Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος (B Λυκείου Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Επίμετρο Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

 

 

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

 

 

1. Ενώ αξιόπιστοι μάρτυρες μας μιλούν για τη συναρπαστική δύναμη του λόγου του Περικλή, στον Επιτάφιο μιλεί αυτός με προσεχτικά ζυγισμένες και κρύες λέξεις, αναπτύσσει δύσκολοερμήνευτους στοχασμούς πάνω σε τόσο γενικές αρχές, ώστε οι πολίτες, οι ξένοι, οι γυναίκες, στους οποίους απευθύνεται ο λόγος, δε θα ήταν ικανοί να καταλάβουν πολλά πράγματ' απ' αυτόν. Δεν είναι δηλαδή ο λόγος που ακούστηκε τη χειμωνιάτικη εκείνη μέρα του 430 στο «ωραιότερο προάστιο της Αθήνας», είν' ένας ύμνος της «δημοκρατίας» του Περικλή, το εγκώμιο της εποχής του Περικλή αμέσως πριν από το γεγονός που καμιά πολιτική ξυπνάδα δεν μπορούσε να προβλέψει και που σήμαινε την αρχή του τέλους, την εισβολή δηλαδή του λοιμού. Στις ακρότητες του σπαρτιατικού, καταπιεστικού της ατομικότητας πολιτεύματος αντιπαραθέτεται εδώ το αττικό, και ακριβώς η αληθινή αττική φύση, όπως έλαμπε στα διδάγματα του Σόλωνα και του Αισχύλου, βρίσκει τώρα την ωραιότερή της αποθέωση, το περίφημο «μέτρο», τη σωτήρια συνένωση των αντιθέσεων, που οδηγεί στην ανώτατη επίτευξη. Αυτό εκδηλώνεται εδώ παντού, ποικιλόμορφα. Σαν το χαραχτηριστικό της τότε Αθήνας κρίνεται το να κρατιέται το σωστό μέτρο ανάμεσα στην ελευθερία του τρόπου της ζωής και την υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους γραφτούς, όσο και τους άγραφους. Πόσο ιδιόρρυθμη εντύπωση προξενεί το παίνεμα των αττικών εορτών και θαυμάσιων οικοδομημάτων με την προσθήκη: «που η καθημερινή απ' αυτά ευχαρίστηση διώχνει τη λύπη»! Πόσο σοφά μπαίνει το σωστό σύνορο στου Αθηναίου τη λατρεία προς την τέχνη και τη μάθηση: «Αγαπούμε το ωραίο, αλλά με λιτότητα, και αγαπούμε τη σοφία, αλλά χωρίς να εκθηλυνόμαστε»! Η συμμετοχή του ατόμου στη δημόσια ζωή, ενώ δεν επιβάλλεται από το νόμο, λογαριάζεται ως αυτονόητο καθήκον, και το ότι η ορμή του Αθηναίου για δράση δε χαλαρώνεται από την ελεύθερη συζήτηση των πολιτικών προβλημάτων είναι δόξα του ξεχωριστή. Το εγκώμιο της δικής τους γενιάς ως της γενιάς που ανέβασε την Αθήνα στο ύψος της δύναμής της κλείνει μέσα του και το βαρυσήμαντο λόγο: «Όλες τις θάλασσες και τις στεριές τις αναγκάσαμε ν' ανοίξουν μπρος στην τόλμη μας, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία που θυμίζουν και τις επιτυχίες μας και τις συμφορές μας.» Και η σκέψη που ο ίδιος ο ρήτορας την ονομάζει συγκεφαλαίωση (4 1.1), ενώνει άλλη μια φορά τις φαινομενικά φυσικές αντιθέσεις πολιτείας και ατόμου, όταν λέει πως η πόλη ως σύνολο αποτελεί πραγματικά μια δύναμη που είναι «της Ελλάδος παίδευσις», και ο κάθε πολίτης της ξεχωριστά φτάνει ωστόσο στην πλουσιότερη ανάπτυξη των ατομικών του ικανοτήτων. Μόνο το δεύτερο μέρος του λόγου καταπιάνεται με το καθαυτό θέμα της ημέρας, το θάνατο των σκοτωμένων για την πατρίδα και την παρηγοριά των συγγενών τους, αλλά κι αυτό είναι διανθισμένο με πλατιούς γενικούς στοχασμούς. Κανένα όνομα δε μνημονεύεται, ούτε από τα περασμένα ούτε από τα τωρινά· κι εδώ εκείνο που δεσπόζει πάνω απ' όλα είναι η πόλη. Διαβάζουμε ακόμα πως όσοι έμειναν στη ζωή οφείλουν σαν τους νεκρούς να το δείξουν πως είναι θερμοί εραστές της πόλης τους. Έτσι ήταν τα πράγματα στην Αθήνα του Περικλή. Όταν όμως ο Θουκυδίδης κατάστρωσε γραπτά το λόγο, η δύναμη της πατρίδας του είχε σπάσει.
Ιστορία των κρατών γράφει, και το κράτος γι' αυτόν είναι πρώτα πρώτα δύναμη, όχι όμως δύναμη καθαρά υλικού είδους παρά μαζί και πνευματική οντότητα. Ιστορία γι' αυτόν είναι η σύγκρουση ιδεών γεμάτων εξουσία. Οι άνθρωποι τις υπηρετούν με τη δύναμη της θέλησης και του νου τους, με το πολιτικό τους πάθος, αλλά και με τη δοξομανία τους. [...] Αληθινά όμως, υπάρχει κι εδώ μεγαλείο, και, όπως όλα τα μεγάλα, έτσι και αυτό το έργο πήγασε από την αγάπη. Ο Θουκυδίδης είν' ένας τέτοιος θερμός «εραστής», όπως τους θέλει ο Περικλής. Αφιέρωσε τη ζωή του στην Αθήνα του Περικλή, που παράστησε το μεγαλείο της και το πρόσκαιρο γκρέμισμά της. Με αυτό τον τρόπο βοήθησε κι αυτός στην αθανασία της.
Βάλτερ Κραντς
(Μετάφραση θρ. Σταύρου)

