Αερόβια διάσπαση
Κατά την αερόβια διαδικασία (Εικόνα 11.3), η οργανική ύλη μετατρέπεται σε διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία, νιτρικά, φωσφορικά και
θειικά άλατα με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Οι μικροοργανισμοί αυτοί κινούνται ελεύθερα σε ένα σύστημα δεξαμενών με ταυτόχρονη
χορήγηση αέρα ή οξυγόνου. Πιο κοινά είναι τα συστήματα όπου το υγρό κυρίως κλάσμα διοχετεύεται σε μια μεγάλη δεξαμενή, την
πρωτοβάθμια δεξαμενή, η οποία δέχεται παροχή αέρα (Εικόνα 11.3γ). Εκεί χρησιμοποιούνται κυρίως βακτήρια που σχηματίζουν βλέννη
(κυρίως Zoogloea ramigera) τα οποία έχουν την ιδιότητα να σχηματίζουν συσσωματώματα (Εικόνα 11.4). Τα συσσωματώματα αυτά αποτελούν το
υπόστρωμα πάνω στο οποίο προσκολλώνται πρωτόζωα και μικρά ζώα. Μερικές φορές συνυπάρχουν νηματοειδή βακτήρια και μύκητες.
Το υγρό που περιέχει τα συσσωματώματα των βακτηρίων μεταφέρεται σε μια δεύτερη δεξαμενή (δευτεροβάθμια δεξαμενή βιομάζας), όπου τα
συσσωματώματα καθιζάνουν. Έτσι, η μικροβιακή βιομάζα που παράγεται, καθιζάνει ενώ έχει καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οργανικής ύλης.
Κάποια ποσότητα συσσωματωμάτων επιστρέφει στην πρωτοβάθμια δεξαμενή αερισμού και χρησιμεύει για να γίνεται εκ νέου εμβολιασμός (Εικόνα
11.3).
Στις αερόβιες συνθήκες επενεργούν κυρίως βακτήρια, φύκη, ιοί, πρωτόζωα και μύκητες. Τα τελικά προϊόντα είναι διοξείδιο του
άνθρακα, νερό (υγρό κλάσμα), και ουσίες που δεν αποσυντίθενται (λάσπη).
Το υγρό κλάσμα, που αποτελείται από τα καθαρισμένα πλέον λύματα μεταφέρεται για να υποστεί τριτογενή επεξεργασία. Κατά την
τριτογενή επεξεργασία, όπως αναφέρθηκε, θα ελαττωθεί η συγκέντρωση των ανόργανων θρεπτικών συστατικών, και με την προσθήκη χλωρίου
(χλωρίωση) θα απαλλαγούν από τους μικροοργανισμούς.
Το ίζημα, που αποτελείται από συσσωματώματα και από άλλες ουσίες που δεν αποσυντέθηκαν, μεταφέρεται σε μεγάλες κλειστές δεξαμενές,
τους βιοαντιδραστήρες, όπου θα υποστεί αναερόβια διάσπαση.
Αναερόβια διάσταση
Η αναερόβια διάσπαση είναι μια πολύπλοκη σειρά αντιδράσεων διάσπασης και ζύμωσης που πραγματοποιούνται από πολλά διαφορετικά είδη
βακτηρίων, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν τα είδη Clostridium. Η διαδικασία γίνεται σε μεγάλες κλειστές δεξαμενές που ονομάζονται βιοαντιδραστηρες και απαιτεί τη συνδυασμένη δράση πολλών διαφορετικών μικροοργανισμών (Εικόνα 11.2α). Στην Εικόνα 11.2β φαίνονται οι
αντιδράσεις που πραγματοποιούνται κατά την αναερόβια διάσπαση.
Τα οργανικά μακρομόρια διασπώνται αρχικά από διάφορα ένζυμα, όπως πρωτεάσες και λιπάσες σε διαλυτά συστατικά. Αυτά με κατάλληλη
ζύμωση μετατρέπονται σε ένα μείγμα λιπαρών οξέων, Η2 και C02, ενώ τα λιπαρά οξέα μετατρέπονται περαιτέρω σε οξικό οξύ, C02
και Η2. Όλες αυτές οι χημικές ενώσεις αποτελούν θρεπτικά συστατικά για μεθανογόνα βακτήρια, όπως το Methanobacterium,
που είναι ικανά να διασπάσουν το οξικό οξύ σε μεθάνιο και C02, καθώς και να συνθέσουν μεθάνιο από C02 και Η2.
Τα κύρια λοιπόν προϊόντα της αναερόβιας κατεργασίας λυμάτων και αποβλήτων είναι το μεθάνιο και το CO2. Το μεθάνιο
(βιοαέριο) είναι ένα χρήσιμο καύσιμο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας στο σταθμό του βιολογικού καθαρισμού.
Το ίζημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μετά από κατάλληλη επεξεργασία, ως λίπασμα ενώ οι ουσίες που δεν αποσυντίθενται αποτίθενται σε
κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους.
Η επιλογή των οργανισμών που θα χρησιμοποιηθούν γίνεται συνήθως από το χώμα περιοχών που έχουν μολυνθεί για αρκετό χρονικό διάστημα
από τις συγκεκριμένες ουσίες που θέλουμε να διασπασθούν. Στη συνέχεια δημιουργούνται τροποποιημένοι τύποι των οργανισμών στο
εργαστήριο με ιδιότητες που βοηθούν στη διάσπαση, όπως ταχύτερη ανάπτυξη ή ταχύτερη αποικοδόμηση. Η δημιουργία τους γίνεται με
συνδυασμό τεχνικών κλασικής Γενετικής και τεχνολογίας ανασυνδυασμένου DNA.