Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Γ΄ Στάσιμο: στ. 826-853 Επιπάροδος: στ. 1035-1060 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

(Έρχεται ο αγγελιαφόρος)

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

  Φίλοι μου, πρώτα θέλω το μαντάτο  
  να σας πω· μόλις γύρισεν ο Τεύκρος 855
  Απ' της Μυσίας56 τα όρη και στη μέση  
  του στρατοπέδου ως ζύγωσε που ολόρθη  
  στέκει η σκηνή του στρατηγού, οι Αργίτες  
  άρχισαν όλοι να τον βρίζουν· γιατί όπως  
  τον αντικρίσαν να 'ρχεται, απ' ολούθε 860
  τον κύκλωσαν και φοβερές βλαστήμιες  
  του πέταγε ο καθένας· τον ελέγαν  
  αδερφό του τρελού που 'χε λογιάσει  
  κακό για το στρατό και πως ο ίδιος  
  με το κορμί ολοπόρφυρο απ' τις πέτρες 865
  το χαμό δε θα γλίτωνε· ώσπου φτάσαν  
  να σύρνουν απ' τις θήκες τα σπαθιά τους.  
  Αλλά έπαψ' η αμάχη τους που τόσο  
  κόρωσε, γιατί οι γέροντες με λόγια  
  μαλακά τους επράυναν. Μα πού είναι 870
  ο Αίαντας να του πω γι' αυτά; Τι πρέπει  
  να τα λες όλα πάντα στους αφέντες.  
ΧΟ. Δεν είναι μέσα, μα έφυγε πριν λίγο,  
  γιατί άλλαξε φέρσιμο κι ιδέες.  
ΑΓ. Άαχ! μ' έστειλεν αργά κείνος που μ' έχει 875
  σταλμένο εδώ ή και ξάργησα να φτάσω.  
ΧΟ. Και τι δεν έγινε στο έργο ετούτο;  
ΑΓ. Πρόσταξε ο Τεύκρος έξω απ' τις σκηνές του  
  ο Αίαντας να μη βγει πριν έρθει ο ίδιος.  
ΧΟ. Έφυγε τώρα και την πιο καλή του 880
  απόφαση έχει πάρει, να φιλιώσει  
  με τους θεούς, σβήνοντας το θυμό του.  
ΑΓ. Ανόητα πέρα ως πέρα αυτά τα λόγια,  
  αν βέβαια στα σωστά μαντεύει, ο Κάλχας.57  
ΧΟ. Τι είπες; Γι' αυτό το πράγμα τι γνωρίζεις; 885
ΑΓ. Ετούτα ξέρω, γιατί εκεί βρισκόμουν.  
  Παράμερα πηγαίνοντας ο Κάλχας  
  από τη σύναξη των βασιλιάδων  
  κι απ' τους Ατρείδες ξέχωρα, μ' αγάπη  
  του Τεύκρου πιάνοντας το δεξί χέρι, 890
  του 'πε και τον εξόρκιζε, με κάθε  
  τρόπο, τη μέρα τούτη που φωτάει,  
  τον Αίαντα στις σκηνές του να κρατήσει  
  κι όξω μην τον αφήσει να 'βγει, αν θέλει  
  να τον δει πάλι ζωντανό. Μονάχα 895
  στη μέρα τη σημερινή, όπως είπε,  
  της θεϊκιάς θα τόνε κυνηγήσει  
  Αθηνάς ο θυμός.58 Τι σε μεγάλες,  
  έλεγε ο μάντης, πέφτει δυστυχίες,  
  θεοσταλμένες, όποιος περηφάνια 900
  δείχνει ανωφέλευτη, που ενώ εγεννήθη  
  μ' ανθρώπινα μυαλά, δεν έχει γνώμες  
  ταιριαστές για τον άνθρωπο. Γιατί εκείνος  
  όταν απ' την πατρίδα του κινούσε,  
  ανέμυαλος εφάνηκε, παρ' όλο 905
  που γνωστικά τού μίλαγε ο γονιός του.  
  Τα λόγια τού είπε αυτά. «Να θες, παιδί μου,  
  με το κοντάρι να νικάς και πάντα  
