Μέχρι και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τότε δηλαδή που άρχισε να υποχωρεί το φαινόμενο της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολούνταν με εξωτικές κοινωνίες, τις οποίες μελετούσαν οι ανθρωπολόγοι πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα. Σήμερα χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται τις «εξωτικές» εκείνες περιοχές, ενώ οι άλλοτε ιθαγενείς επισκέπτονται τις «πολιτισμένες» χώρες ή και εγκαθίστανται σ αυτές, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, εργάζονται και σπουδάζουν . Η Ανθρωπολογία, η οποία εκ πρώτης όψεως έχει συνδεθεί με τη μελέτη των «πρωτόγονων» κοινωνιών, δεν εξαφανίστηκε μαζί τους• αντί να παρακμάσει ως επιστήμη, σήμερα περνά μια νέα περίοδο αναγέννησης και εξαπλώνεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Ο προσανατολισμός της βέβαια έχει αλλάξει: στρέφεται πλέον όχι σε εξωτικές απομακρυσμένες φυλές, αλλά σε πληθυσμιακές ομάδες που κινούνται εντός των εθνικών συνόρων. Οι κλασικές ανθρωπολογικές μελέτες έχουν γίνει κυρίως σε βρετανικές, γαλλικές και αμερικανικές αποικίες. Η αποαποικιοποίηση όμως, η οποία διάρκεσε περίπου από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, συνοδεύτηκε από τον εκσυγχρονισμό στην οικονομία, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, τη σταδιακή απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των κοινωνιών που άλλοτε βρίσκονταν μακριά από τη δυτικού τύπου ανάπτυξη. Οι ανθρωπολόγοι στην πλειονότητά τους δεν ταυτίστηκαν με την αποικιακή πολιτική. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν κριτικό λόγο απέναντι στον αποικιακό ηγεμονισμό αλλά και στο δυτικό τρόπο ζωής. Σε τούτο συνέβαλε και η συμμετοχική παρατήρηση, δηλαδή η επιτόπια παραμονή και έρευνα στην ερευνώμενη κοινωνία. Κατά τη διάρκεια της συνήθως μακρόχρονης παραμονής του, ο ανθρωπολόγος ερχόταν σε επαφή με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, προσπαθούσε να τους κατανοήσει, να μάθει τη γλώσσα τους, να γίνει ένα μαζί τους, αλλά και να περιγράψει τις όψεις της ζωής τους όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά. Ο ανθρωπολόγος συμμετέχει και ο ίδιος στο αντικείμενο που ερευνά, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτό |
για να μελετήσει όσο το δυνατό περισσότερες πλευρές του. Για τη σφαιρική μελέτη και την εξηγητική εμβέλεια των φαινομένων, η Ανθρωπολογία κατά τη διάρκεια της πορείας της έχει εξοπλιστεί με εννοιολογικά εργαλεία και μεθόδους τις οποίες έχει δανειστεί από άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Γλωσσολογία, η Ιστοριογραφία, η Ψυχολογία, κ.ά. Η Ανθρωπολογία είναι η επιστήμη του ανθρώπου και αυτόν επιχειρεί να εξετάσει στις περισσότερες εκδηλώσεις του. Η επιστήμη αυτή εξειδικεύεται στη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού. Κατεξοχήν χαρακτηριστικό της έρευνάς της είναι η επιτόπια έρευνα. Σε γενικές γραμμές, διακρίνεται αφ' ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, αφ' ετέρου η αμερικανική. Η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, συνδέεται στενά με την Κοινωνιολογία, έχοντας αξιοποιήσει κατεξοχήν τη θεωρία και τη μέθοδο του Ντυρκέμ, αν και έχει υιοθετήσει ορισμένες προσεγγίσεις του Μαρξ και του Βέμπερ. Αρχικά, το κέντρο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ήταν η Αγγλία και στη συνέχεια το Παρίσι. Στην Αμερική, η κύρια |
παράδοση, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία (κουλτουραλισμός), την οποία εξέφρασε ο Μπόας (Boas), έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Τονίζει τη μοναδικότητα της κουλτούρας ενός λαού, τη μη συγκρισιμότητά του με άλλους, την εκ των ένδον κατανόηση της πολιτισμικής εμπειρίας. Είναι σχετικιστική, από την άποψη ότι ενδιαφέρεται για την περιγραφή και την κατανόηση, για το ιδιαίτερο και μοναδικό, όχι για την εξήγηση και τη δυνατότητα διατύπωσης και εφαρμογής γενικών και κοινών κανόνων. Ανάμεσα στις σχολές των δυο ηπείρων εντοπίζονται μεγάλες διαφορές ως προς τις μεθόδους και τον προσανατολισμό της έρευνας, οι οποίες πυροδότησαν και εντάσεις μεταξύ τους, ενώ τελευταία δε λείπουν προσπάθειες σύγκλισης. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το έργο θεμελιωτών της Ανθρωπολογίας, με το οποίο οργανώθηκε η επιστήμη αυτή. Με το έργο τους η Ανθρωπολογία διαφορφώθηκε ως η επιστήμη η οποία τοποθετεί ως κύριο πρόβλημα τη γνώση του διαφορετικού, την αναγνώριση της αξίας διαφορετικών από τον δικό μας πολιτισμοί και των μελών τους, τα οποία πλέον κινούνται γύρω μας. Εύλογα η Ανθρωπολογία ευνοεί μια αντιρατσιστική και μη-εθνοκεντρική νοοτροπία, ενώ προκαλεί μια κριτική θεώρηση του πολιτισμού μας. Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι 3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας πεδίου και του λειτουργισμού στην Ανθρωπολογία Ο Μαλινόφσκι θεωρείται θεμελιωτής της έρευνας πεδίου. Στα νησιά Τρόμπριαντ, στα ανατολικά της Νέας Γουϊνέας, ο Μαλινόφσκι έζησε σαν ιθαγενής για πολλούς μήνες, παρατηρώντας καθημερινά τους ιθαγενείς στην εργασία και στη σχόλη, συζητώντας μαζί τους στη γλώσσα τους και χωρίς τη μεσολάβηση διερμηνέα. Έτσι, συγκέντρωσε υλικό πολύ μεγάλης επιστημονικής αξίας για την κοινοτική, τη θρησκευτική και την οικονομική ζωή των κατοίκων. Για τον Μαλινόφσκι, ο πραγματικός εθνολόγος προσπαθεί να ζει ακριβώς όπως οι ιθαγενείς, να μετέχει σε όλες τις δραστηριότητες τους, με απώτερο σκοπό να περιγράψει την κουλτούρα της φυλής στο σύνολο της και από όλες τις πλευρές της. Ενώ δηλαδή γίνεται ένα μαζί τους, ταυτόχρονα κατορθώνει να τούς βλέπει και από απόσταση. Ο ανθρωπολόγος εξετάζει τα επιμέρους χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού, αλλά ενδιαφέρεται και να τα συνδέσει με τα άλλα στοιχεία του συνόλου στο οποίο ανήκει. |
Ο Μαλινόφσκι (Bronislaw Kaspar Malinowski, 1884-1942) γεννήθηκε στην Κρακοβία (Πολωνία), αρχικά σπουδάζει Μαθηματικά και Φυσική και αργότερα στρέφεται στην Εθνολογία. Από το 1910 εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και συνεχίζει σπουδές, ενώ συνδέεται με γνωστούς ερευνητές ανθρωπολόγους, όπως ο Σέλιγκμαν (Seligman), ο Ράντκλιφ-Μπράουν, ο Γουέστερμαρκ (Westermark). Μετέχει σε μια σειρά εθνογραφικών αποστολών, όπως στη Νέα Γουϊνέα, στη Μελανησία, στα νησιά Τρόμπριαντ. Μεταξύ των ετών 1924-1927 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Το 1938 εγκαθίσταται στην Αμερική και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Κυριότερα έργα του: Η Οικογένεια στους Αυστραλούς Αβορίγινες (1913), Αργοναύτες τον Δυτικού Ειρηνικού (1922), Η Σεξουαλική Ζωή των Ιθαγενών στη Βορειοδυτική Μελανησία (1929), Επιστημονική Θεωρία της Κουλτούρας (1944), κ.ά. Ο Μαλινόφσκι έδωσε έμφαση στη σημασία της «πρωτόγονης» οικονομίας, θεωρώντας ότι στη ζωή του ανθρώπου εντοπίζεται μια υλική βάση η οποία οφείλεται στην ανάγκη τροφής, θαλπωρής και προστασίας. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην απλή περιγραφή της διαδικασίας των οικονομικής φύσεως συναλλαγών προχώρησε και στη διερεύνηση των κινήτρων και των αισθημάτων. Συνέδεσε την περιγραφή των πράξεων με την περιγραφή των κινήτρων και την ανάλυση της συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησε να συνδέσει ένα βασικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, την πράξη, με αντικείμενα της Ψυχολογίας, τα αισθήματα και τη συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέθοδος του Μαλινόφσκι παίρνει υπόψη της τη συνθετότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος διακρίνεται τόσο για τα συναισθήματα όσο και για τη λογική του. Ως εκ τούτου, η έρευνα αναζητά να διερευνήσει τις πράξεις του από τη λογική όσο και από τη συναισθηματική τους πλευρά. Η οικονομία, για τον Μαλινόφσκι, δε βασίζεται απλώς και μόνο σε έναν υπολογισμό της ωφελιμότητας, του κέρδους ή της ζημίας, αλλά ικανοποιεί συναισθηματικές και αισθητικές ανάγκες υψηλότερης τάξης από την απλή ικανοποίηση ζωικών αναγκών. Ο Μαλινόφσκι θέλησε να συνδέσει τη μαγεία με την οικονομική ζωή, όταν διαπίστωσε ότι επιδρούσε στους ιθαγενείς ψυχολογικά για την επιτυχία των εργασιών τους. Η μαγεία ερμηνεύτηκε ωφελιμιστικά ως μια από τις κύριες ψυχολογικές δυνάμεις που επέτρεπαν και διευκόλυναν την οργάνωση και τη συστηματοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο Μαλινόφσκι θεωρείται πατέρας του λειτουργισμού. Σύμφωνα με τη μέθοδο του λειτουργισμού |
(βλ. 4.11.- 4.11.3.), σε γενικές γραμμές, εξετάζεται πώς επιδρά ένα χαρακτηριστικό στοιχείο μιας κοινωνίας, μια πράξη ή αντίληψη (π.χ. η τέλεση του χορού από τα μέλη μιας φυλής) στη διατήρηση αυτής της κοινωνίας συνολικά. Υπονοείται η αντίληψη ότι τα στοιχεία μιας κοινωνίας βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση (βλ. Ντυρκέμ, 3.3.3.). Ο λειτουργισμός για τον Μαλινόφσκι γίνεται πιο συγκεκριμένος καθώς συνδέεται με τις ανάγκες. Οι ανάγκες διακρίνονται σε πρωταρχικές, όπως η διατροφή, η αναπαραγωγή, η ασφάλεια, και σε παράγωγες, δηλαδή σε πολιτιστικές ανάγκες, όπως η θρησκεία, το δίκαιο, μέσα από τις οποίες οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η λειτουργία σημαίνει την ικανοποίηση μιας ανάγκης, είτε στοιχειώδους είτε πολιτιστικής. Ο Μαλινόφσκι στο σύστημά του, χάρη στη θεωρία των αναγκών, επιχειρεί να συνδέσει το βιολογικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο. Κάθε επιμέρους γεγονός δεν κατανοείται απομονωμένα- για παράδειγμα, οι συναλλαγές ανάμεσα στις φυλές δεν κατανοούνται ανεξάρτητα από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της τεχνικής, των θρησκευτικών και μυθολογικών αναπαραστάσεων, τις κοινωνικές αξίες, κτλ. Σε γενικές γραμμές ο Μαλινόφσκι προσπάθησε να συνεισφέρει όχι μόνο μεθόδους κατανόησης επιμέρους κοινωνιών, αλλά και ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη σύγκριση των κοινωνιών και για την κατανόηση της κουλτούρας ως καθολικού φαινομένου. 