Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Επιπάροδος: στ. 1035-1060 Δ΄ Στάσιμο: στ. 1429-1464 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  (Έρχεται η Τέκμησσα)  
     
ΤΕ. Ωχ! ωχ! αλίμονό μου.  
ΧΟ. Τίνος ακούστηκε η φωνή  
  εδώ κοντά από το λαγκάδι;  
ΤΕ. Αχ! η δυστυχισμένη.  
ΧΟ. Βλέπω την Τέκμησσα, τη δόλια σκλάβα, 1065
  να την κατέχει σπαραγμός μεγάλος.  
ΤΕ. Χάθηκα, φίλοι, πάω, μ' αφανίσαν.  
ΧΟ. Τι τρέχει;  
ΤΕ. Να, ο Αίαντας σφαγμένος εδώ πέρα,  
  δίπλα στο ματωμένο του ξιφάρι. 1070
ΧΟ. Αχ! πάει ο γυρισμός μου στην πατρίδα·  
  αχ! βασιλιά, μ' αφάνισες  
  το σύντροφό σου εμένα, δύσμοιρε·  
  ω! δύστυχη κι εσύ γυναίκα.  
ΤΕ. Έτσι 'ναι και γι' αυτό ας θρηνούμε. 1075
ΧΟ. Με ποιανού χέρι σφάχτηκεν ο δόλιος;  
ΤΕ. Φως φανερό με το δικό του ο ίδιος.  
  Το σπαθί τούτο ξάστερα το δείχνει,  
  που το 'μπηξε στη γη κι έπεσε απάνω.  
ΧΟ. Ω! συμφορά μου, αλίμονο 1080
  που έτσι αιματοβάφτηκες μονάχος,  
  δίχως οι φίλοι να σε διαφεντέψουν·  
  κι εγώ κουφός στα πάντα,  
  ανήξερος στα πάντα δεν εγνοιάστηκα.  
  Πού βρίσκεται πεσμένος ο Αίαντας 1085
  ο κακονόματος κι αλύγιστος;  
ΤΕ. Δεν είναι να τον δεις· μ' ένα κομμάτι  
  ρούχο θα τον τυλιξω68 γύρω γύρω,  
  γιατί κανείς, ακόμα και δικός του  
  φίλος, δε θ' άντεχε να βλέπει μαύρο, 1090
  πηχτό να βγάζει το αίμα απ' τα ρουθούνια  
  κι απ' τη φριχτή πληγή που άνοιξ' ο ίδιος.  
  Αχ! τι να κάνω; Ποιος από τους φίλους  
  θα σε σηκώσει; Πού 'ναι τάχα ο Τεύκρος;  
  Αν τώρα ερχόταν, θα 'φτανε στην ώρα, 1095
  το σκοτωμένο του αδερφό μαζί μου  
  να τον φροντίσει για ταφή. Ποιος ήσουν,  
  δυστυχισμένε μου Αίαντα, και πώς έχεις  
  στ' αλήθεια καταντήσει, που να κάνεις  
  και τους εχθρούς ακόμη να σε κλάψουν. 1100
     
ΧΟ. Ήτανε, δύστυχε, μοιρόγραφτο,  
  μοιρόγραφτο, σκληρόγνωμε, για σένα  
  τη μαύρη μοίρα και τ' αρίφνητα  
  πάθη να ξετελέψεις κάποτε.  
  Γιατί νύχτα και μέρα τέτοιες 1105
  φοβέρες στους Ατρείδες έριχνες  
  και βόγκαες, σιδερόκαρδε,  
  απ' το φριχτό σου μίσος.  
  Η αρχή στα τόσα σου δεινά  
  ήταν εκείνος ο καιρός 1110
  που γίνηκεν αγώνας  
  παλικαριάς και βγήκε η κρίση  
  για τα κατάρατα όπλα.  
     
