Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Δ΄ Στάσιμο: στ. 1429-1464 Ερμηνευτικά και πραγματολογικά σχόλια Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  (Έρχεται ο Τεύκρος)  
     
ΤΕ. Ήρθα γοργά, σαν είδα να ζυγώνει 1465
  το στρατηγό Αγαμέμνονα με βιάση·  
  θα λύσει, ως δείχνει, την κακιά του γλώσσα.  
     
  (Έρχεται ο Αγαμέμνονας)  
     
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ  
  Εσύ81, καθώς μου λένε, είχες το θράσος,  
  δίχως να φοβηθείς την τιμωρία,  
  λόγια φριχτά για μας να ξεστομίσεις; 1470
  Για σένανε μιλώ, το γιο της σκλάβας·82  
  αν είχες μάνα κάποια αρχοντοπούλα,  
  πόσο πιο ξιπασμένα θα μιλούσες  
  και τι καμάρι θα ’δειχνες στο βήμα,  
  που ενώ δεν είσαι τίποτα, για κάποιον 1475
  που είναι μηδέν ενάντια μάς πήγες·  
  κι ορκίστηκες πως ήρθαμε εδώ πέρα  
  μήτε σαν αρχηγοί του στόλου, μήτε  
  σα στρατηλάτες των Ελλήνων, ούτε  
  δικοί σου· κι όπως λες, ο Αίαντας ήρθε 1480
  σαν αυτεξούσιος αρχηγός· ετούτα  
  πολύ βαριά δεν είναι να τ’ ακούει  
  κανένας από δούλους; Για ποιον τάχα  
  με τέτοια ξιπασιά μιλάς; Πού πήγε,  
  πού εστάθηκε λοιπόν που εγώ δεν ήμουν; 1485
  Μήπως, εξόν αυτόν, δεν έχουν άντρες  
  οι Αχαιοί; Θαρρώ πως για κακό μας  
  βάλαμε τότε αγώνες στους Αργείους  
  για του Αχιλλέα τα όπλα, μια κι ο Τεύκρος  
  σαν τιποτένιους θα μας λέει ολούθε 1490
  κι ούτε ποτέ σας θα παραδεχτείτε  
  και νικημένοι ακόμη, τα όσα κρίναν  
  οι πιο πολλοί απ' τους δικαστές· μα πάντα  
  θα μας χτυπάτε με βρισιές και δόλους  
  εσείς που χάσατε; Με τέτοιους τρόπους 1495
  ποτέ δε θα σταθεί κανένας νόμος,  
  αν βάζουμε στην άκρη όσους νικούνε  
  και φέρνουμε μπροστά τους τελευταίους.  
  Να εμποδίσουμε είναι ανάγκη ετούτα.  
  Γιατί όσοι έχουνε κορμί μεγάλο 1500
  και φαρδιές πλάτες, πιότερη δε δίνουν  
  σιγουριά, μα οι φρόνιμοι νικάνε  
  παντού. Κι ένα μικρό μαστίγιο κάνει  
  τον ταύρο το χοντρό να προχωράει  
  σωστά στο δρόμο. Κι αν δε βάλεις γνώση, 1505
  βλέπω γοργά να σε ζυγώνει τέτοιο  
  κι εσένα γιατρικό· γιατί με θράσος  
  τη γλώσσα σου αμολάς και βρίζεις για έναν  
  που δεν υπάρχει πια και γίνηκε ίσκιος.  
  Μα δε θα φρονιμέψεις; Δε θα μάθεις 1510
  ποιος είσαι κι άλλον άντρα δε θα φέρεις  
  που να μην είναι σκλάβος, να μιλήσει  
  γι’ αυτά που θες αντί για σένα; Τι όσα  
  λόγια μου λες δεν τα καταλαβαίνω·  
  τη βάρβαρη τη γλώσσα δεν την ξέρω. 1515
ΧΟ. Μακάρι και στους δυο να ξαναρχόταν  
  ο νους κι η φρονιμάδα· άλλο δεν έχω  
  να πω για σας καλύτερο από ετούτο.  
ΤΕ. Αχ! πόσο γρήγορα οι θνητοί ξεχνούνε  
