε από τους εθνολόγους γιατί έπρεπε να οργανώσουν συστηματικά πολλές και διαφορετικής φύσης πληροφορίες. Έπρεπε δηλαδή να βρουν κοινές κατηγορίες για να μπορέσουν να συγκρίνουν, να ταξινομήσουν και να ιεραρχήσουν τις πληροφορίες για τη μελέτη της κοινωνίας. Σε θεωρητικό επίπεδο, το περιεχόμενο της δομικής ανάλυσης προέρχεται από τον Σπένσερ, που όρισε τα όρια μεταξύ δομής και λειτουργίας ενός κοινωνικού οργανισμού. Στη διαμόρφωση όμως του περιεχομένου του όρου «δομή» συνεισέφεραν πολλοί στοχαστές, από τον Μοντεσκιέ και τον Ντυρκέμ ως το μαρξισμό και τη θεωρία Gestalt (θεωρία της μορφής). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, στο σύνολο πολλαπλών κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία, μια δεδομένη χρονική στιγμή συνιστά την ιδέα της δομής, η οποία ορίζεται πλέον από την εσωτερική της συνάφεια και από τη διατήρησή της στο χρόνο. Για τον Λεβί-Στρως, όμως, η έννοια της δομής περιέχει καθορισμένες ιδιότητες, των οποίων ο συνδυασμός και η μετατροπή επιτρέπουν να περάσουμε από το ένα σύστημα στο άλλο, από τις αρχαϊκές κοινωνίες στις σύγχρονες κοινωνίες, και να κατανοήσουμε τις σχέσεις τους. Η δυνατότητα της δομικής ανάλυσης της μεθόδου είναι ακριβώς ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε ένα σύστημα σχέσεων και να συγκρίνουμε πολλές κοινωνίες μεταξύ τους.

γ. Ψυχολογία. Η έννοια της δομής στην Ψυχολογία χρησιμοποιήθηκε από τους Αμερικανούς σε αντίθεση με την Αναλυτική Ψυχολογία. Η δομή είναι μια σύνθετη ενότητα όπου τα μέρη και οι επιμέρους διαδικασίες εξαρτώνται από το όλον, το οποίο προηγείται των μερών. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο δομισμός συνιστά μια αντίδραση απέναντι στον ψυχολογικό ατομισμό, προσανατολίζοντας πλέον την έρευνα στις διαπροσωπικές σχέσεις και επικοινωνίες. Στη Κοινωνική Ψυχολογία, η έννοια της δομής μοιάζει με εκείνη της ολότητας και χρησιμοποιείται στη μελέτη των κοινωνικών παραγόντων επίδρασης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η οικογένεια, ο επαγγελματικός χώρος, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι αξίες πολιτισμών και τα πολιτικά πλαίσια δημιουργούν τάξεις σχέσεων που έχουν καθοριστική καθημερινή επίδραση στη δράση των ανθρώπων.

δ. Οικονομία. Η Οικονομία είναι η επιστήμη των ορθολογικής διαχείρισης των αγαθών με σκοπό την απόκτηση της καλύτερης και μέγιστης απόδοσής τους. Το γεγονός όμως ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, φαινόμενα κρίσης στη διαχείριση των αγαθών ή τάσεις ρύθμισης της κρίσης δηλώνει ότι η λειτουργία της οικονομίας είναι συνδεδεμένη με εκείνη της δομής.

Η έννοια της δομής χρησιμεύει λοιπόν τόσο για να προσδιορίσει τη λογική των σχέσεων της οικονομικής δραστηριότητας μια δεδομένη στιγμή όσο και το φαινόμενο της οικονομικής

ανάπτυξης. Έτσι, και η έννοια της δομής βοηθά να προσδιοριστεί η στατική έκφραση της οικονομίας μιας χώρας, γιατί δείχνει τις σχέσεις που χαρακτηρίζουν ένα οικονομικό σύνολο σε προσδιορισμένο χρόνο (για παράδειγμα, η οικονομία μιας χώρας το 1999). Αντίθετα, όταν εξετάζεται ο ρυθμός ανάπτυξης, η έννοια της δομής εκφράζει τα στοιχεία ενός οικονομικού συνόλου που δεν είναι σταθερά αλλά αλλάζουν σε σχέση με άλλα, όπως είναι, ας πούμε οι κρατικές ή οι ξένες επενδύσεις. Η δομή παρουσιάζει λοιπόν τη σταθερή βάση της οικονομίας, ενώ το μεταβλητό, δηλαδή η εισροή ξένων κεφαλαίων, εκφράζει τη συγκυρία, δηλαδή αυτό που αλλάζει.