ΤΕ. Αχ! δυστυχία μου, δυστυχία.  
ΧΟ. Ο πόνος σου, το ξέρω, σε ξεσκίζει. 1115
ΤΕ. Αχ! δυστυχία μου, δυστυχία.  
ΧΟ. Δε θα με παραξένευε, αν ξεσπούσες  
  και σε διπλά, γυναίκα, μοιρολόγια,  
  που 'χασες έναν τόσο αγαπημένο.  
ΤΕ Τη συμφορά μου εσύ μπορείς μονάχα 1120
  να τη φαντάζεσαι, μα εγώ βαθιά τη νιώθω.  
ΧΟ. Ναι, συμφωνώ.  
ΤΕ. Άαχ! σε τι ζυγό σκλαβιάς, παιδί μου,  
  μπαίνουμε κι αφεντάδες μας ποιοι θα 'ναι;  
ΧΟ. Αλίμονο, μου θύμισες μ' αυτήν 1125
  τη θλίψη σου τ' ανείπωτο έργο  
  των δυο Ατρειδών των άκαρδων·  
  μα ο θεός ας μας βοηθήσει.  
ΤΕ. Αν οι θεοί το χέρι τους δε βάζαν,  
  σε τέτοια δε θα φτάναμε κατάντια. 1130
ΧΟ. Παραπανίσιες πίκρες μας φορτώσαν.  
ΤΕ. Του Δία η κόρη, η φοβερή Παλλάδα,  
  μας φύτεψε μια τέτοια δυστυχία,  
  για το χατίρι μόνο του Οδυσσέα.  
ΧΟ. Στη σκοτεινή κατάβαθα ψυχή του 1135
  χαίρεται ο πολυμήχανος,  
  αλαζονεία γιομάτος  
  βροντογελάει για τις συμφορές  
  που 'φερε η τρέλα, αλίμονο, αχ!  
  κι αναγελούν ακούγοντάς τον 1140
  οι δυο ρηγάδες γιοι του Ατρέα.  
ΤΕ. Ας χαίρονται λοιπόν για τα δεινά του  
  εκείνοι κι ας γελούν. Κι αν δεν τον θέλαν  
  κάποτε ζωντανό, μπορεί με θρήνους  
  να τον αποζητήσουν πεθαμένο, 1145
  στον πόλεμο η ανάγκη όταν τους σφίξει.  
  Γιατί σαν έχουν το καλό δικό τους  
  οι ανόητοι, δεν το ξέρουν, παρά μόνο  
  σα γίνει και το χάσουν. Ο χαμός του  
  για μένα είναι πικρός, μα και για κείνους 1150
  δεν ήτανε γλυκός, σ' αυτόν μονάχα  
  του χάρισε τη λύτρωση. Γιατί όσα  
  πόθησε να γενούν, τον βρήκαν  
  και πέθανε όπως θέλησε. Tι τάχα  
  τον περγελούν; Στο θάνατο τον φέραν 1155
  οι θεοί, όχι εκείνοι, όχι. Ο Οδυσσέας  
  ας μην αλαζονεύεται του κάκου·  
  Αίαντας δεν υπάρχει πια, μα εχάθη  
  θλίψη και μοιρολόγια αφήνοντάς μου.  
     
  (Έρχεται ο Τεύκρος με στρατιώτες)  
     