  με το θεό βοηθό σου». Του αποκρίθη  
  ανόητα, καυχησάρικα. «Πατέρα, 910
  κι ο αδύναμος θα μπόραε να νικήσει  
  με τη βοήθεια των θεών· μα εγώ πιστεύω  
  δίχως αυτούς, μονάχος μου, τη δόξα  
  πως θα κερδίσω».59 Έτσι καυχιόταν. Κι όταν,  
  για δεύτερη φορά, του 'δινε θάρρος 915
  η θεϊκή Αθηνά, φωνάζοντάς του  
  με φονικό το χέρι καταπάνω  
  στους εχθρούς να χιμήξει, τότες ένα  
  λόγο φριχτό κι ανάκουστο της είπε.  
  «Βασίλισσα, στους άλλους τους Αργείους 920
  να σταθείς παραστάτης· η δικιά μας  
  εδώ η μεριά ποτέ δε θα λυγίσει».60  
  Με τέτοια λόγια και με φρένα που 'ναι  
  ψηλότερα απ' τον άνθρωπο, εφορτώθη  
  την άγρια της θεάς οργή. Μα ωστόσο 925
  τη μέρα τούτη αν ζει, με τη βοήθεια  
  του θεού θα τον σώσουμε ίσως· τόσα  
  μας είπε ο μάντης· παρευθύς ο Τεύκρος  
  με στέλνει από τη σύναξη σε σένα  
  μ' αυτές τις εντολές του να εκτελέσεις. 930
  Κι αν δεν πετύχουμε, ζωή δεν έχει  
  ο Αίαντας, σοφός αν είναι ο Κάλχας.  
ΧΟ. Ω! δόλια Τέκμησσα, δυστυχισμένη,  
  έλα και δες τι λόγια λέει ετούτος·  
  στο κόκαλο έχει φτάσει το μαχαίρι 935
  και δεν μπορεί να χαίρεται κανένας.  
ΤΕ. Γιατί πάλι τη δύσμοιρη που μόλις  
  γαλήνεψα απ' τα μαύρα βάσανά μου,  
  με ξεσηκώνετε με τόση βιάση;  
ΧΟ. Άκουσε τούτον, για τον Αίαντα φέρνει 940
  μαντάτο που με κάνει να τρομάζω.  
ΤΕ. Αλίμονο, τι λες; Πάμε χαμένοι;  
ΑΓ. Για σε δεν ξέρω, για τον Αίαντα όμως,  
  απ' τη σκηνή του αν έφυγε, φοβάμαι.  
ΤΕ. Είναι έξω βέβαια κι όσα λες με σκιάζουν. 945
ΑΓ. Προστάζει ο Τεύκρος· μέσα στη σκηνή του  
  κλεισμένο εκείνον να 'χουμε και μήτε  
  να τον αφήσουμε ποτέ μονάχο.  
ΤΕ. Πού είναι ο Τεύκρος και γιατί τα λέει;  
ΑΓ. Ήρθε πριν λίγο και θαρρεί πως θα 'ναι 950
  θάνατος για τον Αίαντα το φευγιό του.  
ΤΕ. Αχ! η δυστυχισμένη, ποιος του τα είπε;  
ΑΓ. Ο μάντης Κάλχας πως ετούτη η μέρα  
  στον Αίαντα θάνατο ή ζωή θα φέρει.  
ΤΕ. Ω! συμφορά μου, φίλοι μου, βοηθάτε 955
  στη σκληρή τύχη που με περιζώνει·  
  τρεχάτε σεις γοργά να φτάσει ο Τεύκρος,  
  τραβάτε σεις στ' ακρόγιαλα της δύσης,  
  και στης ανατολής εσείς, ζητώντας  
  να βρείτε αυτόν που βγήκε για κακό του. 960
  Το 'νιωσα τώρα, μ' έχει ξεγελάσει  
  κι απ' την παλιά του αγάπη 'μαι διωγμένη.  
  Παιδί μου, τι να κάνω; Έτσι δεν πρέπει  
  να μείνω αργή· θα τρέξω όπου μπορέσω.  
  Δεν έχουμε καιρό· μπρος, να βιαστούμε. 965
  Να μην αργούμε, αν θέλουμε τον άντρα  
  να σώσουμε που τρέχει να πεθάνει.  
ΧΟ. Να, τρέχω κιόλας κι όχι μόνο λόγια·  
  γρήγορα πόδια, γρήγορο έργο φέρνουν.61  
     
