γλωσσάρι
ΓλωσσάριΑΑγγελιαφόρο RNA (mRNA): To είδος RNA που μεταφέρει την πληροφορία του DNA για την παραγωγή μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Στα ευκαρυωτικά κύτταρα το mRNA περιέχει μόνο εξώνια και προέρχεται από την ωρίμανση του πρόδρομου RNA. Αδελφές χρωματίδες: Συσπειρωμένα ινίδια χρωματίνης που αποτελούν το χρωμόσωμα, συνδέονται στο κεντρομερίδιο και φέρουν ταυτόσημες γενετικές πληροφορίες. Αλληλόμορφα: Γονίδια που ελέγχουν με διαφορετικό τρόπο την ίδια ιδιότητα και βρίσκονται στην ίδια γονιδιακή θέση στα ομόλογα χρωμοσώματα. Οι εναλλακτικές μορφές ενός γονιδίου. Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR): Μέθοδος δημιουργίας μεγάλου αριθμού αντιγράφων ενός ειδικού τμήματος DNA, με γνωστή αλληλουχία στα άκρα. Αλφισμός: Απουσία χρωστικής από το δέρμα, τα μαλλιά και τους οφθαλμούς ενός οργανισμού. Κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας. Αναστροφή: Μια χρωμοσωμική ανωμαλία στην οποία τμήμα ενός χρωμοσώματος αναστρέφεται και επανασυνδέεται στο ίδιο χρωμόσωμα. Ανασυνδυασμένο DNA: Οποιοδήποτε μόριο DNA που δημιουργείται από την σύνδεση κομματιών DNA τα οποία προέρχονται από τους ίδιους ή διαφορετικούς οργανισμούς. Το ανασυνδυασμένο DNA χρησιμοποιείται στην κλωνοποίηση γονιδίων, στη γενετική τροποποίηση των οργανισμών και γενικά για την ανάπτυξη ποικίλων τεχνικών της Μοριακής Βιολογίας. Ανευπλοειδία: Η ύπαρξη αριθμού χρωμοσωμάτων που δεν είναι πολλαπλάσιος του απλοειδούς αριθμού. Η πιο συνηθισμένη μορφή ανευπλοειδίας στον άνθρωπο είναι η τρισωμία. Ανιχνευτής: Ένα μακρομόριο όπως DNA, RNA ή αντίσωμα το οποίο έχει ιχνηθετηθεί και γι' αυτό μπορεί να εντοπιστεί με μια τεχνική (π.χ. με αυτοραδιογραφία ή με φθορισμό). Οι ανιχνευτές χρησιμοποιούνται για να εντοπίσουν μόρια-στόχους, γονίδια ή προϊόντα γονιδίων. Αντιβιοτικά: Χημικές ουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς και προκαλούν το θάνατο άλλων μικροοργανισμών ή αναστέλλουν την ανάπτυξή τους. Αντιγονικός καθοριστής: Το τμήμα του αντιγόνου το οποίο αναγνωρίζεται από ένα αντίσωμα. Αντιγόνο: Οποιαδήποτε ουσία που αναγνωρίζεται από το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού ως ξένη προς αυτόν. Αντίστροφη μεταγραφάση: Ένα ένζυμο που υπάρχει στους ιούς και χρησιμοποιεί ως καλούπι το RNA για τη σύνθεση DNA. Απλοειδή: Τα κύτταρα στα οποία το γονιδίωμά υπάρχει σε ένα μόνο αντίγραφο. Αποδιάταξη του DNA: Κατααστροφή της διπλής έλικας του DNA με διάσπαση των δεσμών υδρογόνου που συγκρατούν τις δύο συμπληρωματικές αλυσίδες. Αποστείρωση: Διαδικασία απομάκρυνσης ή θανάτωσης όλων των ζωντανών οργανισμών από κάποιο υλικό. Μπορεί να πραγματοποιηθεί με φιλτράρισμα ή τη χρησιμοποίηση θερμοκρασίας, ακτινοβολίας ή χημικών ουσιών Αποτύπωμα του