ΤΕΥΚΡΟΣ  
  Αχ! αχ! αλίμονο μου. 1160
ΧΟ. Σώπα· θαρρώ πως άκουσα του Τεύκρου  
  τη φωνή, που έτσι σκούζει ταιριασμένο  
  στη συμφορά του ετούτη μοιρολόι.  
ΤΕ. Αγαπημένε μου Αίαντα, αδερφέ μου,  
  εχάθηκες λοιπόν, ως λέει ο κόσμος; 1165
ΧΟ. Πέθαν' ο ήρωας, Τεύκρο, να το ξέρεις.  
ΤΕ. Αχ! μαύρη τύχη που με χτύπησε!  
ΧΟ. Κι αφού ήρθαν έτσι αυτά–  
ΤΕ. Ωχ! συμφορά μου, συμφορά.  
ΧΟ. Μονάχα ο θρήνος σού απομένει. 1170
ΤΕ. Ω! ξαφνικό κακό.  
ΧΟ. Ναι, Τεύκρο, τόσο ξαφνικό.  
ΤΕ. Α! ο δύστυχος εγώ. Και το παιδί του;  
  Σε ποια μεριά είναι τώρα της Τρωάδας;  
ΧΟ. Μονάχο μέσα στη σκηνή. 1175
ΤΕ. Δε θα το φέρεις γρήγορα εδώ πέρα,  
  μήπως κανείς απ' τους εχθρούς τ' αρπάξει  
  καθώς το λιονταράκι από την έρμη  
  φωλιά του; Εμπρός λοιπόν, βοήθα, βιάσου.  
  Γιατί όλοι συνηθίζουν να ντροπιάζουν 1180
  τους πεθαμένους αναμπαίζοντάς τους.  
     
  (Η Τέκμησσα φεύγει)  
     
ΧΟ. Όταν ακόμη, Τεύκρο, ζούσε εκείνος,  
  ήθελε να γνοιαστείς για το παιδί του,  
  όπως και γνοιάζεσαι γι' αυτό στ' αλήθεια.  
ΤΕ. Ω! θέαμα που τον πιο μεγάλο πόνο 1185
  απ' όλα όσα τα μάτια μου αντικρίσαν  
  μου δίνεις, κι εσύ δρόμε που σε πήρα  
  για να 'ρθω τώρα, πιότερο απ' τους άλλους  
  δρόμους έχεις σπαράξει την καρδιά μου,  
  όταν, αγαπημένε μου Αίαντα, βγήκα 1190
  ψάχνοντας να σε βρω, μόλις τη μαύρη  
  τη μοίρα σου έμαθα. Γιατί μια φήμη  
  γρήγορη σα φωνή θεού αναμέσο  
  στους Αχαιούς επέρασε πως πάει,  
  πέθανες πια. Κι εγώ ο δυστυχισμένος 1195
  σαν τ' άκουσα, όσο βρίσκομουν μακριά σου,  
  βογκούσα στα κρυφά, μα τώρα μπρος μου  
  καθώς σε βλέπω, χάνομαι απ' τη θλίψη.  
  Αλίμονο.  
  Έλα, ξεσκέπασέ τον ν' αντικρίσω 1200
  όλη τη συμφορά. Ω! αβάσταχτη όψη  
  που τόλμη φοβερή μού δείχνεις, πόσες  
  με το χαμό σου πίκρες μου 'χεις σπείρει!  
  Αχ! πού να πάω, σε ποιους ανθρώπους,  
  που μες στις δυστυχίες σου καθόλου 1205
  δε σ' έχω βοηθήσει; Ο Τελαμώνας,  
  ο γονιός ο δικός σου και δικός μου,  
  με πρόσωπο γελούμενο στ' αλήθεια  