  τη χάρη που χρωστούν στον πεθαμένο, 1520
  που προδομένη σβήνεται και πάει,  
  αφού κι εσένα, Αίαντα, δε θυμάται  
  καθόλου αυτός, κι ας είχες κινδυνέψει  
  τόσες φορές για χάρη του στη μάχη·  
  μα όλα αυτά χαθήκανε, σβηστήκαν. 1525
  Ω! εσύ που μας αράδιασες πριν λίγο  
  πλήθος ανόητα λόγια, δε θυμάσαι  
  σαν ήσαστε κλεισμένοι στις γραμμές σας  
  κι άχρηστοι πια, στη μάχη τσακισμένοι,  
  ετούτος δε σας γλίτωσε μονάχος, 1530
  όταν εφούντωνε η φωτιά στα πλοία  
  και στων ναυτών τους πάγκους και πηδούσεν  
  ο Έκτορας με φόρα τα χαντάκια;83  
  Ετούτα ποιος τα εμπόδισε; Δεν ήταν  
  αυτός που λες εσύ πως δεν εβγήκε 1535
  ποτές απ’ την παράταξή του; Ετούτα  
  λοιπόν για σας σωστά δεν ήταν; Κι όταν  
  αντίκρυ αυτός στον Έκτορα μονάχος  
  εστάθη με τη θέληση του δίχως  
  κανείς να τον προστάξει κι ούτε κλήρο 1540
  ψεύτικο –σβόλο από βρεμένο χώμα84  
  να ρίξει, μα έναν τέτοιο, που πηδώντας  
  πρώτος να βγει απ’  τ’ όμορφο το κράνος;  
  Αυτός ήταν που τα έπραξεν ετούτα  
  κι εγώ μαζί του, σκλάβος, μιας γυναίκας 1545
  βάρβαρης γιος. Πανάθλιε, πού τα ’χεις  
  τα μάτια σου και τέτοια λες; Δεν ξέρεις  
  πως του πατέρα σου ο πατέρας ήταν  
  απ’ τη Φρυγία, ο βάρβαρος εκείνος  
  πανάρχαιος Πέλοπας;85 Πώς ο Ατρέας 1550
  που σ’ έσπειρε, το πιο ανόσιο δείπνο  
  στον αδερφό86 του πρόσφερε, τις σάρκες  
  να φάει των παιδιών του; Πως κι εσένα  
  σ’ έχει γεννήσει Κρητικιά μητέρα,87  
  και πώς με ξένον άντρα όταν την ήβρε 1555
  την έριξε ο γονιός σου να τη φάνε  
  του πέλαγου τα ψάρια; Κι όντας τέτοιος  
  κατηγοράς εμέ και τη γενιά μου;  
  Πατέρας μου είναι εμένα ο Τελαμώνας,  
  που μέσα στο στρατό σαν ήρθε πρώτος 1560
  για την παλικαριά του, για γυναίκα  
  πήρε τη μάνα μου, βασιλοπούλα,  
  κόρη του Λαομέδοντα, βραβείο  
  ξέχωρο το βλαστάρι της Αλκμήνης  
  την έδωσε σ’ αυτόν. Κι ενώ είμαι γόνος 1565
  διπλής αρχοντογέννας, συγγενή μου  
  θα ντρόπιαζα, που εσύ, παρ’ όλο που ’χει  
  πέσει σε τέτοια τώρα δυστυχία,  
  θες να τον ρίξεις άταφο και δίχως  
  να ντρέπεσαι και να το λες; Ετούτο 1570
  μάθε καλά, πως αν θα τον πετάξεις  
  αυτόνε κάπου, τότε και τους τρεις μας,  
  έτσι όπως είμαστε, θα μας πετάξεις.  
  Είναι ωραίο να χάσω τη ζωή μου  
  παλεύοντας γι’ αυτόνε μπροστά σ’ όλους, 1575
  παρά για τη γυναίκα τη δική σου  
  ή του αδερφού σου τη γυναίκα λέω.  
  Γι’ αυτό φυλάξου όχι για με, για σένα.  
  Γιατί αν κακό μου κάνεις, θα το ευχόσουν  
  καλύτερα δειλός να ’σουνα τώρα, 1580
  παρά σε μένα τέτοιο θράσος να ’χεις.  
     