 

 
 
2. Όλοι οι πολιτικοί θεωρητικοί στην Ελλάδα, μ' εξαίρεση τον Πλάτωνα, μιλούν για το κράτος με την ιδέα ότι υπάρχει για το άτομο. Ένας από αυτούς, φίλος και θαυμαστής του Περικλή, που εγνώρισε από κοντά τα πολιτικά πράγματα, για τα οποία έγραψε, μας άφησε στο έργο του το ιδεώδες της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Σώζεται αγέραστο σα Χάρτης της Δημοκρατίας, σαν Καινή Διαθήκη του Φιλελευθερισμού.
Στον Επιτάφιο Λόγο που τον βάζει στα χείλη του Περικλή, ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον Περικλή να διακηρύσσει την αντίληψή του για το τι είναι η Αθήνα και τι κάθε κράτος όφειλε να είναι. Μας κάνει αμέσως εντύπωση, όταν διαβάζομε το λόγο, η ολοκληρωμένη ελευθερία του Αθηναίου πολίτη, η απουσία κάθε προσπάθειας να τον κάμουν καλό με νόμους, η απουσία κάθε προστασίας εναντίον στην έλλειψη πατριωτισμού, και, αλήθεια, η απουσία κάθε φόβου γι' αυτό. Βρισκόμαστε μέσα σε ατμόσφαιρα πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Δε γίνεται λόγος για ταξικό μίσος και για ταξικό εγωισμό, που πρέπει να ικανοποιηθούν με ορισμένο σύστημα από επιταγές και ισοζύγια και αντισταθμίσεις, ούτε για υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αναγκαία για να εγχαράξει τον πατριωτισμό, να βάλει σε πειθαρχία και να κατευθύνει τις ανώμαλες ενεργητικότητες του όχλου, ούτε για συντάξεις, βγαλμένες από κρατήσεις επιθυμητές για να γεννήσουν την ιδέα για αποταμίευση, ούτε για νόμο προορισμένο να προστατέψει τους πολίτες από τη μέθη, για εκκλησιαστικά σχολεία και για θρησκευτική εκπαίδευση, που χωρίς αυτήν ο άνθρωπος πίσω πάλι θα πέσει στο βόρβορο απ' όπου βγήκε. Ο Περικλής ζει μέσα σε έναν ιδανικόν, ίσως πολύ ιδανικόν, κόσμο. Δεν του έτυχε να φοβηθεί μήπως η τέρψη θα περισπάσει τον Αθηναίο από το καθήκον του, κάθε υποψία για τις τέρψεις απουσιάζει τελείως από το λόγο του. Τέτοια πράγματα τα θεωρεί ουσιαστικό στοιχείο της εθνικής ζωής. «Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες...» Ούτε φοβάται μήπως η ψυχική καλλιέργεια και η παιδεία υποσκάψουν τις ρίζες του χαρακτήρα, εκθηλύνοντας τους άντρες, κάνοντάς τους καλύτερους να σκέπτονται παρά να αποφασίζουν. «Φιλοκαλοῦμεν γάρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας».
Υπήρχε στην Ελλάδα ένα κράτος όπου τέτοια πράγματα τα θεωρούσαν επικίνδυνα. Η Σπάρτη ήταν οργανωμένη με αρχές περισσότερο από Ρωμαϊκές, και οι πολίτες της ανατρέφονταν με μια σειρά γυμνάσια, με συσσίτια και λεπτομερειακούς κανονισμούς για να γίνουν αφοσιωμένοι υπηρέτες του κράτους... (Αντίθετα), αφήστε το άτομο στον εαυτό του και μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη ότι θα κάμει το καθήκον του, αυτή είναι η ιδέα του Περικλή. Καταπίεση, περιορισμός, απαγόρευση, είναι λέξεις που δεν τις βρίσκουμε στην πολιτική θεωρία του.
Ρ. Λίβινξτον
(Μετάφραση Β. Τατάκη)

