![]() Ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού (Πομπηία, Εθνικό Μουσείο Νεαπόλεως) Η λύση του γόρδιου δεσμούΑ. Κείμενο Ο Φλάβιος Αρριανός (περ. 95-175 μ.Χ.) καταγόταν από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας και προερχόταν από επιφανή οικογένεια. Τιμήθηκε με ιερατικά αξιώματα στην πόλη του και αργότερα κατέλαβε υψηλές διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις του ρωμαϊκού κράτους. Νέος παρακολούθησε τη διδασκαλία του στωικού φιλοσόφου Επικτήτου, της οποίας κατέγραψε τα βασικά στοιχεία. Στα μέσα του 2ου αι. ήρθε στην Αθήνα, όπου έλαβε την ιδιότητα του πολίτη και εκλέχθηκε επώνυμος άρχοντας (147-148 μ.Χ.). Εκτός από το έργο του για τη φιλοσοφία του Επικτήτου, συνέγραψε στρατιωτικές πραγματείες και βιογραφίες. Το σπουδαιότερο έργο του, όμως, είναι η Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, η σημαντικότερη πηγή για την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, συμπλήρωμα της οποίας είναι η Ἰνδική. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐς Γόρδιον παρῆλθε, πόθος λαμβάνει αὐτὸν τὴν ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν. Πρὸς δὲ δὴ ἄλλοις καὶ τόδε περὶ τῆς ἁμάξης ἐμυθεύετο, ὅστις λύσειε τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμά Τα σωζόμενα ερείπια της φρυγικής πόλης Γόρδιον, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος έκοψε τον γόρδιο δεσμό (Αρχείο Παπύρου)
Γλωσσικά σχόλια
Σύμφωνα με τον θρύλο, η γέννηση του Αλεξάνδρου που απεικονίζεται σε αυτό το ελληνορωμαϊκό ψηφιδωτό, συνδεόταν με την καταστροφή του μεγάλου ιερού της Αρτέμιδος στην Έφεσο από πυρκαγιά, που προανάγγελλε την κατάκτηση της Ασίας από τον Αλέξανδρο (Εθνικό Μουσείο Βηρυτού)
Β1. Λεξιλογικός Πίνακας
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ζευγνύω (και ζεύγνυμι) [= δένω μαζί με κάτι άλλο, ζευγαρώνω, ζεύω] θ. ζευγ-, ζυγ- [στο κείμενο συναντήσατε τον τύπο ζυγοῦ] |
||||
Αρχαία Ελληνική |
Αρχαία / Νέα Ελληνική |
Νέα Ελληνική |
||
|
ὁ ζύγιος ἡ ζεύγλη [= το καμπύλο μέρος του ζυγού] |
ἡ ζεῦξις (-η) [= (α.ε.) 1. η σύνδεση, 2. το ζέψιμο αλόγων] τὸ ζεῦγμα [= (α.ε.) το μέσο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση] τὸ ζεῦγος τὸ ζευγάριον (-ι) ὁ ζευγίτης ζευκτήριος [= (α.ε.) ο κατάλληλος για ζεύξη] ζευκτός ζυγόω, ζυγῶ (-ώνω) [= (α.ε.) ενώνω κάτω από τον ίδιο ζυγό, (ν.ε.) πλησιάζω] τὸ ζυγόν και ὁ ζυγός τὸ ζύγωμα |
ζεύω [= τοποθετώ ζώα στον ζυγό, για να σύρουν φορτίο] ζέψιμο ζευγάς [= ο ζευγίτης] ζευγαρώνω ζευγαρωτός ζυγαριά ζύγισμα ζύγιση ζύγι ζυγωματικός |
||
|
διαζεύγνυμι ζυγοστατέω, ζυγοστατῶ [= ζυγίζω] ζυγοποιέω, ζυγοποιῶ [= φτιάχνω ζυγούς] τὸ ζυγόδεσμον τὸ ζύγαστρον [= κουτί, κιβώτιο] ζευγοτρόφος ὁ σύζυξ [= ο συζευγμένος] παραζεύγνυμι [= 1. ζεύω μαζί, 2. ενώνω, παντρεύω] ὁ ἄζυξ [= άζευκτος, άγαμος] |