DNA: Η ανάλυση του DNA ενός ατόμου με χρήση κατάλληλων περιοριστικών ενδονουκλεασών που οδηγεί στην εύρεση τηα ταυτότητας του ατόμου αυτού. Ατελώς επικρατή γονίδια: Τα γονίδια που προσδίδουν στα ετερόζυγα άτομα φαινότυπο ενδιάμεσο, μεταξύ των δύο ομόζυγων. Αυτόματη μετάλλαξη: Η μετάλλαξη που εμφανίζεται αιφνίδια στον πληθυσμό ή μέσα σε μια οικογένεια. Αυτοσωμικά χρωμοσώματα: Τα χρωμοσώματα που είναι μορφολογικά ίδια στο αρσενικό και στο θηλυκό άτομο. Στον άνθρωπο υπάρχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων. BΒακτηριοφάγος: Ένας ιός που μολύνει βακτήρια. Συνώνυμο του είναι ο φάγος. Βιοντιδραστήρας: Δοχείο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται μια βιολογική αντίδραση, συνήθως ζύμωση ή βιομετατροπή. Το μέγεθος των αντιδραστήρων που χρησιμοποιούνται για ζύμωση διαφέρει ανάλογα με τη χρήση τους, από 3 λίτρα (βιοαντιδραστήρας που χρησιμοποιείται στο εργαστήριο για ερευνητικούς σκοπούς) μέχρι μερικές χιλιάδες λίτρα (βιοαντιδραστήρας που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για παραγωγή προϊόντων). |
Βιοκαύσιμα: Είναι απλές οργανικές ενώσεις που παράγονται με τη βοήθεια μικροοργανισμών και ενζύμων από τη διάσπαση οργανικών υλικών. Σε αυτά περιλαμβάνονται η αιθανόλη και το μεθάνιο (βιοαέριο). Βιομάζα: Μεγάλη ποσότητα οργανικής βιολογικής ύλης που περιλαμβάνει ζωντανά και νεκρά κύτταρα μαζί με τα συστατικά τους. Η βιομάζα μαζί με τα προϊόντα ζύμωσης (όπως εξωκυτταρικά ένζυμα) είναι το προϊόν από την ανάπτυξη μικροοργανισμών σε βιοαντιδραστήρα. Βιομεταλλουργία: Η διαδικασία παραλαβής μετάλλων από μεταλλεύματα με χρήση μικροοργανισμών. ΓΓενετική θέση: Η θέση ενός γονιδίου σε ένα χρωμόσωμα. Γενετικός κώδικας: Κώδικας αντιστοίχησης τριπλετών νουκλεοτιδίων (κωδικονίων) των γονιδίων και των αντίστοιχων mRNA με τα αμινοξέα των πρωτεϊνών. Γονιδιακή θεραπεία: Η διαδικασία με την οποία μια ασθένεια μπορεί να θεραπευτεί με γενετική τροποποίηση σωματικών κυττάρων ενός ασθενούς. Γονίδιο: Τμήμα DNA στο οποίο περιέχονται οι πληροφορίες που καθορίζουν τη σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου ή ενός μορίου RNA. Γονιδίωμα: Το σύνολο του γενετικού υλικού ενός κυττάρου. Συνήθως αναφέρεται στο γενετικό υλικό του πυρήνα. Γονότυπος: Η γενετική σύσταση ενός ατόμου. Ο όρος χρησιμοποιείται και για να περιγράψει τα αλληλόμορφα για ένα ή περισσότερα γονίδια. ΔΔιαγονιδιακοί οργανισμοί: Είναι οι φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί που έχουν δημιουργηθεί με τεχνικές Γενετικής Μηχανικής και περιέχουν γονίδια από άλλο οργανισμό, συνήθως διαφορετικού είδους. Διαμόλυνση: Η διαδικασία εισαγωγής «ξένου» DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο. Διασταύρωση ελέγχου: Η διασταύρωση που πραγματοποιείται