3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού Ο Ράντκλιφ-Μπράουν, ένας εξαιρετικός ομιλητής με διεθνή ακτινοβολία, έδωσε διαλέξεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Αγγλία, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στην Αμερική, ακόμη και στην Κίνα χάρη στις μελέτες και στη δραστηριότητα του, η Κοινωνική Ανθρωπολογία στην Αγγλία κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις επιστήμες. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν αντιπροσωπεύει, όπως και ο Μαλινόφσκι, το λειτουργιστικό ρεύμα σκέψης. Αναγνωρίζει ότι μια κοινωνία είναι όπως ένας οργανισμός, ένα σύστημα του οποίου όλα τα στοιχεία βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και είναι προσαρμοσμένα ως προς ένα σκοπό. Για παράδειγμα, καθένα από τα στοιχεία ενός ρολογιού εξηγείται ως προς τη λειτουργία την οποία εκπληρώνει και σε σχέση με το όλο σύστημα, το μηχανισμό του ρολογιού, στο οποίο ανήκει. Η κοινωνία όμως δεν είναι οίκος ακριβώς ένα ρολόι ούτε οίκος ένα ζώο, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει είδος (ένας ποντικός δεν μπορεί να γίνει γάτα). Ο Ράντκλιφ-Μπράουν παρατηρεί ότι, ενώ η κοινωνία αλλάζει και μαζί της αλλάζει και το είδος της δομής της, εντούτοις δεν καταστρέφεται η συνέχειά της. Με άλλα λόγια, θέτει το ερώτημα πώς δημιουργούνται νέοι τύποι |
Ο Ράντκλιφ-Μπράουν (Alfred Reginald Radcliffe-Brown, 1881-1955) γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1881 και σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Κέμπριτζ. Στα νησιά Άνταμαν πραγματοποίησε μια μακράς διαρκείας έρευνα (1906-1908) πάνω στην οποία βασίστηκε ένα μέρος του έργου του. Επηρεασμένος από την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, επιδίωξε να γίνει η Ανθρωπολογία μια «Φυσική και Θεωρητική Επιστήμη της κοινωνίας». κοινωνικής δομής και αυτό το ερώτημα τον υποχρεώνει να απομακρυνθεί από τον λειτουργισμό και να εισαγάγει το δομο-λειτουργισμό. Για να συμβάλει στην αναμόρφωση της βικτωριανής κοινωνίας της εποχής του, επικεντρώθηκε σιη μελέτη των θεσμών και τρόπων ζωής σε κοινωνίες που διέπονται από συναίνεση και όχι από καταναγκασμό, όπως στις φυλές των νήσων Άνταμαν και στους Αβορίγινες της Αυστραλίας. Το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά συστήματα επηρέασε, όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, τον Έβανς Πρίτσαρντ και συνεισέφερε στο πεδίο της Πολιτικής Ανθρωπολογίας. 3.5.3. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας-Ανθρωπολογίας Ο Έβανς-Πρίτσαρντ διδάσκεται τη μέθοδο του Ντυρκέμ, η οποία επικρατούσε εκείνη την εποχή, αλλά απορρίπτει πολύ γρήγορα το σχέδιο μιας Ανθρωπολογίας η οποία, αντίστοιχα με την Κοινωνιολογία, θα ήταν μια Φυσική Επιστήμη των κοινωνιών. Ήταν ο μόνος από τους Άγγλους δομολειτουργιστές που επιχειρεί να συνδέσει την Ανθρωπολογία με την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες δεν ήταν κλειστά και αχρονικά συστήματα. Στην πρώτη του μονογραφία (1937) παρουσιάζει μια έκθεση των πεποιθήσεων και των λατρευτικών πρακτικών των Αζάντε, μιας φυλής του Σουδάν. Λυτή η μελέτη θα υποκινήσει μια έντονη συζήτηση στη δεκαετία του '70, πάνω στο πρόβλημα αν οι πεποιθήσεις είναι ορθολογικές, όχι από επιστημονική άποψη, αλλά ως προς την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Το όνομα του Έβανς-Πρίτσαρντ συνδέθηκε με τη μελέτη των Νουέρ, μιας φυλής στο Σουδάν, στους οποίους αφιέρωσε τρία έργα και περίπου εκατό άρθρα, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, μελετώντας την πολιτική και τη συγγενική οργάνωση, δίνει έμφαση |