  (Έρχεται ο Οδυσσέας)  
     
ΧΟ. Να ξέρεις, βασιλιά Οδυσσέα, πως ήρθες  
  πάνω στην ώρα, αν όχι να φουντώσεις,  
  μα για να διαλύσεις την αμάχη.  
ΟΔ.88 Φίλοι μου, τι συμβαίνει; Τους Ατρείδες 1585
  άκουσα μακριάθε να φωνάζουν  
  για τούτον το νεκρό τον αντρειωμένο.  
ΑΓ. Τώρα, Οδυσσέα, δεν άκουσες πριν λίγο  
  μ’ ένα σωρό βρισιές να μ’ έχει λούσει;  
ΟΔ. Βρισιές; Εγώ τον συχωράω εκείνον 1590
  που όταν ακούει να τον βρίζουν, τότε  
  κι αυτός μ’ όμοιες βρισιές τούς απαντάει.  
ΑΓ. Τον έβρισα· το ίδιο μου ’χει κάνει.  
ΟΔ. Τι σου έκανε και λες πως σ’ έχει βλάψει;  
ΑΓ. Λέει άταφο το νεκρό πως δε θ’ αφήσει· 1595
  κι ας μην το θέλω εγώ, θα τόνε θάψει.  
ΟΔ. Μπορώ να πω σα φίλος την αλήθεια,  
  χωρίς γι’ αυτό να πάψω να ’μαι φίλος;  
ΑΓ. Λέγε· τι αλλιώς μυαλό δε θα ’χα, αφού είσαι  
  μες στους Αργείους ο πιο δικός μου. 1600
ΟΔ. Άκου λοιπόν. Για τους θεούς ετούτον  
  τον άντρα έτσι σκληρά να μην τολμήσεις  
  να τον πετάξεις άταφο· η οργή σου  
  μη σε νικήσει τόσο, ώστε να δείξεις  
  τέτοια έχθρα και το δίκιο να πατήσεις. 1605
  Τι και σε μένα εχθρός μου ήτανε τούτος  
  κάποτε ο πιο μεγάλος μέσα σ’ όλο  
  το στράτευμα, από τότε που ’χα πάρει  
  τα όπλα του Αχιλλέα.89 Όμως και τέτοιος  
  όντας αυτός για μένα, έτσι ποτέ μου 1610
  δε θα τον πλήρωνα, που να μη λέω  
  πως πιο γενναίο, μετά τον Αχιλλέα,  
  τον λογαριάζω απ’ όλους τους Αργείους  
  που ’ρθαμε εδώ στην Τροία. Άδικο θα ’ναι  
  να τον καταφρονέσεις· όχι ετούτον, 1615
  μα των θεών θ’ ατίμαζες τους νόμους.90  
  Ο άντρας ο αγαθός δεν είναι δίκιο  
  κακό να κάνει σ’ ένα σκοτωμένο,  
  ακόμα κι αν μεγάλο του ’χει μίσος.  
ΑΓ. Εσύ τον βοηθάς ενάντιά μου; 1620
ΟΔ. Εγώ· σαν ήτανε σωστό, τον εμισούσα.  
ΑΓ. Δεν πρέπει και νεκρό να τον πατήσεις;  
ΟΔ. Μη χαίρεσαι μ’ ανάξια κέρδη, Ατρείδη.  
ΑΓ. Δύσκολο να ’χει ο άρχοντας ευσέβεια.  
ΟΔ. Μα όσους σωστά τον συμβουλεύουν να τιμάει. 1625
ΑΓ. Πρέπει ο καλός στους αρχηγούς να υπακούει.  
ΟΔ. Σώπα· νικάς αν σε νικούν οι φίλοι.  
ΑΓ. Σε τι άντρα, συλλογίσου, κάνεις χάρη.  
ΟΔ. Ήταν εχθρός μου, μα ήταν αντρειωμένος.  
ΑΓ. Τι θα κάνεις; Θα σεβαστείς νεκρόν εχθρό σου; 1630
ΟΔ. Για με πιότερο αξίζ’ η αρετή απ’ την έχθρα.  
ΑΓ. Τέτοιοι άντρες άστατοί ’ναι πάντα.  
ΟΔ. Οι φίλοι που ’ναι πλήθος τώρα, εχθροί κατόπι.  
ΑΓ. Θα ’θελες τέτοιους φίλους ν’ αποκτήσεις;  
ΟΔ. Σκληρή καρδιά δε συνηθίζω να παινεύω. 1635
ΑΓ. Σήμερα θα μας πεις και δειλούς τάχα;  
ΟΔ. Δίκαιους μόνο για όλους τους Αργείους.  
ΑΓ. Μου λες ν’ αφήσω το νεκρό να θάψουν;  
ΟΔ. Ναι· θα βρεθώ κι εγώ σε τέτοια θέση.  
ΑΓ. Τα ίδια πάντοτε· καθένας τον εαυτό του. 1640
ΟΔ. Και για ποιον άλλον από με να κοπιάζω;  
ΑΓ. Δουλειά δική σου θα την πουν, όχι δική μου.  
ΟΔ. Όπως κι αν πράξεις, πάντα καλός θα ’σαι.  
ΑΓ. Να ξέρεις πως και χάρη πιο μεγάλη  
  θα ’κανα εγώ σε σένα κι από τούτη· 1645
  όμως αυτός και πεθαμένος, όπως  
  και ζωντανός, εχθρός μου θα ’ναι πάντα.  
  Κι εσύ μπορείς να κάνεις όσα πρέπει.  
     