με σκοπό τον έλεγχο του γονότυπου ενός οργανισμού. Διασταύρωση μονοϋβριδισμού: Μια διασταύρωση μεταξύ ατόμων που διαφέρουν σε ένα μόνο χαρακτήρα ή στους οποίους εξετάζεται ένας μόνο χαρακτήρας. Διπλοειδή: Τα κύτταρα στα οποία το γονιδίωμα υπάρχει σε δύο αντίγραφα. DNA: Συντομογραφία για το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ. Αποτελεί το γενετικό υλικό των περισσοτέρων οργανισμών. DNA βιβλιοθήκη: Συλλογή κλωνοποιημένων τμημάτων DNA που είτε αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το γονιδίωμα (γονιδιωματική βιβλιοθήκη) ή αντιπροσωπεύουν DNA αντίγραφα του ολικού mRNA που παράγεται από ένα κύτταρο ή ιστό (cDNA βιβλιοθήκη). DNA δεσμάση: Ένζυμο που συνδέει τμήματα DNA. DNA ελικάσες: Ένζυμα που διασπούν τους δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των συμπληρωματικών αζωτούχων βάσεων των δύο αλυσίδων, με συνέπεια να ξετυλίγουν τις δύο αλυσίδες στη θέση έναρξης της αντιγραφής. DNA πολυμεράσες: Ένζυμα που συνθέτουν DNA. Για να αρχίσουν τη σύνθεση απαιτείται αρχικό τμήμα RNA και μονόκλωνο DNA. Ένα είδος πολυμεράσης επιδιορθώνει τα λάθη της αντιγραφής. ΕΈλλειψη: Η απώλεια αλληλουχιών DNA από ένα χρωμόσωμα. Η έλλειψη μπορεί να περιλαμβάνει μία μόνο ή περισσότερες βάσεις του DNA (γονιδιακή μετάλλαξη) ή μεγαλύτερο μέρος ενός χρωμοσώματος (χρωμοσωμική ανωμαλία). Εμβολιασμός: Η προσθήκη μικρού αριθμού μικροοργανισμών σε νέο περιβάλλον όπου και θα αναπτυχθούν, όπως για παράδειγμα σε βιοαντιδραστήρα. Εμβόλιο: Εξασθενημένες ή νεκρές μορφές ενός παθογόνου μικροοργανισμού που, όταν χορηγούνται στον οργανισμό, προκαλούν ενεργητική ανοσία. Εξώνια: Οι αλληλουχίες DNA των γονιδίων που τελικά μεταφράζονται σε αμινοξέα. Επιδιορθωτικά ένζυμα: Ομάδα ενζύμων που επιδιορθώνουν τα λάθη στην ακολουθία βάσεων του DNA. Επικρατές γονίδιο: Ένα γονίδιο που εκφράζεται στα άτομα διπλοειδών οργανισμών ακόμα και όταν βρίσκεται σε ένα αντίγραφο. Εσώνια: Οι ενδιάμεσες αλληλουχίες DNA των γονιδίων, άρα και του πρόδρομου RNA, που δε μεταφράζονται σε αμινοξέα. Ετερόζυγο άτομο: Ένας διπλοειδής οργανισμός που έχει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια για ένα ή περισσότερα γονίδια. ZΖύμωση: Υπό στενή έννοια, σειρά αντιδράσεων μεταβολισμού των μικροοργανισμών κάτω από αναερόβιες συνθήκες. Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή διάφορων προϊόντων όπως αιθυλική αλκοόλη ή γαλακτικό οξύ. Υπό ευρεία έννοια, ο όρος ζύμωση χρησιμοποιείται για να |
γλωσσάρι