Ο Έβανς-Πρίτσαρντ (Edward Evans-Pritchard, 1902-1973) γεννήθηκε στο Σάσεξ και ήταν γιος αγγλικανού ιερέα. Μελετά Σύγχρονη Ιστορία στην Οξφόρδη, κατόπιν Ανθρωπολογία στο Λονδίνο. Από το 1926-1940 αναλαμβάνει πολλές αποστολές στο Σουδάν, ενώ διακόπτει για σύντομα διαστήματα κατά τα οποία διδάσκει στα πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Καΐρου. Το 1945 γίνεται καθηγητής στην Οξφόρδη όπου παραμένει μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Η εργογραφία του αριθμεί πάνω από τετρακόσιους τίτλους μελετών. Θεωρείται ειδικός για τους πληθυσμούς του Νοτίου Σουδάν, είναι βασικός θεωρητικός των συστημάτων εξουσίας σε κοινωνίες χωρίς κράτος και καταλαμβάνει μια πολύ σημαντική θέση στην ιστορία της αφρικανικής Εθνολογίας στον παράγοντα της στον παράγοντα της σύγκρουσης. Για την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, οι συγκρούσεις των κοινωνιών που οδηγούν σε ραγδαίες μεταβολές συνήθως συγκαταλέγονται σε ανομικά ή παθολογικά φαινόμενα. Αντίθετα με τη θεωρία του Έβανς-Πρίτσαρντ, οι συγκρούσεις και οι δυσλειτουργίες θεωρούνται εγγενείς σε κάθε κοινωνικό σύστημα, αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα που δεν το αποδομούν, ενώ μπορεί να ευνοήσουν την ενίσχυση του. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ ανανέωσε την καθαρά λειτουργιστική παράδοση μελέτης της κοινωνίας και εισήγαγε μια επανάσταση στην Ανθρωπολογία, η οποία εστιάζει το ενδιαφέρον της όχι πλέον τόσο στη λειτουργία όσο στη σημασία. Τον Έβανς-Πρίτσαρντ απασχολούσε πολύ να παρακολουθήσει τη σκέψη των ανθρώπων της φυλής την οποία μελετούσε. Τον ενδιέφερε να ανακαλύψει τι μεσολαβεί ανάμεσα στη θέα ενός πράγματος και στη σκέψη η οποία σχηματίζεται πόντο σε αυτό. Ένα ζώο, για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει για έναν ιθαγενή έναν τοτεμικό αδερφό, ανήκει δηλαδή στην οικογένειά του που έχει ένα κοινό τοτέμ, και για αυτό βέβαια δε θα το σκοτώσει. Πρόκειται για μια σημασία μάλλον ακατανόητη για ένα δυτικό άνθρωπο. Η διαφορά στη σημασία των λέξεων είναι και ένα πρόβλημα που αφορά τη μετά-
|
στην Ανθρωπολογία και στην Ιστορία, η θέση των γυναικών στην Ιστορία, η συγγένεια, σι συναλλαγές, τα Λεκτικά παίγνια, ο θεσμός του γάμου, η έννοια της πατρότητας. Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού Ο Λεβί-Στρως δέχτηκε και αξιοποίησε πολλές επιδράσεις. Όπως εξομολογείται ο ίδιος στους Θλιβερούς Τροπικούς, ανακαλύπτει την κρυφή τάξη της φύσης μέσω της Γεωλογίας• ο Φρόυντ του δίδαξε το σκοτεινό κόσμο των συναισθημάτων και των ορμών ο Μαρξ ότι η Κοινωνική Επιστήμη δεν οικοδομείται στον κόσμο των γεγονότων. Σε ένα από τα βασικότερα έργα του, τις Στοιχειώδεις Δομές της Συγγένειας, επιχειρεί τη μαθηματική ανάλυση της συγγένειας, με τη βοήθεια του Α. Βέιλ (Α. Weil). Η προσπάθειά του να αποδείξει μαθηματικά τις σχέσεις συγγενείας εκφράζει το ενδιαφέρον του να βρει τους κοινούς συντελεστές φύσης και κοινωνίας, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις Ανθρωπιστικές και στις θετικές Επιστήμες, ανάμεσα στα ανθρώπινα φαινόμενα και στη φύση. Από τον Μαρσέλ Μως (Μ. Mauss) ο Λεβί-Στρως Ο Κλωντ Λεβί-Στρως (Claude Levi-Strauss, 1908- ) γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, σπούδασε στο Παρίσι Φιλοσοφία και, μετά από ολιγόχρονη θητεία ως καθηγητής Λυκείου, δέχεται να διδάξει ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο (Βραζιλία). Με τη μετακίνηση αυτή, η οποία άλλαξε τη ζωή του, άρχισαν οι εθνογραφικές του έρευνες στις φυλές των Ινδιάνων της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στο βιβλίο του Θλιβεροί Τροπικοί, περιγράφει το οδοιπορικό του στο νέο κόσμο στον οποίο εισήλθε, μέσα από τον οποίο άρχισε να βλέπει από διαφορετική οπτική τον πολιτισμό. Επιστρέφει το 1939 στο Παρίσι, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Μια και ήταν εβραϊκής καταγωγής, δεν είχε παρά μία επιλογή, να φύγει. Καταφεύγει, όπως και χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, στη Νέα Υόρκη, όπου διδάσκει σιη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών (New School of Social Research). To 1948 επιστρέφει στο Παρίσι και αναλαμβάνει καθήκοντα υποδιευθυντή στο Μουσείο του Ανθρώπου, στον τομέα της Εθνολογίας. Διδάσκει στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών, το 1959 εκλέγεται καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας και το 1973 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας. |
μαθαίνει ότι η αλληλεγγύη μπορεί να επιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο αν σχηματιστεί μια δομή αμοιβαιότητας, ένα σύστημα ανταλλαγών το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη συμμαχιών ανάμεσα σε ανθρώπους και ομάδες. Οι ανταλλαγές περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες, γλώσσα, σύμβολα και γυναίκες. Το σύστημα ανταλλαγών όμως βασιζόταν σε κανόνες• οι άνθρωποι δεν επέλεγαν αυθαίρετα όποια γυναίκα ήθελαν.
