Α14
Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον
ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Τα νησιά της Ελλάδας! ω νησιά βλογημένα,
που με αγάπη και φλόγα μια Σαπφώ τραγουδούσε,
που πολέμων κι ειρήνης δώρα ανθίζαν σπαρμένα,
που το φέγγος του ο Φοίβος απ’ τη Δήλο σκορπούσε!
Αχ, ατέλειωτος ήλιος σας χρυσώνει ως τα τώρα,
μα βασίλεψαν όλα, όλα τ’ άλλα σας δώρα! |
|
Και της Χίος τη Μούσα, και της Τέως τη λύρα,
αντρειοσύνης κι αγάπης δοξαρίσματα πρώτα,
σε άλλους τόπους για φήμη τα μετάφερε η Μοίρα,
γιατί η μαύρη τους μάνα μήτε αν ζούνε δε ρώτα!
Κι αντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στη Δύση απ’
εκεί που ανθίζαν των «Μακάρων αι νήσοι». |
|
Τα βουνά το μεγάλο Μαραθώνα θωράνε,
κι η αθάνατη βλέπει τα πελάγη κοιλάδα.
Εδώ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πώς να ’ναι
θα μπορούσε και πάλε μια ελεύτερη Ελλάδα!
Γιατί πώς να κοιτάζω το Περσάνικο μνήμα,
και να λέγω πως είμαι της σκλαβιάς κι εγώ θύμα! |
|
Στον γκρεμνό που αντικρίζει τη μικρή Σαλαμίνα,
μια φορά βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
δίχως τέλος καράβια με τ’ αμέτρητα εκείνα
μαζευόντανε πλήθη. Ήταν όλα δικά του.
Την αυγή με καμάρι τα μετρούσε εκεί πέρα,
μα τι γένηκαν όλα, σαν εβράδιασε η μέρα! |
|
Πού είν’ εκείνα! Πού είναι, ω πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ακρογιάλι εβωβάθη!
Των παλιών των ηρώων ένας μύθος δε μένει,
της μεγάλης καρδιάς τους κάθε χτύπος εχάθη.
Και τη λύρα σου ακόμα την αφήκες, ωιμένα!
Απ’ τους θείους σου ψάλτες να ξεπέσει σ’ εμένα! |
|
Μέσ’ στον άδοξο δρόμο, που μια τύχη με σέρνει,
με φυλή που σηκώνει της σκλαβιάς αλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στο τραγούδι μου φέρνει
η ντροπή που με πιάνει για μια τέτοια πατρίδα!
Και τι να ’χει εδώ άλλο ποιητής παρά μόνο
για τους Έλληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνο! |
|
Πρέπει τάχα να κλαίμε μεγαλεία χαμένα,
και ντροπή να μας βάφει αντίς αίμα, σαν πρώτα;
Βγάλε, ω γης δοξασμένη, απ’ τα σπλάχνα σου ένα
ιερό απομεινάρι των παιδιών του Ευρώτα!
Απ’ εκειούς τους Τρακόσους τρεις αν έρθουνε, φτάνουν
άλλη μια Θερμοπύλα στα βουνά σου να κάνουν. |
|
Πώς! Ακόμα σωπαίνουν; Πώς! Ακόμα συχάζουν;
Όχι, όχι! Ακούγω τις ψυχές απ’ τον Άδη
σαν ποτάμι που τρέχει μακρινά, να φωνάζουν:
«Ένας μόνο ας σαλέψει ζωντανός, και κοπάδι
απ’ τη γης αποκάτου λεβεντιά ξεκινούμε.
Είναι αυτοί που κοιμούνται· εμείς ακόμα σ’ ακούμε!» |
|
Αχ, του κάκου, του κάκου! Άλλες λύρες στα χέρια!
Με Σαμιώτικο τώρα το ποτήρι ας γεμίσει.
Άφηνε αίμα και μάχες για τα τούρκικα ασκέρια,
και καθένας το αίμα του αμπελιού του ας μας χύσει!
Δες τους! Όλοι ξυπνάνε και πετούν ως απάνω,
του μικρόψυχου Βάκχου το εγκώμιο σαν κάνω! |
|
Τον Πυρρίχιο χορό σας ως τα τώρα βαστάτε
η Πυρρίχια η «φάλαγξ» πού να πήγε, καημένοι!
Από δυο τέτοια δώρα, πώς εκείνο ξεχνάτε,
που ψυχές αντρειώνει και καρδιές ανασταίνει!