περιγράψει την ανάπτυξη των μικροοργανισμών κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες (αερόβιες ή αναερόβιες) μέσα σε υγρό θρεπτικό υλικό. Ζωνοποίηση: Χρώση των χρωμοσωμάτων με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούνται σκοτεινές και φωτεινές ζώνες σε όλο το μήκος τους. Κάθε χρωμόσωμα του ανθρώπου αναγνωρίζεται από το πρότυπο των ζωνών του. ΘΘέση έναρξης αντιγραφής: Καθορισμένα σημεία από τα οποία αρχίζει η αντιγραφή του DNA. Στα βακτήρια έχουμε μία μόνο θέση έναρξης αντιγραφής, στα ευκαρυωτικά κύτταρα κάθε χρωμόσωμα έχει πολυάριθμες θέσεις έναρξης αντιγραφής. Θνησιγόνο: Ένα γονίδιο ή συνδυασμός γονιδίων που προκαλούν θάνατο στα άτομα που τα φέρουν, ακόμα και πριν από τη γέννηση. IΙός: Ενδοκυτταρικό παράσιτο που αποτελείται από νουκλεϊκό οξύ (DNA ή RNA) το οποίο περιβάλλεται από ένα πρωτεϊνικό περίβλημα. 0 ιός έχει την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται μέσα σε ένα κύτταρο και να προσβάλει άλλα κύτταρα. Συχνά προκαλεί ασθένειες. Ιντερφερόνες: Αντιιικές πρωτείνες που παράγονται από κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιούς. Οι πρωτεΐνες αυτές επάγουν την παραγωγή άλλων πρωτεϊνών, από γειτονικά υγιή κύτταρα, οι οποίες εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό ιών σε αυτά. Μερικές ιντερφερόνες θεωρείται ότι έχουν αντικαρκινική δράση. Ιοειδή: Μικρά, γυμνά, κυκλικά μόρια RNA, που προσβάλλουν τα φυτά. Ιστόνες: Ομάδα πρωτεϊνών πλούσιων σε βασικά αμινοξέα που αποτελούν συστατικά του νουκλεοσώματος. ΚΚαρυότυπος: Απεικόνιση, κατά ζεύγη και σειρά ελαττούμενου μεγέθους, των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου. Κεντρομερίδιο: Περιοχή που γίνεται εμφανής κατά την κυτταρική διαίρεση και στην οποία οι αδελφές χρωματίδες παραμένουν ενωμένες. Στο κεντρομερίδιο προσδένονται, κατά την κυτταρική διαίρεση, οι ίνες της ατράκτου. Κλωνοποίηση: Η παραγωγή πολλών αντιγράφων ενός γονιδίου, κυττάρου ή οργανισμού μετά από επαναλαμβανόμενους κύκλους αντιγραφής. Κλώνος: Πληθυσμός κυττάρων ή οργανισμών που παράγονται από επαναλαμβανόμενες (μη αμφιγονικές) διαιρέσεις ενός μόνο κυττάρου ή οργανισμού. Κωδική αλυσίδα: Η αλυσίδα του DNA ΤΟΥ γονιδίου που έχει όμοια αλληλουχία με το RNA που συντίθεται από αυτό. ΛΛυσιγόνος κύκλος: Ο κύκλος ζωής ενός βακτηριοφάγου κατά τον οποίο το DNA του βακτηριοφάγου ενσωματώνεται στο DNA του βακτηριακού κυττάρου-ξενιστή και αντιγράφεται μαζί του. Όταν ο βακτηριοφάγος «ενεργοποιηθεί», λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, τότε εισέρχεται στο λυτικό κύκλο. Λυτικός κύκλος: Ο κύκλος ζωής ενός βακτηριοφάγου κατά τον οποίο οι βακτηριοφάγοι που παράγονται διασπούν την κυτταρική μεμβράνη του βακτηριακού κυττάρου-ξενιστή. ΜΜεταγραφή: Σύνθεση RNA από RNA πολυμεράση με καλούπι μονόκλωνο DNA. Μεταγραφικοί παράγοντες: Πρωτείνες που βοηθούν την πρόσδεση της RNA πολυμεράσης στον υποκινητή. Μετάλλαξη: Αλλαγή στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού. Ο όρος περιλαμβάνει αλλαγές σε επίπεδο γονιδίου (γονιδιακές μεταλλάξεις) και αλλαγές σε μεγαλύτερο μέρος χρωμοσώματος (χρωμοσωμικές ανωμαλίες). Μετασχηματισμός: Η γενετική αλλαγή των ιδιοτήτων ενός βακτηριακού κυττάρου μετά από εισαγωγή DNA στο γονιδίωμά του, (Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μετατροπή των φυσιολογικών κυττάρων ενός ευκαρυωτικού οργανισμού σε καρκινικά). Μεταλλαξογόνος παράγοντας: Ένας περιβαλλοντικός παράγοντας, φυσικός ή χημικός, που μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία μεταλλάξεων. Μετατόπιση: Η μεταφορά τμήματος ενός χρωμοσώματος σε ένα άλλο μη ομόλογο χρωμόσωμα. Μεταφορικό RNA (tRNA): Είδος RNA που συνδέεται με ένα συγκεκριμένο αμινοξύ και το μεταφέρει στη θέση της πρωτεϊνοσύνθεσης στο ριβόσωμα. Μετάφραση: Η έκφραση της γενετικής πληροφορίας με τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας, κάτω από τις οδηγίες ενός μορίου mRNA. |
Μη διαχωρισμός: Ο μη σωστός διαχωρισμός των ομολόγων χρωμοσωμάτων ή των αδελφών χρωματίδων κατά τη μείωση ή μίτωση που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κυττάρων με περισσότερα ή λιγότερα χρωμοσώματα. Μη μεταφραζόμενες περιοχές ενός γονιδίου: Περιοχές του «ώριμου» mRNA που δε μεταφράζονται σε αμινοξέα. Βρίσκονται στο 5' και 3' άκρο του mRNA. Μη-ιστόνες: Πρωτεΐνες που συμμετέχουν στην αναδίπλωση της χρωματίνης. Μη-κωδική (μεταγραφόμενη) αλυσίδα: Η αλυσίδα της διπλής έλικας του DNA του γονιδίου που χρησιμοποιείται ως καλούπι για τη σύνθεση του RNA. Μικρό πυρηνικό RNA (snRNA)Q Είδος RNA ΤΟ οποίο συνδέεται με πρωτείνες και σχηματίζει μικρά ριβονουκλεοπρωτεϊνικά σωματίδια. Τα σωματίδια αυτά καταλύουν την «ωρίμανση» του MRNA που γίνεται μόνο στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. Μικροέγχυση: Μέθοδος μεταφοράς DNA, με τη βοήθεια μικροβελόνας, στον πυρήνα ενός ζωικού ή φυτικού κυττάρου. Μονοκλωνικό αντίσωμα: Αντίσωμα που παράγεται από ένα κλώνο Β-λεμφοκυττάρων, γι' αυτό έχει εξειδίκευση για ένα μόνο αντιγονικό καθοριστή. Μονοσωμία: Η ύπαρξη, σε διπλοειδές κύτταρο, ενός αντιγράφου από κάποιο ζεύγος χρωμοσωμάτων. Μοναδική μονοσωμία του ανθρώπου είναι το σύνδρομο Turner, που οφείλεται στην απουσία ενός Χ χρωμοσώματος στα θηλυκά άτομα. ΝΝουκλεόσωμα: Είναι η βασική μονάδα οργάνωσης της χρωματίνης και αποτελείται από οκτώ μόρια πρωτεϊνών (ιστόνες) γύρω από τα οποία τυλίγεται DNA μήκους 146 ζευγών βάσεων. Νουκλεοτίδιο: Η βασική μονάδα των νουκλεϊκών οξέων. Αποτελείται από μία πεντόζη ενωμένη με μία φωσφορική ομάδα και με μία αζωτούχο βάση. ΟΟγκογονίδιο: Ένα γονίδιο που σχετίζεται με ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και κυτταρική ανάπτυξη, και είναι υπεύθυνο για καρκινογένεση. Τα ογκογονίδια προέρχονται από μετάλλαξη των πρωτοογκογονιδίων. Ογκοκατασταλτικό