Καθοριστική, επίσης, ήταν η επίδραση την οποία δέχτηκε και αξιοποίησε από τη Γλωσσολογία του διάσημου Ελβετού γλωσσολόγου Φ. ντε Σωσσύρ (F. de Saussure, 1857-1915), κυρίως δε του Ρώσου γλωσσολόγου Ρ. Γιάκομπσον (R. Jacobson, 1896-1982). Ο Λεβί-Στρως εισάγει το στρουκτουραλισμό/δομισμό στην Ανθρωπολογία. Με τη μέθοδο αυτή, επιχειρεί να περιγράψει ορισμένες κατηγορίες φαινομένων όπως, για παράδειγμα, τη συγγένεια. Διερωτάται τι είναι η δομή και ποιος ο λόγος της. Προχωρεί στην ανακάλυψη των βασικών στοιχείων τα οποία τη συνθέτουν, όπως η απαγόρευση της αιμομιξίας. Βλέπει ότι το στοιχείο της απαγόρευσης αυτής οδηγεί σε μια σειρά συνέπειες μέσα από τις οποίες διαμορφώνονται σχέσεις. Δηλαδή μόνο οι άντρες έχουν το δικαίωμα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις γυναίκες και αυτός που παίρνει γυναίκα έχει και την υποχρέωση να δίνει γυναίκα. Σκο- |
πός της μεθόδου είναι η ανακάλυψη των αναγκαίων σχέσεων σε μια ομάδα και οι κανόνες βάσει των οποίων συνδυάζονται οι σχέσεις αυτές. Ανάμεσα στις θεμελιώδεις δομές συγκαταλέγονται η αμοιβαιότητα, η συμμαχία, ο συμβολικός χαρακτήρας του δώρου. Ο Λεβί-Στρως δεν πιστεύει ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, έξυπνοι και κουτοί λαοί. Θεωρεί ότι το είδος της λογικής που χαρακτηρίζει τη μυθική σκέψη είναι τόσο αυστηρό όσο και εκείνο της σύγχρονης επιστήμης. Θέτει υπό αμφισβήτηση, με άλλα λόγια, τα συγκριτικά και τα εθνοκεντρικό κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται οι πολιτισμοί και εδραιώνεται η ιδέα της εξέλιξης και της προόδου. Στην ιδέα της παγκόσμιας προόδου, στενά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατία του 19ου αιώνα, ο Λεβί-Στρως απαντά με το όραμα ενός νέου ανθρωπισμού, στο οποίο βλέπει τη συμφιλίωση ανθρώπου και φύσης. Ο Λεβί-Στρως στράφηκε στη μελέτη των δομών της κοινωνικής ζωής οι οποίες δεν είναι συνειδητές για τα άτομα. Αποδίδει στην Ανθρωπολογία το καθήκον να αναζητήσει τις μη συνειδητές δομές στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε με τη μελέτη των θεσμών και, ακόμη καλύτερα, με τη μελέτη της γλώσσας. Ως το κατεξοχήν πρόβλημα της Εθνολογίας θεωρεί την επικοινωνία, πώς δηλαδή θα επικοινωνήσουν μεταξύ τους τα διάφορα υποκείμενα που προέρχονται από τους διαφορετικούς πολιτισμούς και ζουν κάτω από διαφορετικού τύπου σχέσεις. Ο στρουκτουραλισμός επιχειρεί να δώσει την ανατομία των σχέσεων στις οποίες βασίζεται και τις οποίες εκφράζει η επικοινωνία. Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας 3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία Η Μάργκαρετ Μηντ εκπροσωπεί τον κουλτουραλισμό στην Ανθρωπολογία, μια θεωρητική κατεύθυνση η οποία επικρατεί στην Αμερική κυρίως κατά τις δεκαετίες '30-'40. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική τάση, κάθε κουλτούρα θεωρείται ότι έχει μια ιδιαίτερη σύνθεση, ότι είναι μοναδική, και μελετάται με αφετηρία τη ζωή και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στο άτομο, στις πολιτισμικές διαφορές, η αμφισβήτηση κοινών γνωρισμάτων και κανόνων που να ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και τις κουλτούρες, το ενδιαφέρον για την περιγραφή των φαινομένων και όχι για τη θεμελίωση της εξήγησης, αποτελούν γνωρίσματα ενός πολιτισμικού σχετικισμού. Σε θεωρητικό επίπεδο, ο κουλτουραλισμός επιτρέπει τη σύνδεση ανάμεσα στην Ψυχολογία και την Κοινωνιολογία. Σε |
Η Μάργκαρετ Μηντ (Margaret Mead, 1901-1978) γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια (Πενσυλβάνια). Ο πατέρας της ήταν πανεπιστημιακός καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και η μητέρα της κοινωνιολόγος. Σπουδάζει Ψυχολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο οποίο κατόπιν γίνεται καθηγήτρια. Κατά την πρώτη της αποστολή μελετά τη φυλή των Σαμόα στη Νέα Γουινέα, στην οποία θα αφιερώσει το πρώτο της έργο, Η Ενηλικίωση στη Σαμόα, 1927. Στις επόμενες αποστολές της, μελετά τρεις διαφορετικές κοινωνίες στη Νέα Γουινέα. Στο πιο γνωστό της έργο, Φύλο και Ιδιοσυγκρασία σι Τρεις Πρωτόγονες Κοινωνίες, 1935, βασισμένο στο υλικό αυτών των κοινωνιών, επιχειρεί να υποστηρίξει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα δεν οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες αλλά στη διαπαιδαγώγησή τους. Επιχειρεί, επίσης, να συνδέσει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων με τις ιδιαίτερες πολιτισμικές συνθήκες• με τη σύνδεση αυτή Ψυχολογίας και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, επιδιώκει να αμφισβητήσει την καθολικότητα των προβλημάτων της εφηβείας. ιδεολογικό επίπεδο, ο πολιτισμικός σχετικισμός συνεισέφερε στη μάχη εναντίον ρατσιστικών, εθνοκεντρικών και ανδροκρατικών προκαταλήψεων και συνδέεται με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας Ανακεφαλαίωση