Και τα γράμματα ακόμα ενός Κάδμου κρατείτε·
τάχα να ’ταν για σκλάβους τα ψηφιά του θαρρείτε; |
|
Το Σαμιώτικο χύνε στο ποτήρι ως τα χείλη!
Όξω οι λύπες! Ελάτε με την πλόσκα γεμάτη!
Έτσι έψελνε ο θείος Ανακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος ήταν κι εκείνος, μα ενός Πολυκράτη.
Από ξένους τυράννους δεν εγνώριζαν τότες·
ήταν αίμα δικό τους, σαν κι αυτούς πατριώτες. |
|
Τη Χερσόνησο ένας μια φορά τυραννούσε,
μα διαφέντευε πρώτος τα καλά, την τιμή της. Μιλτιάδη τον λέγαν. Αχ, και πάλε να ζούσε!
Ένα ας είχε η πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιάς σαν κι εκείνον ποιο λαό δε μαγεύει!
Βασιλιάς που με αγάπη μοναχή σε δεσμεύει. |
|
Στο ποτήρι μου πάλε το Σαμιώτικο χύνε!
Στο Σουλιώτικο βράχο, προς της Πάργας το χώμα,
γενεά σιδερένια ως τα σήμερα είναι,
που από μάνες Δωρίδες λες και βγαίνει ακόμα.
Ίσως μένει εκεί πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
που θα δείξει αν δεν είναι Ηρακλείδικο γένος. |
|
Απ’ τους άπιστους Φράγκους λευτεριά μη ζητάτε!
Εκεί ζουν ηγεμόνες, που πουλούν κι αγοράζουν.
Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε!
Αυτού θά ’βρετ’ ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.
Ζυγός Τούρκου, με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν,
την ασπίδα, όσο να ’ναι δυνατή, θα τη σπάσουν. |
|
Με Σαμιώτικο πάλε το ποτήρι ας γεμίσει!
Μέσ’ στον ίσκιο χορεύουν οι κοπέλες μας πάλι·
σαν τα μαύρα τους μάτια δεν είδε άλλα η φύση,
μα σα βλέπω τη νιότη και τ’ αφράτα τους κάλλη,
το δικό μου το μάτι το θολώνει μια στάλα,
που για σκλάβους το θένε τω βυζιών τους το γάλα! |
|
Στου Σουνίου θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο,
σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω,
αυτό εμένα ν’ ακούγει, κι εγώ εκείνο μονάχο,
κι εκεί απάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω.
Δε σηκώνει η ψυχή μου σκλάβα γη! Χτύπα κάτω
της σκλαβιάς το ποτήρι, κι ας πάει να ’ναι γεμάτο! |
|
|
μτφρ. Αργύρης Εφταλιώτης
(1849-1923) |
![Λαμαρτίνος, [Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα] Λαμαρτίνος, [Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα]](extras/images/text.png)
Τέως: πόλη της αρχαίας Ιωνίας. Αποικία των Ιώνων στα μικρασιατικά παράλια, βορείως της Εφέσου. Νησιά των Μακάρων: νησιά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τόπος κατοικίας των ευτυχισμένων νεκρών (κυρίως των ηρώων). Βρίσκονταν στα πέρατα της γης, κοντά στον Ωκεανό. Πυρρίχιος χορός: πολεμικός χορός των αρχαίων Ελλήνων, μυθικό πρόσωπο. Τα γράμματα του Κάδμου: Ο Κάδμος, βασιλιάς της Θήβας έφερε τα φοινικικά γράμματα (ή Καδμήια) στον ελλαδικό χώρο. Πλόσκα: φλασκί· αποξεραμένο νεροκολόκυθο που χρησιμοποιείται ως δοχείο κρασιού ή νερού. Ανακρέοντας: λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, από την πόλη Τέω της Μικράς Ασίας. Πολυκράτης: ξακουστός τύραννος της Σάμου Μιλτιάδης: Αθηναίος ηγεμόνας των Δολόγκων της Θράκης· όχι ο νικητής των Περσών στον Μαραθώνα. Χερσόνησος: αρχαία ελληνική πόλη της Θράκης. Δωρίδες μάνες: Σπαρτιάτισσες μητέρες.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 
Ο περίφημος ύμνος του Μπάυρον στην Ελλάδα αποτελεί την υψηλότερη έκφραση του φιλελληνικού πνεύματος, το οποίο ήκμασε στην Ευρώπη την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτοτελές λυρικό ποίημα που περιέχεται στο τρίτο άσμα του μεγάλου επικοσατιρικού έργου Δον Ζουάν, συμπυκνώνει όλη την οδύνη του ποιητή για την άθλια κατάσταση της Ελλάδας λίγο πριν από την έκρηξη του Αγώνα.