 

 
 
3. Οτι ο Θουκυδίδης έγραψε πρώτος μιαν αντικειμενικά πιστωμένη έκθεση ενός πολέμου, ότι είναι ο πρώτος που μας έδωσε την αυστηρή ιστορική μέθοδο, είναι βέβαια κάτι πολύ μεγάλο. Κι' όμως υπάρχει μια δεύτερη νίκη του Θουκυδίδη, σαν ανθρώπου τώρα, κι' αυτή μάς γεννάει το θαυμασμό ακόμα πιο βαθύ: ύστερα από τόσα που είδε και έζησε, ότι εξακολουθεί ως το τέλος της ζωής του να πιστεύει στην Αθήνα και στον Αθηναίο με τόση δύναμη, ότι η ψυχή του κρύβει και στα εξήντα του χρόνια τόσο μύθο, είναι κι' αυτό μια χάρη δοσμένη μονάχα στους ξεχωριστούς. Ο ιστορικός που παλεύει να δώσει ό,τι ακριβώς έγινε, που βλέπει και περιγράφει τη ζωή όπως είναι, μικρή και ταπεινή, που δίνει την παθολογία του πολέμου σε όλη της την ωμότητα (3,82-84), που δε δειλιάζει να αναγνωρίσει στον ανθρώπινο αγώνα συχνά τα πιο ταπεινά ελατήρια, ο ψυχρός αυτός πραγματιστής κρατάει ακόμα στην ψυχή του θέση, για ν' ανθίσει εκεί ένας τέτοιος μύθος ανθρώπου, μια τέτοια μυθική πολιτεία. Και η πιο πικρή και πολύχρονη πείρα δεν έχει τη δύναμη να μαράνει τη μυθική λαχτάρα της ψυχής αυτής· μέσα της ζει πάντα φωτεινή κι' αγέραστη η εικόνα ενός ανθρώπου τέλειου και μιας πολιτείας τέλειας. Να έχεις ένα τόσο καθαρό μάτι για να βλέπεις τους ανθρώπους ως τα μύχια της ψυχής τους και την ίδια στιγμή να κλείνεις τόσην αγνότητα ψυχής, ώστε να μπορείς να ξεπερνάς τους ανθρώπους για να φτάσεις ως τον άνθρωπο, στην πείρα και στη γνώση να είσαι τόσο γέρος, στην πίστη και στην αγάπη τόσο νέος, είναι κι' αυτό μια αντινομική σύνθεση, που μόνο ένας μεγάλος μπορεί να τη ζήσει σε τόσην ένταση. Πόσο δυνατά πρέπει να χτυπούσε η καρδιά αυτή για να βαστάξει τόσον πόνο! Στ' ατέλειωτα χρόνια της εξορίας να κρατήσει το μύθο της αθηναϊκής πολιτείας, όχι αυτής που ήταν πραγματικά, αλλά αυτής που είχε ο δικός της πόθος αναστήσει, και ύστερα το όραμα αυτό να το υψώσει μπροστά στους Αθηναίους του 400, που η συφορά τους είχε καταντήσει δειλούς και άπιστους -να το κρατήσει υψωμένο μπροστά στις ατέλειωτες γενιές των ανθρώπων πάνω στη γη, ακόμα κι' όταν η ίδια από αιώνες πολλούς θα είχε πάψει να χτυπάει!
Ι.θ. Κακριδής
 