Οι Κοινωνικές Επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους εμφανίζονται τον 19ο αιώνα, μετά τις πολιτικές επαναστάσεις κατ τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, με την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης και την ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Ήδη όμως το αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης έχει αρχίσει να μελετάται συστηματικά από τον 17ο αιώνα, με την Αγγλική Επανάσταση, και το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Μέχρι τον 18ο αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα Μαθηματικά προσφέρουν το πρότυπο όλης της επιστήμης και της κοινωνικής σκέψης, αν και βέβαια δεν το χειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο στ διάφοροι θεωρητικοί. Από τον 19ο αιώνα δίνεται μεγάλη έμφαση στη μέθοδο και στις έννοιες για τον προσδιορισμό των ερευνούμενων αντικειμένων. Εισάγονται νέες μέθοδοι και έννοιες για την εξέταση κάθε αντικειμένου και έτσι ξεχωρίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες μεταξύ τους. Επιπλέον, και στο εσωτερικό κάθε επιστήμης εμφανίζονται διαφορετικά υποδείγματα. Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία είναι κοινά, όπως για τη δομή, τη |
λειτουργία, τη μεταβολή, και ορισμένες μέθοδοι που συναντώνται σε όλους σχεδόν τους κλάδους. Η συνεισφορά των θεμελιωτών κάθε Κοινωνικής Επιστήμης αναγνωρίζεται για τις νέες μεθόδους, τις έννοιες και τα ερωτήματα που έθεσε ο καθένας για την έρευνα της κοινωνικής πράξης σε όλες τις πλευρές της. Πρόκειται για μεθόδους και έννοιες που χρησιμοποιούνται και εξελίσσονται ακόμη, ερωτήματα που απασχολούν και σήμερα. α. Πολιτική - Στις πολιτικές θεωρίες του 17ου και του 18ου αιώνα, υιοθετείται η νομική-πολιτική ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα συναινούν για τη θεσμική συγκρότηση της κοινωνίας και για τη συγκρότηση του αστικού κράτους. Εντοπίζονται όμως διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους θεωρητικούς, οι οποίες οφείλονται και στην ιστορική εποχή κατά την οποία γράφονται οι θεωρίες τους και στον τύπο του κράτους και των ελευθεριών των πολιτών που εισηγούνται. - Με το πολιτικό έργο του Χομπς παρουσιάζει για πρώτη φορά μια πλήρης θεωρία για το κράτος και το επιχείρημα υπέρ της απόλυτης αλλά όχι αυθαίρετης εξουσίας. Ο Λοκ θέτει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής μορφής διακυβέρνησης, ενώ ο Ρουσσώ εισάγει τους όρους και τις έννοιες μιας θεωρίας δημοκρατίας. - Τέλος, τον 19ο αιώνα, από την πολιτική θεωρία του Μαρξ ασκείται κριτική στην ιδέα ότι το κράτος προκύπτει από τη συναίνεση ανάμεσα σε άτομα ίσα και ελεύθερα, υποστηρίζεται ότι ο ατομικισμός είναι συνέπεια και όχι αιτία του ταξικού πολιτικού-οικονομικού συστήματος. Επισημαίνεται ο χωρισμός ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος και εκπονείται μια κριτική θεωρία προς τους όρους θεμελίωσης του κράτους. β. Οικονομία - Η Οικονομία, ως Πολιτική Οικονομία, εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Απέναντι σε ένα βασικό πρόβλημα που εξετάζει, τη σχέση κράτους και οικονομίας, και στην επιδίωξη για μια ευημερούσα κοινωνία, οι τοποθετήσεις των θεμελιωτών της επιστήμης αυτής βασίζονται σε διαφορετικά υποδείγματα. |
- Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο τοποθετούνται υπέρ της οικονομικής ελευθερίας των ιδιωτών και όχι υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Και οι δυο, όπως στη συνέχεια και ο Μαρξ και ο Κέυνς, δίνουν μεγάλη σημασία στην αξία της εργασίας. Ο Ρικάρντο επιδιώκει να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την οικονομική παραγωγή. - Ο Μαρξ απορρίπτει την άποψη του Σμιθ ότι προτεραιότητα στη λειτουργία και στην Εξήγηση της οικονομίας έχει το ατομικό συμφέρον. Εμβαθύνει στη μελέτη των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία ξεκίνησε ο Ρικάρντο, και κατασκευάζει έννοιες για τη συνολική μελέτη του οικονομικού συστήματος, όπως παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέσεις, υπεραξία. Διαπιστώνει ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές. Εντοπίζει την ανάγκη για τη μετατροπή τους, με κριτήριο την απελευθέρωση όλων των δυνάμεων της οικονομίας και του ανθρώπου. - Ο Κέυνς, σε αντίθεση προς τον Σμιθ και τον Ρικάρντο. υποστηρίζει την παρέμβαση την κράτους για τη ρύθμιση της οικονομίας και τον περιορισμό της ανεργίας. Υποστηρίζει όμως τη διατήρηση του δεδομένου συστήματος και όχι τη ριζική αλλαγή του, οίκος ο Μαρξ. γ. Κοινωνιολογία - Στην καθιέρωσή της συμβάλλει ο Κοντ, από τον οποίο αποκτά το όνομά της και τις πρώτες μεθόδους, τις οποίες, αρχικά, δανείζεται από τη Φυσική. -Τα μεθοδολογικά υποδείγματα της κοινωνιολογικής μελέτης διαφέρουν μεταξύ τους. - Η μαρξιστική θεωρία μελετά τις κοινωνικές σχέσεις με τη διαλεκτική μέθοδο, δίνει έμφαση στην κοινωνική ανισότητα και προσανατολίζεται στην έρευνα των δυνατοτήτων για κοινωνική αλλαγή. - Ο Ντυρκέμ βλέπει την κοινωνία θετικά, μελετά πώς λειτουργεί, πώς είναι δυνατή η συνοχή της, και προσανατολίζεται στην αντικειμενική και ουδέτερη μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. - Ο Βέμπερ συνεισφέρει στην ορθολογική εξήγηση της ατομικής πράξης και κατασκευάζει τόπους πράξεων ως βασικά εργαλεία εξήγησής τους. Βασική είναι η συμβολή του στη μελέτη της γραφειοκρατίας. |