  θα με δεχτεί ανοιχτόκαρδα, όταν πίσω  
  δίχως εσέ γυρίσω; Και βέβαια όχι. 1210
  Αυτός που κι όταν είναι ευτυχισμένος,  
  δεν ξέρει μήτε να γελάσει. Τι θα κρύψει;  
  Ποιο δε θα πει κακό για με το νόθο,  
  το γιο μιας σκλάβας του πολέμου, που έτσι  
  από αναντρεία σε πρόδωσα και φόβο 1215
  ή κι από δόλο, Αίαντα ακριβέ μου,  
  για να κερδίσω τους δικούς σου θρόνους  
  και το παλάτι άμα εσύ πεθάνεις.  
  Τέτοια θα λέει για μένα καθώς είναι  
  γέρος βαρύς κι αψίκορος, που αμέσως 1220
  θυμώνει με το τίποτα κι ανάβει.  
  Στο τέλος απ' τη γη μου αποδιωγμένο  
  θα με πετάξουν και μ' αυτά τα λόγια  
  δούλος αντί για λεύτερος θα δείξω.  
  Αυτά με περιμένουν στην πατρίδα· 1225
  κι εδώ στην Τροία πλήθος οι εχθροί μου  
  και λιγοστοί θα με συντρέξουν. Όλα  
  τούτα με το χαμό σου θα με βρούνε.  
  Αχ! τι να κάνω; Πώς, αλήθεια, ο έρμος  
  απ' το πικρό κι αστραφτερό ξιφάρι 1230
  να σε ξεσύρω που έγινε για σένα  
  τέτοιος σφαγέας; Το 'νιωσες πως θα 'ταν  
  γραφτό να σ' αφανίσει κάποια μέρα  
  και πεθαμένος ο Έκτορας; Κοιτάχτε,  
  για τους θεούς, την τύχη δύο ανθρώπων. 1235
  Με τη ζώνη που ο Έκτορας επήρε  
  από τον Αίαντα, δεμένος στο άρμα  
  στη γη χτυπιόταν ως να ξεψυχήσει.  
  Κι ο Αίαντας που 'χε λάβει χάρισμά του  
  το σπαθί τούτο, απάνω του πηδώντας 1240
  με πέσιμο θανάσιμο, εσκοτώθη.  
  Τάχα δε σφυρηλάτησ' η Ερινύα  
  αυτό το ξίφος και τη ζώνη ο Άδης  
  ο τρομερός δεν έπλεξε τεχνίτης;  
  Λοιπόν το λέω πως τα δίνουν όλα τούτα 1245
  στους θνητούς πάντοτε οι θεοί· κι αν κάποιος  
  δε συμφωνεί μ' αυτό, τότες ας έχει  
  τη γνώμη του κι εγώ έχω τη δική μου.  
ΧΟ. Περσότερα μη λες, μονάχα σκέψου  
  πώς θα τον θάψεις κι ύστερα τι θα 'χεις 1250
  να πεις. Γιατί θωρώ κάποιον εχθρό μας  
  να 'ρχεται κατά δω γελώντας, ίσως  
  με τα δεινά μας, άθλιος καθώς είναι.  
ΤΕ. Ποιον τάχα απ' το στρατό μας βλέπεις;  
ΧΟ. Το Μενέλαο που γι' αυτόν εδώ έχουμε έρθει. 1255
ΤΕ. Τον είδα, έχει ζυγώσει, τον γνωρίζω  
     