ζευγηλάτης [= (α.ε.) ο οδηγός ζεύγους βοδιών, ο ζευγίτης, (ν.ε.) ο ζευγολάτης] ἡ διάζευξις (-η) ἡ σύζευξις (-η) ὁ συζυγής [= αυτός που είναι συνδεδεμένος με άλλον σε ενιαίο σύνολο] ἡ συζυγία σύζυγος ὁ ὁμόζυξ (ν.ε. ομόζυγος) |
ζυγοστάθμιση διαζύγιο διαζευκτήριο διαζευγμένος σύζευγμα [= το αποτέλεσμα της σύζευξης] συζυγικός |
||
| ἡ ζεῦξις | → | ___________________ |
| τὸ ζεῦγμα | → | ___________________ |
| τὸ ζεῦγος | → | ___________________ |
| Α′ | Β′ |
|---|---|
| 1. ζευγαρωτή | α. λύσατε |
| 2. συζυγείς | β. α′ συζυγίας |
| 3. τους ζυγούς | γ. διαζύγιο |
| 4. συζυγική | δ. σύνδεσμος |
| 5. ζυγαριά | ε. αριθμοί |
| 6. διαζευκτικός | στ. κλίνη |
| 7. παίρνω | ζ. ακριβείας |
| 8. ρήματα | η. ομοιοκαταληξία |
| α. αυτός που δεν έχει ζευγάρι, ο άγαμος | ___________________ |
| β. ο διαχωρισμός | ___________________ |
| γ. ο ενωμένος με κάποιον άλλο κάτω από τον ίδιο ζυγό / ο έγγαμος | ___________________ |
| δ. η ένωση | ___________________ |
|
α. «Στοιχηθείτε κατά _______________» είπε ο γυμναστής και οι μαθητές έφτιαξαν δυάδες. β. Αβάσταχτος ήταν για τους Έλληνες ο _______________ (μτφ.) του Τούρκου κατακτητή. γ. Η _______________ Ρίου-Αντιρρίου είναι από τα έργα υποδομής που έλυσαν χρόνια προβλήματα. δ. Από τα δώρα που πήρα για τη γιορτή μου αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν ένα _______________ κόκκινα γάντια. |
ζεύγη ζευγάρι ζυγός ζεύξη |
• Ουσιαστικά που δηλώνουν όργανο ή μέσο |
|||||||
|
|||||||
| • Ουσιαστικά που δηλώνουν τόπο | |||||||
| |||||||
| θέλγω | → | τὸ | ___________________ |
| κομίζω | → | τὰ | ___________________ |
| φοβέω, φοβῶ | → | τὸ | ___________________ |
| πλήττω | → | τὸ | ___________________ |
| λάμπω | → | ὁ | ___________________ |
| λύω | → | τὸ | ___________________ |
| χέω | → | ἡ | χύ_________________ |
| ἡ | χο-_________________ |
| ἐργάζομαι | → | τὸ | ___________________ |
| ὀρχέομαι, ὀρχοῦμαι | → | ἡ | ___________________ |
| δικάζω | → | τὸ | ___________________ |
| γυμνάζω | → | τὸ | ___________________ |
| Α′ | Β′ | δηλώνει |
|---|---|---|
| 1. κεράννυμι (= αναμειγνύω) | α. λέκτρον (= κρεβάτι) | _______________________ |
| 2. κλείω (= κλείνω) | β. κρατήρ | _______________________ |
| 3. λέχομαι (= κοιμίζω κάποιον) | γ. νιπτήρ | _______________________ |
| 4. γλύφω (= σκαλίζω) | δ. κλεῖθρον (= κλειδί) | _______________________ |
| 5. νίζω / νίπτω (= πλένω) | ε. γλύφανον (= σμίλη) | _______________________ |
Τα ρήματα στην οριστική των ιστορικών χρόνων, δηλ. του παρατατικού, του αορίστου και του υπερσυντελίκου, παίρνουν στην αρχή του θέματος αύξηση, η οποία δηλώνει το παρελθόν. Υπάρχουν δύο είδη αύξησης: η συλλαβική και η χρονική.
ρήματα που αρχίζουν |
ρήματα που αρχίζουν |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| συλλαβική αύξηση | χρονική αύξηση | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Παρατηρήσεις
Ο παρατατικός, όπως και στη ν.ε., είναι ο ιστορικός χρόνος που δηλώνει ότι μια πράξη γινόταν διαρκώς ή επανειλημμένα στο παρελθόν.