δ. Ψυχολογία - Τον 19ο αιώνα στην έρευνα της νόησης και της συμπεριφοράς αρχίζουν να χρησιμοποιούνται μέθοδοι των Φυσικών Επιστημών η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα, οι οποίες εισάγονται στο πειραματικό εργαστήριο του Βουντ. Αν και διατυπώνονται πολλές αντιρρήσεις για τη χρησιμοποίησή τους ειδικά στον άνθρωπο, διευκολύνουν όμως την Ψυχολογία να αποσπαστεί από τη Φιλοσοφία και να αποτελέσει ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο. Το αντικείμενο της στη συνέχεια διαιρείται σε επιμέρους τομείς. Οι διάφορες σχολές που εμφανίζονται εξετάζουν και μία πλευρά του αντικειμένου εισάγοντας νέες έννοιες και μεθόδους. - Η Πειραματική Ψυχολογία, με ιδρυτή τον Βουντ, δίνει έμφαση στην αναλυτική εξέταση των λειτουργιών της συνείδησης και χρησιμοποιεί πειραματικές μεθόδους. Η σχολή του συμπεριφορισμού χρησιμοποιεί και αυτή το πείραμα, αλλά για τη μελέτη της συμπεριφοράς. Η μορφολογική σχολή διατυπώνει τη θέση ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ολοκληρωμένα σύνολα. Η σχολή αυτή προσανατολίζεται στην κατανόηση βιωμάτων και νοητικών λειτουργιών στη συνολική τους μορφή, στην πλήρη τους διάρθρωση και όχι, όπως η Πειραματική Ψυχολογία, μέσα από την ανάλυση των μερών τους. Η ψυχαναλυτική σχολή, με θεμελιωτή τον Φρόυντ, προσανατολίζεται σιη διερεύνηση των ασυνείδητων ορμών του ανθρώπου και εισάγει ένα νέο σχήμα για την αναπαράσταση της δομής του ψυχισμού. Με την Ψυχανάλυση, το άτομο υπό την καθοδήγηση του ψυχαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του, προκειμένου να αποκαταστήσει και να ελέγξει το ίδιο τη σχέση του με τον εαυτό του και τους άλλους. Τέλος, η Κοινωνική Ψυχολογία εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου μέσα στην ομάδα, χρησιμοποιεί έννοιες και μεθόδους της Κοινωνιολογίας και της Ψυχολογίας, χωρίς όμως να ανάγει τα φαινόμενα αποκλειστικά είτε τον έναν είτε στον άλλο κλάδο. ε. Ανθρωπολογία - Η Ανθρωπολογία ως Κοινωνική Ανθρωπολογία δανείζεται εννοιολογικά εργαλεία και μεθόδους από την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία, τη Γλωσσολογία, την Ιστοριογραφία, την Ψυχολογία. Η έρευνά της βασίζεται στην επιτόπια έρευνα, με την οποία και ξεχωρίζει από τις άλλες επιστήμες. |
- Διακρίνονται αφ' ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, και αφ' ετέρου η αμερικανική, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία. Στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, ξεχωρίζουν αφ' ενός η βρετανική σχολή, αφ' ετέρου η γαλλική. - Θεμελιωτές της βρετανικής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: Ο Μαλινόφσκι θεωρείται ο θεμελιωτής της επιτόπιας έρευνας και διερευνά το αντικείμενο του αξιοποιώντας τη λειτουργιστική μέθοδο. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν, εκτός από το ερώτημα που απασχολεί το λειτουργισμό, δηλαδή το πώς διατηρείται η συνοχή της κοινωνίας, προσθέτει το ερώτημα πώς δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνικής δομής. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ συμβάλλει στη σύνδεση της Ανθρωπολογίας με την Ιστορία και διερευνά προβλήματα που αφορούν τη σημασία των λέξεων, κάτι πολύ σημαντικό για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη. - Ο Λεβί-Στρως, θεμελιωτής της γαλλικής σχολής Ανθρωπολογίας, εισάγει το δομισμό στην Ανθρωπολογία, με τον οποίο επιχειρεί να παρουσιάσει την ανατομία των συστημάτων συγγένειας. - Η Πολιτισμική Ανθρωπολογία στην Αμερική, με θεμελιωτές τον Μπόας και τη Μηντ, έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Υποστηρίζει τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμού και εισάγει την εκ των ένδον κατανόησή του και τον πολιτισμικό σχετικισμό. Σε γενικές γραμμές, από τον 19ο αιώνα εμφανίζεται η τάση διαίρεσης του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, κατασκευάζονται νέες έννοιες και αναδύονται νέα και διαφορετικά υποδείγματα έρευνας. Παρ' όλες όμως τις διαφορές, εντοπίζονται ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία απασχολούν το σύνολο των επιστημών όπως σχετικά με τη λειτουργία ενός φαινομένου, τη δομή του, τις δυνατότητες και τους όρους μεταβολής του. Για την απάντηση των ερωτημάτων αυτών οργανώνονται ανάλογες μέθοδοι, οι οποίες αποτελούν το σημείο τόσο διαφορών όσο και κοινού προβληματισμού και διαλόγου, όπως θα συζητηθεί διεξοδικά στο Επόμενο κεφάλαιο. |