  (Φεύγει ο Αγαμέμνονας)  
     
ΧΟ. Όποιος δε λέει, Οδυσσέα, πως είσαι  
  σοφός από τη φύση σου, είναι ανέμυαλος. 1650
ΟΔ. Υπόσχομαι από τώρα εγώ στον Τεύκρο,  
  πως όσο εχθρός του ήμουνα τότε, τόσο  
  φίλος του θα ’μαι τώρα· και μαζί του θέλω  
  να θάψω το νεκρόν αυτόν και να βοηθήσω  
  και τίποτα να μην αφήσω απ’ όσα 1655
  πρέπει να κάνουν οι καλοί στους άλλους.  
ΤΕ. Ευγενικέ Οδυσσέα, θα σε παινέσω  
  γι’ αυτά που είπες, τι απ’ το φόβο που είχα  
  μ’ έβγαλες γελασμένο· όντας σε τούτον  
  ο πιο τρανός εχθρός απ’ τους Αργείους, 1660
  εσύ του παραστάθηκες μονάχα  
  κι ούτε το θράσος είχες να ’ρθεις, ζώντας  
  εσύ, μπρος στον νεκρό και να τον βρίσεις,  
  καθώς ο ανόητος στρατηλάτης που ’ρθε  
  κι αυτός κι ο αδερφός του και γυρεύαν 1665
  να τον αφήσουν άταφο κι ατιμασμένο.  
  Γι’ αυτό το λόγο του Όλυμπου ο μεγάλος  
  πατέρας κι η Ερινύα που δεν ξεχνάει,  
  κι η Δίκη91 που τα φέρνει όλα σε τέλος,  
  πανάθλια να τους αφανίσουν, όπως 1670
  ήθελαν ν’ ατιμάσουν δίχως τάφο  
  και δίχως να του αξίζει τον νεκρό μας.  
  Μα εσένα, σπέρμα του γέρο Λαέρτη,  
  διστάζω να σ’ αφήσω να βοηθήσεις  
  στον ενταφιασμό, μήπως ετούτο 1675
  δεν είναι ευχάριστο στον πεθαμένο.92  
  όσο για τ’ άλλα, βοήθησε· κι αν θέλεις  
  φέρε κι άλλο στρατό, σε με καθόλου  
  δε θα κακοφαινόταν. Όλα τ’ άλλα  
  θα τα φροντίσω εγώ και να το ξέρεις 1680
  πως φέρθηκες σ’ εμάς σωστά κι αντρίκεια.  
ΟΔ. Θα ’θελα να συντρέξω· αφού όμως τούτο  
  δεν είναι ευχάριστο για σένα, τότε  
  συμφωνώ με τα λόγια σου και φεύγω.  
     
  (Ο Οδυσσέας φεύγει)  
     
ΤΕ. Φτάνει· γιατί πολλή πέρασε ώρα. 1685
  Ανοίξτε εσείς αμέσως βαθύ λάκκο,  
  κι οι άλλοι βάλτε στη φωτιάν απάνω  
  ψηλό λεβέτι τον νεκρό να λούσουν·  
  άλλοι να φέρουν μέσ’ απ' τη σκηνή του  
  όσα φορούσε κάτω απ’ την ασπίδα. 1690
  Κι εσύ, παιδί μου. πιάνοντας μαζί μου,  
  όσο μπορείς, το γονιό σου από τη μέση  
  να τον ανασηκώνεις, γιατί ακόμη  
  ζεστές οι φλέβες βγάζουν μαύρο αίμα.  
  Εμπρός, καθένας που σα φίλος λέει 1695
  πως ήρθε, ας τρέξει κι ας βιαστεί μοχθώντας  
  γι’ αυτόν τον άντρα, ξέχωρο στα πάντα,  
  που δεν ήταν κανείς καλύτερός του,  
  θέλω να πω τον Αίαντα, όταν ζούσε.  
ΧΟ. Αλήθεια οι άνθρωποι όταν δουν, 1700
  πολλά μπορούν να μάθουν· όμως  
  κανένας δεν μπορεί να προφητέψει,  
  προτού να δει, ποια τύχη τον προσμένει.