|
Α20
ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ
ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια· τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό κι ακολουθούν, νωχελικοί σύντροφοι, τα ταξίδια. |
|
| Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει, αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι. |
|
| Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί! Τι αστείοι που ’ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες! Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες. |
|
| Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα κι ο Ποιητής ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει· μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει. |
|
| μτφρ. Νίκος Φωκάς (γενν. 1927) |
|
άλμπατρος: είναι τα μεγαλύτερα ιπτάμενα θαλασσινά πουλιά. Έχουν χρώμα συνήθως ασπρόμαυρο και ζουν στο Νότιο ημισφαίριο και στον Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 
Οδηγώντας τον Ρομαντισμό σε εσωτερικότερες αναζητήσεις, διυλίζοντάς τον και παράγοντας μιαν εκσυγχρονισμένη εκδοχή του, τη Συμβολιστική ποίηση, (αλλά δίνοντας ώθηση και σ’ εκείνη την ποιητική τάση που θα ονομαστεί Παρνασσισμός), ο Μπωντλαίρ παρέχει τον άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται κάθε ποίηση που θέλει να ανήκει στο πνεύμα της νεότερης εποχής. Με τα θέματά του η ποίηση μπαίνει από την ύπαιθρο στη σύγχρονη μεγαλούπολη, ενώ συγχρόνως αποκτά οξύτερη συνείδηση του εαυτού της.
Το βαθύτερο θέμα όλων σχεδόν των ποιημάτων της συλλογής Τα άνθη του κακού, στην οποία ανήκει το παραπάνω ποίημα, είναι η ψυχική κατάσταση του Ποιητή, οι εσωτερικές του αντιδράσεις στις ποικίλες διακυμάνσεις που υφαίνουν την περιπέτεια της ζωής. Η ιδέα του Μπωντλαίρ για τη μοίρα του Ποιητή παραμένει κατά βάση ρομαντική: ο ποιητής έχει έρθει στη γη για να φωτίσει την πραγματικότητα με το φως της ενόρασής του. Αντιτιθέμενος στις κοινωνικές συμβάσεις, ανίκανος στα πρακτικά θέματα, προσπαθεί ν’ αποκαλύψει με την τέχνη του έναν κόσμο μαγικό και ιδανικό, από τον οποίο ο κοινός άνθρωπος δεν βρίσκει μέσα του παρά μόνο συγκεχυμένες και αποσπασματικές εικόνες. Όμως συγχρόνως ο ποιητής, που βιώνει τη μετριότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, αισθάνεται μέσα σ’ αυτήν ξένος και εξόριστος, γιατί βλέπει πως δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα οράματά του.
Το ποίημα μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με τα συναφή θεματικώς ποιήματα των Κορμπιέρ (Α22) και Καρυωτάκη (Παράρτημα, αρ. 9).