γονίδιο: Ένα φυσιολογικό γονίδιο που σχετίζεται με τον περιορισμό του αριθμού των κυτταρικών διαιρέσεων. Υπολειπόμενες μεταλλάξεις του γονιδίου μπορεί να οδηγήσουν σε καρκινογένεση, όπως στο γονίδιο του ρετινοβλαστώματος. Ομόζυγο άτομο: Ένας διπλοειδής οργανισμός που έχει δύο πανομοιότυπα αλληλόμορφα για ένα ή περισσότερα γονίδια. Ομόλογα χρωμοσώματα: Ζευγάρι χρωμοσωμάτων που έχουν το ίδιο σχήμα και μέγεθος, και περιέχουν την ίδια σειρά γονιδίων που ελέγχουν την ίδια ιδιότητα με διαφορετικό, ενδεχομένως, τρόπο. ΠΠεριοριστική ενδονουκλεάση: Ένα ένζυμο που κόβει το DNA σε θέσεις όπου υπάρχει μια μικρή, συγκεκριμένη αλληλουχία νουκλεοτιδίων. Χρησιμοποιείται ευρέως στην τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA. Πολυγονιδιακή κληρονομικότητα: Κληρονομικότητα που εξαρτάται από τη συνδυασμένη λειτουργία πολυάριθμων γονιδίων. Πουρίνες: Κατηγορία χημικών ενώσεων στις οποίες ανήκουν οι αζωτούχες βάσεις αδενίνη και γουανίνη. Πράιονς (prions): Μολυσματικοί παθογόνοι παράγοντες που δεν έχουν νουκλεϊκό οξύ και αποτελούνται κυρίως από μία πρωτεΐνη, την PrP, με μοριακό βάρος 27.000-37.000. Τα πράιονς πιστεύεται ότι είναι το αίτιο της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας, μιας εκφυλιστικής νευρολογικής ασθένειας. Η ασθένεια αυτή ονομάζεται στα πρόβατα scrapie, στα βοοειδή ασθένεια «των τρελών αγελάδων» και στον άνθρωπο Kuru και Creutzfeldt-Jacobs. Πριμόσωμα: Ειδικό σύμπλοκο από πολλά ένζυμα που συνθέτει μικρά τμήματα RNA συμπληρωματικά προς τις μητρικές αλυσίδες DNA, στις θέσεις έναρξης αντιγραφής. Πρόδρομο mRNA: To RNA που παράγεται κατά τη μεταγραφή ενός γονιδίου σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο και περιέχει εξώνια και εσώνια. Πρωτεάσες: Ένζυμα που διασπούν τις πρωτεΐνες. Πρωτο-ογκογονίδιο: Ένα φυσιολογικό γονίδιο που σχετίζεται με τη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου και το οποίο, αν ενεργοποιηθεί από μια μετάλλαξη, μπορεί να μετατραπεί σε ογκογονίδιο. Πυριμιδίνες: Κατηγορία χημικών ενώσεων στις οποίες ανήκουν οι αζωτούχες βάσεις θυμίνη, κυτοσίνη και ουρακίλη. ΡΡετροϊός: Ο ιός που έχει ως γενετικό υλικό μονόκλωνο RNA και πολλαπλασιάζεται σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο σχηματίζοντας, ενδιάμεσα, ένα δίκλωνο μόριο DNA. Ριβοσωμικό RNA (rRNA): Το είδος RNA που συνδέεται με πρωτεΐνες και σχηματίζει το ριβόσωμα, |
γλωσσάρι