  (Έρχεται ο Μενέλαος με μικρή ακολουθία)  
     
ΜΕΝΕΛΑΟΣ;  
  Ε, συ,69 σε σένα λέω, τον νεκρό τούτον  
  μη συμμαζεύεις, μα έτσι δα άφησέ τον.  
ΤΕ. Για ποιον τόσα πολλά ξόδεψες λόγια;  
ΜΕ. To θέλω εγώ κι ο πρώτος του στρατού μας. 1260
ΤΕ. Δε θα μου πεις λοιπόν για ποιαν αιτία;  
ΜΕ. Γιατί, ενώ τον φέραμε απ' τη γη του  
     
  ελπίζοντας πως σύμμαχος και φίλος  
  θα 'ναι για μας τους Αχαιούς, εχθρό μας  
  τον βρήκαμε χειρότερο απ' τους Τρώες, 1265
  που ολάκερο λογιάζοντας να σφάξει  
  το στράτευμα, σηκώθηκε ώρα νύχτα  
  με το κοντάρι να μας ξεπαστρέψει.  
  Κι άμα δε σταματούσε την ορμή του  
  κάποιος θεός, την τύχη εμείς ετούτου 1270
  θα βρίσκαμε, νεκροί στο χώμα, μ' ένα  
  θάνατο αισχρό κι αυτός θα ζούσε. Τώρα  
  τη φόρα την ανόσια του 'χει στρέψει  
  αλλού ο θεός και ρίχτηκε με λύσσα  
  στα πρόβατα και στα κοπάδια κι έτσι 1275
  κανένας τόση δύναμη δεν έχει,  
  που να μπορεί σε τάφο να τον θάψει·  
  μόνο στην κίτρινη άμμο πεταμένος  
  τροφή θα γίνει στα θαλασσοπούλια.  
  Γι' αυτό και μην αφήσεις να σε πιάσει 1280
  βαρύς θυμός. Γιατί αν δεν ήταν τότε,  
  σα ζούσε, του χεριού μας, τώρα θα 'ναι  
  στην εξουσία μας και θες δε θέλεις  
  θα κάνουμε ό,τι θέλουμε μ' αυτόνε.  
  Γιατί δεν έστερξε ποτέ όσο ζούσε 1285
  τα λόγια μας ν' ακούσει. Είναι πολίτης  
  κακός, όποιος δε θέλει να υπακούει  
  τους άρχοντές του.70 Κι ούτε ορθοί θα μέναν  
  οι νόμοι σε μια πόλη, αν δεν υπήρχε  
  κι ο φόβος να τους παραστέκει. Μήτε 1290
  σωστά ο στρατός θα κυβερνιόταν, άμα  
  το σεβασμό δεν είχε και το φόβο  
  να τον συντρέχουν. Ο καθένας πρέπει,  
  όσο μεγάλο ανάστημα κι αν έχει,  
  να ξέρει πως μπορεί να τον γκρεμίσει 1295
  κι ένα μικρό κακό. Και μάθε κείνος  
  που νιώθει φόβο και ντροπή, γλιτώνει·  
  μα όπου κανείς μπορεί έτσι να καυχιέται  
  κι ό,τι θέλει να κάνει, να λογιάζεις  
  πως θα 'ρθει κάποια μέρα που σε μαύρους 1300
  βυθούς η πολιτεία θα βουλιάξει,71  
  κι ας είχε ξεκινήσει πρίμα. Κάποιος  
  σωτήριος φόβος ας με παραστέκει  
  και να μη λογαριάζουμε πως όταν  
  κάνουμε αυτά που μας ευχαριστούνε, 1305
  δε θα τα ξεπληρώσουμε μ' εκείνα  
  που μας στενοχωρούν. Αυτά πηγαίνουν  
  το 'να ξοπίσω απ' τ' άλλο. Ετούτος ήταν  
  γιομάτος ξιπασιά και φλόγα πρώτα,  
  μα τώρα εγώ καυχιέμαι. Και σου λέω 1310
  να μην τον θάψεις, μήπως θάβοντάς τον  
  και το δικό σου τότε σκάψεις τάφο.  
ΧΟ. Αφού έχεις τόσο φρόνιμα μιλήσει,  
  Μενέλαε, για πρόσεξε μη δείξεις  
  μπρος στους νεκρούς ασέβεια και θράσος. 1315
ΤΕ. Δε θ' απορούσα, φίλοι μου, καθόλου,  
  αν κάποιος ταπεινής γενιάς θα πέσει  
  σε σφάλμα, όταν κι αυτοί που τους πιστεύουν  
  αρχοντογεννημένους σα μιλούνε  
  κάνουνε τέτοια λάθη. Έλα και πες μου 1320
  εσύ από την αρχή· λες πως εβρήκες  
  και έφερες εδώ πέρα αυτόν τον άντρα  
  σύμμαχο των Ελλήνων; Με δική του  
  θέληση αυτός δεν έχει ταξιδέψει;  
  Πώς είσαι συ αρχηγός του; Και πώς έχεις 1325
  δικαίωμα να προστάζεις τους δικούς του  
  που εκείνος έχει φέρει απ' την πατρίδα;  
  Ηρθες σα βασιλιάς της Σπάρτης κι όχι  
  δικός μας να 'σαι αφέντης κι ούτε υπάρχει  