Το ποίημα, που εμφανίζεται ως τραγούδι ενός φημισμένου Έλληνα ποιητή της εποχής, ο οποίος ζει στις αυλές των ισχυρών προσαρμόζοντας τις εμπνεύσεις του στις επιθυμίες του εκάστοτε προστάτη του, όμως ταυτόχρονα υποφέροντας για την κατάντια της πατρίδας του, αντανακλά την ιδέα που φαίνεται να είχε ο Μπάυρον για τους Έλληνες εκείνων των χρόνων και τους προτρέπει σε εξέγερση. Δεν αποκλείεται ν’ αποτελεί και ένα είδος παρότρυνσης προς τον πλέον φημισμένο τότε Έλληνα ποιητή, τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, ο οποίος, αντί να γράφει επαναστατικά ποιήματα, ζούσε —ως το 1818, που ο Μπάυρον άρχισε να γράφει τον Δον Ζουάν— στο περιβάλλον του ηγεμόνα της Μολδαβίας, υμνώντας (όπως οι Έλληνες του ποιήματος) το κρασί και τον έρωτα. Αν ο Χριστόπουλος δεν άκουσε αυτή την προτροπή, ο Σολωμός και ο Κάλβος απάντησαν ποιητικά στον Μπάυρον αναπτύσσοντας ένα διάλογο μ’ εκείνους τους στίχους του ποιήματος που παρουσιάζουν τους Έλληνες ως ανέμελους συμποσιαστές (βλ. τις στροφές 83-87 του σολωμικού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και την ωδή «Εις Ψαρά» του Κάλβου).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ο ανώνυμος Έλληνας ποιητής, ενώ θεωρεί τα ελληνικά νησιά βλογημένα (α' στροφή), χαρακτηρίζει την Ελλάδα καημένη (ε' στροφή). Ποιες διαπιστώσεις τον οδηγούν σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς;
- Γιατί ο Μπάυρον βάζει τα λόγια, που αποτελούν το ποίημα, στο στόμα ενός ποιητή και όχι ενός άλλου Έλληνα της εποχής;
- Αξιολογήστε τα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ζωής που προβάλλονται ως πρότυπα μίμησης για τους νεότερους Έλληνες.

«Μπάυρον». Πίνακας του Richard Westall
GEORGE GORDON BYRON (Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Άγγλος ρομαντικός ποιητής και ονομαστός φιλέλληνας. Ήταν γόνος παλιάς οικογένειας Άγγλων ευγενών, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Το 1809 κληρονόμησε την περιουσία και τον τίτλο ενός θείου του και έγινε μέλος της Βουλής των Λόρδων. Κατά τα έτη 1809-11 ταξίδεψε στην Ευρώπη (ήρθε στην Ελλάδα) και στη Μικρά Ασία. Από το ταξίδι του αυτό εμπνεύστηκε το επικολυρικό ποίημα Προσκύνημα του ιππότη Χάρολντ, που αποτελείται από τέσσερα άσματα (I και II, 1812· III, 1816 και IV, 1818). Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, ανέπτυξε φιλελεύθερη πολιτική δράση, αλλά τα σκάνδαλα της προσωπικής του ζωής τον ανάγκασαν να αυτοεξορισθεί (1816). Τον Ιανουάριο του 1824 ως αντιπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου ήρθε στο Μεσολόγγι, όπου πέθανε στις 19 Απριλίου του ίδιου χρόνου. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον ελληνικό αγώνα.
Άλλα έργα του: οι έμμετρες μυθιστορίες Γκιαούρ (1813), Ο κουρσάρος (1814), το επικοσατιρικό Δον Ζουάν (1819-24), οι τραγωδίες Μαρίνο Φαλιέρο (1820), Κάιν (1821), Σαρδανάπαλος (1821) κ.ά. Η ποίησή του επέδρασε σε πολλούς νεότερους, ώστε να δημιουργηθεί η τάση του «βυρωνισμού».

|