ε. Κοινωνιολογία. Ο δομισμός στην Κοινωνιολογία είχε ευρεία εφαρμογή ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται συνειδητά ή όχι ο όρος «δομή». Η τάση των κοινωνιολόγων να απαλλαγούν από τα παραδοσιακά σχήματα ερμηνείας μεταξύ τάξης και προόδου, στατικού και δυναμικού, θεσμών και οργάνωσης οδήγησαν τους κοινωνιολόγους στην έννοια της κοινωνικής δομής. Κάθε κοινωνική δομή, είτε είναι συγκεκριμένη (για παράδειγμα, δομή μιας ομάδας) είτε είναι καθολική (για παράδειγμα, η δομή μιας κοινωνίας), εκφράζει μια ισορροπία των στοιχείων που τη συγκροτούν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η κοινωνική δομή ανανεώνεται συνεχώς, σε συνάρτηση πάντα με την πολυπλοκότητα των ιεραρχιών του συνολικού κοινωνικού φαινομένου το οποίο έχει χαρακτήρα μακρο-κοινωνιολογικό (δηλαδή μελέτη ενός κοινωνικού φαινομένου σε μεγάλη χρονική διάρκεια), ενώ η συγκεκριμένη δομή δεν παρουσιάζει παρά μία όψη του. Η ισορροπία των πολλαπλών ιεραρχιών εδραιώνεται πάνω σ ένα συνδυασμό σχέσεων που εξαρτώνται από σημεία, σύμβολα, κοινωνικούς ρόλους, αξίες, ιδέες που διέπουν αυτές τις δομές. Παρόλο λοιπόν που στην Εθνολογία η δομή είναι ένα σύνολο σταθερών και αμετάβλητων σχέσεων (αφηρημένη κατασκευή) που κατασκευάστηκε για να μελετηθεί ένα κοινωνικό φαινόμενο, στην Κοινωνιολογία η δομή είναι μια σταθερά που εκφράζει την εύθραυστη ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων σε μια συνεχή κίνηση, η οποία όμως τροποποιείται για να διατηρηθεί η γενική ισορροπία του κοινωνικού συστήματος. Οι επιμέρους δομές ελέγχονται από τη γενική δομή του κοινωνικού συστήματος.

Ο τρόπος λοιπόν που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες την έννοια της δομής δείχνει ότι, κατά μία άποψη, υπάρχουν «δομισμοί» που αντιτίθενται. Τα συστήματα συγγένειας και οι κανόνες του γάμου μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με τις αρχές του γλωσσικού δομισμού και να μεταφερθούν ως μοντέλο για την ανάλυση και άλλων κοινωνικών δομών. Όμως μια ομάδα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα οικονομικό σύστημα περιέχουν κοινωνικά γεγονότα που δύσκολα καθορίζονται και προσδιορίζονται. Η πρόσληψη της κοινωνίας γίνεται κατά τρόπο αποσπασματικό, επειδή τα κοινωνικά φαινόμενα αλλάζουν στο χώρο και στο χρόνο, ενώ η δομή της γλώσσας θέτει πάντα τα ίδια προβλήματα. Ακόμη, η προσέγγιση μπορεί να είναι διαφορετι-

κή ανάμεσα στον κοινωνιολόγο και στον οικονομολόγο. Ο οικονομολόγος, όπως και ο κοινωνιολόγος, διερευνά ανθρώπινες σχέσεις, αλλά σχέσεις που αναφέρονται σε πράγματα. Οι ανθρώπινες συμπεριφορές που ενδιαφέρουν τον οικονομολόγο είναι μόνο οι ορθολογικές, γι' αυτό και η ανάλυση του οικονομολόγου είναι περισσότερο ποσοτική και η ουσία της δομής στατική, επειδή μελετά τους σταθερούς παράγοντες μεταβλητών παραμέτρων. Αντίθετα, ο κοινωνιολόγος μελετά ανθρώπινες συμπεριφορές που μπορούν να εξαρτώνται από ανθρώπινα συναισθήματα που αναφέρονται σε διαφορετικές αξίες και ιδέες.

Όμως, παρ' όλες τις αμφισημίες και τις διαφορετικές αντιλήψεις και τον τρόπο χρησιμοποίησής τους, η έννοια της δομής εκφράζει την κοινή μεθοδολογική ενασχόληση σ' όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο δομισμός είναι το μεθοδολογικό και επιστημολογικό σημείο σύγκλισης για την ανάλυση των κοινωνικών κριτηρίων που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.