Βασικοί όροι .Κοινωνική Φυσική, θετικισμός, κοινωνική στατική, κοινωνική δυναμική, νόμος των τριών σταδίων, θεολογικό-μεταφυσικό-θετικιστικό στάδιο/διαλεκτική, κοινωνικές σχέσεις, ταξικές σχέσεις, κεφαλαιοκρατική τάξη, εργατική τάξη, συνείδηση, αλλοτρίωση, ψευδής συνείδηση, ταξική συνείδηση/κοιντονική συνοχή, κοινωνικά γεγονότα, μηχανική αλληλεγγύη, οργανική αλληλεγγύη, συλλογική ή κοινή συνείδηση, συλλογικές αναπαραστάσεις, ανομία, ανομικός τύπος αυτοκτονίας/κατανόηση, ορθολογικοποίηση, ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη, ορθολογική ως προς τις αξίες πράξη, συγκινησιακοί προσδιορισμένη πράξη, παραδοσιακή πράξη, ιδεότυπος ή καθαρός τύπος οικονομική ελευθερία, καταμερισμός της εργασίας, Αόρατο Χέρι, φθίνουσα απόδοση, συγκριτικό πλεονέκτημα/παραγωγικές δυνάμεις, κεφάλαιο, υπεραξία/συμμετοχική ένωση, επενδύσεις Κοινωνικό Συμβόλαιο, φυσική κατάσταση, γενική θέληση, θέληση όλων/ Πειραματική Ψυχολογία, ενδοσκόπηση, συμπεριφορισμός, ερέθισμα-αντίδραση, μορφολογική σχολή, μορφή, ασυνείδητο, εγώ, μηχανισμοί άμυνας, υπερεγώ, Ψυχανάλυση, Κοινωνική Ψυχολογία, κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση. |
Ερωτήσεις 1. Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στους τόπους της φυσικής κατάστασης των Χομπς, Λοκ και Ρουσσώ; Μπορούν να εξηγηθούν οι διαφορές τους; 2. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικά Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη της βεμπεριανής Κοινωνιολογίας; 3. Απέναντι στο ερώτημα «ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικων πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών πώς τοποθετούνται οι Άνταμ Σμιθ και Τζον Κέυνς και ποια επιχειρήματα προβάλλουν; Ποιο θεωρείτε πειστικότερο και γιατί; 4. Ποιες έννοιες της οικονομικής θεωρίας του Ρικάρντο αξιοποιεί ο Μαρξ; Ποιες νέες έν- νοιες εισάγει και με ποιο πρακτικό προσανατολισμό; 5. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη του Βέμπερ; 6. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν το ερώτημα που αφορά τη διασφάλιση της κοινωνικής συ- νοχής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το προσεγγίσουν; 7. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν ως πρόβλημα τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής: Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το εξετάσουν; 8. Απέναντι στο πρόβλημα που αφορά τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν σε προτεραιότητα την ατομική πράξη και ποιοι επιχειρούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα αυτό εισάγοντας έννοιες που αφορούν συνολικά την κοινωνική πράξη και τις κοινωνικές σχέσεις; Ποιες οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους; 9. Πώς εξετάζει την πράξη ο Ντυρκέμ και πώς ο Βέμπερ; 10. Να αναφέρετε παραδείγματα πράξεων από την καθημερινή σας ζωή, οι οποίες ανταπο- κρίνονται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης. 11. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρώτα το όλον και μετά τις λεπτομέρειες ή αντίστροφα, σύμφωνα με τη μορφολογική σχολή; Τι θα υποστήριζε η πειραματική σχολή Ψυχολογίας; 12. Με ποιον από τους θεμελιωτές κοινωνιολόγους παρουσιάζει κοινά, ως προς τη χρήση εννοιών και τον χειρισμό προβλημάτων, ο Μαλινόφσκι; Ποια μέθοδο προσθέτει η Κοι- νωνική Ανθρωπολογία, με την οποία ξεχωρίζει από άλλες Κοινωνικές Επιστήμες; 13. Ποια νέα ερωτήματα προσθέτουν ο Ράντκλιφ-Μπράουν και ο Έβανς-Πρίτσαρντ στην εθνολογική έρευνα; Ποια η συμβολή καθενός στην ανανέωση της ανθρωπολογικής έρευνας; |
14. Ποια η συμβολή του Λεβί-Στρως στη μεθοδολογία της Ανθρωπολογίας; Ποια η σημασία αυτής της συμβολής τόσο για τις Κοινωνικές Επιστήμες, γενικότερα, όσο και για τη σχέση τους με τις Θετικές Επιστήμες; Βιβλιογραφία Μ. Αγγελίδης, Η Γένεση τον Φιλελευθερισμού, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994. Ά. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983. Κλ. Λεβί-Στρως, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1998. Μ. Marx-W. Cronan-Hillix, Systems and Theories in Psychology, McGraw-Hill International Editions, New York 1974. Gh. de Montlibert, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998. Σ. ΙΊαπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991. G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw-Hill International Editions, New York 1996. Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1997 |