  για σένα μεγαλύτερη εξουσία 1330
  εσύ να κυβερνάς αυτόν, παρ' όσο  
  αυτός εσένα. Εδώ έχεις ταξιδέψει  
  κάτω από άλλους κι όχι πάνω απ' όλους,  
  που και τον Αίαντα να εξουσιάζεις.  
  Αφέντευε λοιπόν σ' όσους ορίζεις 1335
  και χτύπα τους με λόγια φουσκωμένα·  
  ωστόσο κι αν εσύ τ' απαγορέψεις  
  ή κι άλλος στρατηγός, εγώ σε τάφο  
  θα τόνε βάλω καθώς είναι δίκιο72  
  και δε θα φοβηθώ τις απειλές σου. 1340
  Γιατί στην εκστρατεία δεν πήρε μέρος  
  για χάρη της γυναίκας σου, όπως όσοι  
  με μόχθους εφορτώθηκαν περίσσιους,  
  παρά γιατί δεμένος ήταν μ' όρκους,73  
  κι όχι για σένα βέβαια, όχι, μήτε 1345
  γιατί λογάριαζε τους τιποτένιους.  
  Γι' αυτό και πιο μεγάλη συνοδεία  
  παίρνοντας και το στρατηλάτη ακόμα  
  κόπιασε εδώ· τι ο θόρυβος που κάνεις,  
  δε με σκοτίζει, αφού είσαι αυτός που είσαι. 1350
ΧΟ. Τέτοια όμως γλώσσα πάλι δε μ' αρέσει·  
  γιατί στις συμφορές τα σκληρά λόγια,  
  όσο και να 'ναι δίκια, σε δαγκώνουν.  
ΜΕ. Πολύ μεγαλοπιάνεται ο τοξότης.  
ΤΕ. Γιατί κι η τέχνη που 'χω είναι μεγάλη. 1355
ΜΕ. Πώς θα καυχιόσουν άμα κράταγες ασπίδα!74  
ΤΕ. Φτάνω κι έτσι ξαρμάτωτος για σένα.  
ΜΕ. Τι τρανό θάρρος δείχνεις με τα λόγια!  
ΤΕ. Μπορείς, σαν έχεις δίκιο, να καυχιέσαι.  
ΜΕ. Δίκιο το λες που μ' έχει θανατώσει; 1360
ΤΕ. Σ' έσφαξε; Μέγα θαύμα αν ζεις σφαγμένος.  
ΜΕ. Με γλίτωσε θεός, μα πάω για κείνον.  
ΤΕ. Θεούς που σε γλιτώσαν μην προσβάλλεις.  
ΜΕ. Στους νόμους τους να δείξω καταφρόνια;  
ΤΕ. Αν δεν αφήνεις τους νεκρούς να θάβουν. 1365
ΜΕ. Αν είναι εχθροί μου, ναι· σωστό δεν είναι;  
ΤΕ. Ήταν ποτές ο Αίαντας εχθρός σου;  
ΜΕ. Μισούσ' ο ένας τον άλλον και το ξέρεις.  
ΤΕ. Γιατί κλέφτη σε πιάσανε στις ψήφους.75  
ΜΕ. Σφάλμα των δικαστών κι όχι δικό μου. 1370
ΤΕ. Πολύ κακό μπορείς κρυφά να κάνεις.  
ΜΕ. Αυτός ο λόγος κάποιον θα λυπήσει.  
ΤΕ. Ως φαίνεται, όχι εμένα, μα έναν άλλον.  
ΜΕ. Σου λέω μόνο αυτό, δε θα τον θάψεις.  
ΤΕ. Κι εγώ σου λέω πως θα τον θάψω. 1375
ΜΕ. Κάποτες είδα κάποιον που με γλώσσα  
  γεμάτη θράσος είχε βάλει ναύτες  
  με δύσκολο καιρό να ταξιδέψουν·  
  μα σαν τους έπιασε βαριά φουρτούνα,  
  έχασε τη μιλιά του και κρυμμένος 1380
  μέσα στα ρούχα του άφηνε όποιον κι όποιον  
  να τον πατάει. Έτσι και με σένα  
  και τα περήφανά σου λόγια, μόλις  
  από 'να σύννεφο μικρό ξεσπάσει  
  μεγάλη καταιγίδα, την πολλή σου 1385
  και φουσκωμένη ξιπασιά θα σβήσει.  
ΤΕ. Κι εγώ έναν άμυαλο είδα που καθόλου  
  δε σέβονταν τις συμφορές των άλλων.  
  Κι ύστερα βλέποντάς τον κάποιος όμοιος  
  μ' εμέ και με καρδιά σαν τη δική μου, 1390
  του είπε αυτό το λόγο. «Μην προσβάλλεις,  
  άνθρωπε, τους νεκρούς· γιατί αν το κάνεις,  
  να ξέρεις θα σε βρει κακό». Με τέτοια  
  λόγια συμβούλευε τον κακομοίρη.  
  Τον βλέπω και δεν είναι, όπως πιστεύω, 1395
  κανένας άλλος παρά εσύ. Στ' αλήθεια  
  μην είπα τάχα τίποτα μαντείες;  
ΜΕ. Φεύγω· γιατί θα το 'χω για ντροπή μου  
  να μάθουν πως ενώ μπορώ με πράξεις  
  να κάνω αυτό που θέλω, εγώ πασκίζω 1400
  να τιμωρήσω κάποιον με τα λόγια.  
ΤΕ. Φεύγα· ντροπή για μένα πιο μεγάλη  
  του ανόητου ν' ακούω τις μωρίες.  
     