Το ρ. εἰμί κλίνεται στην οριστική του παρατατικού ως εξής (να συμπληρώσετε τους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών που λείπουν):
| α.ε. | ν.ε. | |
|---|---|---|
| ______________ | ἦ και ἦν | ήμουν |
| ______________ | ἦσθα | ήσουν |
| (οὗτος, αὕτη, τοῦτο) | ἦν | ήταν |
| ______________ | ἦμεν | ήμαστε |
| ______________ | ἦτε | ήσαστε |
| (οὗτοι, αὗται, ταῦτα) | ἦσαν | ήταν |
Σε αυτή την Ενότητα θα διδαχτείτε τον σχηματισμό της οριστικής έγκλισης του παρατατικού και του αορίστου ενεργητικής φωνής των βαρύτονων ρημάτων.


| οριστική παρατατικού | οριστική αορίστου | ||
|---|---|---|---|
| α.ε. | ν.ε. | α.ε. | ν.ε. |
| ἐ-τόξευ-ον ἐ-τόξευ-ες ἐ-τόξευ-ε ἐ-τοξεύ-ομεν ἐ-τοξεύ-ετε ἐ-τόξευ-ον |
τόξευα τόξευες τόξευε τοξεύαμε τοξεύατε τόξευαν |
ἐ-τόξευ-σ-α ἐ-τόξευ-σ-ας ἐ-τόξευ-σ-ε(ν) ἐ-τοξεύ-σ-αμεν ἐ-τοξεύ-σ-ατε ἐ-τόξευ-σ-αν |
τόξευσα τόξευσες τόξευσε τοξεύσαμε τοξεύσατε τόξευσαν |
Ισχύουν όσα διδαχτήκατε στην προηγούμενη Ενότητα για τη συγχώνευση του άφωνου χαρακτήρα του ρήματος με τον χρονικό χαρακτήρα -σ- στον μέλλοντα:
χειλικόληκτα: -ψα, π.χ. τρέπ-ω → ἔ-τρεπ-σ-α → ἔτρεψα, βλάπτω → ἔβλαψα.
ουρανικόληκτα: -ξα, π.χ. λήγω → ἔληγ-σ-α → ἔληξα, τάττω → ἔταξα.
οδοντικόληκτα: -σα, π.χ. πείθω → ἔπειθ-σ-α → ἔπεισα.
| εσύ άλλαζες | → | ______________________ |
| εγώ έβλαψα | → | ______________________ |
| εμείς διδάσκαμε | → | ______________________ |
| εσείς ψηφίσατε | → | ______________________ |
| οι πολίτες κινδύνευαν | → | ______________________ |
| ενεστώτας | παρατατικός | μέλλοντας | αόριστος |
|---|---|---|---|
| ἀγοράζεις | |||
| ἐδίωκε | |||
| κόψετε | |||
| ἔπαυσαν | |||
| τρέπομεν | |||
| ἐγύμναζες | |||
| ἔπεισαν | |||
| πλήττει | |||
| ἁρπάσομεν | |||
| ἐστρέφετε |
|
α. α′ πληθ. οριστ. αορ. ρ. ἀθροίζω β. γ′ εν. οριστ. αορ. ρ. κρούω γ. β′ εν. οριστ. παρατ. ρ. κόπτω δ. β′ εν. οριστ. αορ. ρ. σῴζω ε. γ′ εν. οριστ. αορ. ρ. ἱππεύω στ. γ′ πληθ. οριστ. παρατ. ρ. νομίζω ζ. β′ πληθ. οριστ. αορ. ρ. ἐλπίζω |
![]() |
Οὐδὲν ἀλυσιτελέστερόν ἐστι φιλοδοξίας
Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 5.41
Τίποτε δεν είναι πιο ανώφελο από τη φιλοδοξία.
[1] Παρασύνθετα λέγονται τα ρήματα που προέρχονται: α. από συγγενή σύνθετα ονόματα, π.χ. δυστυχής > δυστυχῶ, ή β. από δύο ή περισσότερες λέξεις που αποτελούν μία έννοια, π.χ. ἐν χειρὶ τίθημι (= τοποθετώ στο χέρι) > ἐγχειρίζω.