 
 
4. (Ο Επιτάφιος του Περικλή) είναι κυρίως μια ανάλυση της δημοκρατίας ως μορφής διακυβερνήσεως. Αυτή η ανάλυση είναι τόσο διερευνητική, διότι ο Περικλής στέκεται σύντομα μόνο στα ιστορικά επιτεύγματα των Αθηνών ή ακόμη στους πραγματικούς δημοκρατικούς θεσμούς - τον κανόνα της πλειοψηφίας, την ελευθερία του λόγου, τις ίσες ευκαιρίες, την ισότητα όλων απέναντι στους νόμους, για να περάσει σχεδόν αμέσως στο αποτέλεσμα που εξασκούν οι θεσμοί αυτοί στο δημόσιο πνεύμα. Έτσι στηρίζει τις αναζητήσεις του σ' ό,τι έχει αναγνωριστεί ως πρωταρχικό κύρος της δημοκρατίας, δηλαδή περισσότερο τη μορφωτική της αξία πάνω στο ανθρώπινο πνεύμα, παρά την επάρκειά της ως μορφής διακυβερνήσεως. Ή με άλλα λόγια παρουσιάζει τη δημοκρατία σαν μια δύναμη που θέτει σε κίνηση μια πληθώρα μικροτέρων δυνάμεων, δηλαδή τις ατομικές ζωές των πολιτών, και δείχνει πως αυτές εμπλουτίζουν τη δημοκρατική πολιτεία με αποθέματα αυτοκατευθυνόμενης ενέργειας, άγνωστης σ' άλλα πολιτεύματα.
H δημοκρατική ελευθερία στη δημοκρατία του 5ου αιώνα ελέγχεται από ένα θεληματικό σεβασμό για το νόμο και κυρίως για τους άγραφους νόμους· γι' αυτό κι οι οπαδοί της δημοκρατίας παραδέχονται πως, με το ν' απαλλάσσει το πολίτευμα τούτο τους ανθρώπους από μικρούς και ασήμαντους ελέγχους, τους καθιστά περισσότερο υπεύθυνους απέναντι στους μεγάλους ηθικούς θεσμούς.
Ο Περικλής αποδείχνει στο λόγο του πως η δημοκρατία, απελευθερώνοντας την ενεργητικότητα και τη δημιουργική φαντασία του πολίτη ανθρώπου, έγινε αιτία της λαμπρής ανόδου των Αθηνών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στον Επιτάφιο έχουμε μια ιδανική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας και ότι μερικά από τα προνόμια που ο Περικλής αναφέρει (πλούτος αγαθών, ευεργεσίες στους άλλους κλπ.) προέρχονται σε κάποιο βαθμό από την αθηναϊκή ηγεμονία και το εμπόριο μιας εκτεταμένης επικράτειας· δεν πρέπει δηλαδή να υποτιμούμε τον οικονομικό παράγοντα και τον πρωταρχικό του ρόλο. Παρόλα αυτά όμως παραμένει γεγονός ότι ήταν η δημοκρατία που πλούτισε την Αθήνα με τόσο πολλούς πρόθυμους και ικανούς πολίτες να αναλάβουν με αυτοπεποίθηση καινούριες δραστηριότητες που καμιά άλλη ελληνική πολιτεία δε διέθετε. Εδώ βρίσκεται η ύψιστη αιτία της οικονομικής ανόδου -ιδιαίτερα το τονίζει ο Θουκυδίδης- και του αισιόδοξου πνεύματος της προόδου, που και ο ίδιος ένιωσε τον καιρό της νιότης του. Μ' αυτό το πολύ μεγάλο πλεονέκτημα απεικονίζει την Αθήνα καθώς μπαίνει στον πόλεμο (431 π.Χ.). H δημοκρατία, όπως τη γνώρισε, ήταν η δυναμική ορμή που είχε φέρει την Αθήνα σ' ένα επίπεδο πολιτισμού, άγνωστο στα προηγούμενα χρόνια.
M.I. Finley