  (Ο Μενέλαος με τη συνοδεία του φεύγει)  
     
ΧΟ. Θα 'ρθει αγώνας κι αμάχη μεγάλη.  
  Μα όσο μπορείς, κάνε γρήγορα, Τεύκρο, 1405
  για να βρεις κάποιο λάκκο γι' αυτόν  
  και να γίνει ο τρισκότεινος τάφος του  
  που οι θνητοί θα θυμούνται για πάντα.  
     
  (Μπαίνει η Τέκμησσα με το παιδί)  
     
ΤΕ. Μα να, πάνω στην ώρα που ζυγώνουν  
  του δύστυχου νεκρού γιος και γυναίκα, 1410
  για να ετοιμάσουν την ταφή του. Έλα,  
  παιδί μου, εδώ και πιάσε του γονιού σου  
  το σώμα σαν ικέτης.76 Σιμά κάτσε  
  βαστώντας τα μαλλιά μου, τα δικά της  
  και τα δικά σου, θησαυρό ικεσίας. 1415
  Κι αν απ' το στράτευμα πασκίσει κάποιος  
  με βία απ' το νεκρό να σε τραβήξει,  
  φριχτά ν' αφανιστεί και ν' απομείνει  
  άταφος μακριά από την πατρίδα  
  και να χαθεί όλη σύρριζα η γενιά του, 1420
  έτσι όπως κόβω την πλεξούδα ετούτη.77  
  Πάρ' την, παιδί μου, κράτα την· κανένας  
  μη σε κουνήσει από δω πέρα, μόνο  
  γονάτισε ακουμπώντας το κουφάρι.  
  Κι εσείς σαν άντρες κι όχι σα γυναίκες 1425
  να στέκεστε κοντά· να βοηθάτε  
  ως να γυρίσω, αφού ετοιμάσω τάφο  
  γι' αυτόν εδώ κι ας μ' εμποδίζουν όλοι.  
     
  (Ο Τεύκρος φεύγει)  

Εικόνα

ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής 1992
Αίας: Στέφανος Κυριακίδης
Τέκμησσα: Αιμιλία Υψηλάντη
Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσακίρης
(Αρχείο Στ. Τσακίρη)