ένα «σωματίδιο» απαραίτητο για την πρωτεϊνοσύνθεση. RNA-ιοί: Ιοί που έχουν ως γενετικό υλικό RNA. RNA-πολυμεράση: Ένζυμο που συνθέτει RNA χρησιμοποιώντας ως καλούπι μονόκλωνο DNA. ΤΤρισωμία: Η ύπαρξη, σε διπλοειδές κύτταρο, τριών αντιγράφων ενός χρωμοσώματος, αντί των φυσιολογικών δυο, όπως για παράδειγμα στην τρισωμία 21 (Σύνδρομο Down). ΥΥβριδοποίηση: Η σύνδεση δύο μονόκλωνων αλυσίδων DNA (ή DNA-RNA), με δεσμούς υδρογόνου σύμφωνα με τον κανόνα της συμπληρωματικότητας των βάσεων. Υβρίδωμα: Υβριδική κυτταρική σειρά που παράγεται από σύντηξη ενός καρκινικού κυττάρου με ένα λεμφοκύτταρο. Τα κύτταρα της σειράς αυτής είναι αθάνατα (ιδιότητα που την κληρονομούν από τα καρκινικά κύτταρα) και παράγουν μονοκλωνικά αντισώματα (ιδιότητα που την κληρονομούν από τα λεμφοκύτταρα). Υποκινητής: Περιοχή του DNA που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το γονίδιο. Στον υποκινητή προσδένεται η RNA-πολυμεράση με τη βοήθεια των μεταγραφικών παραγόντων. Υπολειπόμενο γονίδιο: Ένα γονίδιο που εκφράζεται μόνο στα άτομα διπλοειδών οργανισμών που είναι ομόζυγα για το συγκεκριμένο αλληλόμορφο, όχι όμως σε εκείνα που είναι ετερόζυγα. ΦΦαινότυπος: Τα παρατηρούμενα βιοχημικά, φυσιολογικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός οργανισμού που καθορίζονται από την αλληλεπίδραση του γονότυπου με το περιβάλλον. Φαρμακευτικές πρωτεΐνες: Οι πρωτεΐνες που χρησιμοποιούνται ως φάρμακα. Αρκετές από αυτές, όπως η ινσουλίνη και η αυξητική ορμόνη, παράγονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Φορέας: Ένα άτομο ετερόζυγο για συγκεκριμένο αλληλόμορφο, που σχετίζεται με την εμφάνιση κάποιας ασθένειας. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για άτομα ετερόζυγα για αυτοσωμικά υπολειπόμενα αλληλόμορφα και για θηλυκά ετερόζυγα για υπολειπόμενα φυλοσύνδετα αλληλόμορφα. Φορέας κλωνοποίησης: Γενετικό στοιχείο, κυρίως βακτηριοφάγος ή πλασμίδιο, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταφέρει ένα κομμάτι DNA σε ένα κύτταρο δέκτη με σκοπό την κλωνοποίηση γονιδίων. Φυλετικά χρωμοσώματα: Ζευγάρι χρωμοσωμάτων που στους περισσότερους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, καθορίζουν το φύλο. Στον άνθρωπο, η παρουσία του Υ χρωμοσώματος καθορίζει το αρσενικό άτομο και η απουσία του το θηλυκό. Στα θηλυκά άτομα έχουμε XX χρωμοσώματα, ενώ στα αρσενικά ΧΥ. Φυλοσύνδετη κληρονομικότητα: Ο τρόπος κληρονόμησης ιδιοτήτων που καθορίζονται από γονίδια που βρίσκονται σε συγκεκριμένη περιοχή του Χ χρωμοσώματος και δεν έχουν αλληλόμορφα στο Υ. ΧΧρωμοσωμική ανωμαλία: Η μη φυσιολογική μορφολογία ή ο μη φυσιολογικός αριθμός των χρωμοσωμάτων. ΩΩρίμανση του mRNA: Η διαδικασία κατά την οποία, από το πρόδρομο mRNA, τα μικρά ριβονουκλεοπρωτεϊνικά «σωματίδια» κόβουν και απομακρύνουν τα εσώνια, συρράπτουν τα εξώνια και δίνουν ώριμο mRNA, το οποίο θα καθοδηγήσει τη σύνθεση της πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Το ώριμο mRNA αποτελείται αποκλειστικά από εξώνια, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα 5' και 3' αμετάφραστα άκρα, κατά «παράβαση» του ορισμού του εξώνιου. |