  (Φεύγουν όλοι. Αλλάζει το σκηνικό. Εμφανίζεται ο Αίαντας.
Προχωρεί στη μέση της σκηνής και στήνει όρθιο ένα ξίφος)
 
     
ΑΙ. Να, ολόρθος καρτερεί, ο φονιάς μου κι όσο 970
  παίρνει πιο κοφτερός, αν κανείς έχει  
  καιρό τέτοια να σκέφτεται· είναι δώρο  
  του Έκτορα, του πάρα μισητού μου  
  απ' όλους τους εχθρούς που 'χω αντικρίσει.  
  Στην εχθρική τη γη της Τροίας μπηγμένος 975
  στέκεται τώρα, αφού σιδεροφάγο  
  τον τρόχισεν ακόνι και τον έχω  
  γερά στεριώσει μες στο χώμα, που έτσι  
  φίλος να μου γενεί και να μου δώσει  
  το θάνατο γοργά. Λοιπόν στα πάντα 980
  είμαι έτοιμος. Κατόπι, ω! Δία, πρώτος  
  εσύ, καθώς ταιριάζει, βοήθησέ με,  
  χάρη μεγάλη δε θα σου ζητήσω.  
  Στείλε μαντατοφόρο για να πάει  
  στον Τεύκρο το κακό μαντάτο, πρώτος 985
  να με σηκώσει αυτός, ως θα 'χω πέσει  
  στο αιματοραντισμένο ετούτο ξίφος  
  και μη με δει πρωτύτερα κανένας  
  απ' τους εχθρούς μου κι έτσι με πετάξουν  
  στα σκυλιά να με φάνε και τα όρνια. 990
  Τόσα μονάχα, Δία, σου γυρεύω·  
  κι εσένα, τον Ερμή62 του Κάτω Κόσμου  
  που συνοδεύεις τις ψυχές, παρακαλάω  
  δίχως σπασμούς γλυκά να με κοιμίσεις,  
  όταν με πήδημα γοργό θα σκίσω 995
  στο σπαθί τούτο απάνω το πλευρό μου.  
  Κράζω και τις παρθένες βοηθούς μου  
  τις αιώνιες που πάντοτε επιβλέπουν  
  τα πάθη των θνητών, τις γοργοπόδες  
  σεβάσμιες Ερινύες63 για να μάθουν 1000
  τον έρμο πώς μ' αφάνισαν οι Ατρείδες.  
  Kι αυτούς τους άτιμους αρπάζοντάς τους  
  φριχτά να εξολοθρέψουν, κι όπως βλέπουν  
  με τα ίδια μου τα χέρια να πεθαίνω,  
  έτσι να πάν' σφαγμένοι απ' τα παιδιά τους. 1005
  Γοργές και τιμωρήτρες Ερινύες,  
  εμπρός, όλο το στράτευμα σπαράξτε.  
  Κι εσύ που τον ψηλό ουρανό διαβαίνεις  
  με το άρμα σου Ήλιε, μόλις αντικρίσεις  
  την πατρική μου γη, κράτα για λίγο 1010
  τα χρυσά χαλινάρια σου και δώσε  
  στο γέροντα γονιό μου και στη δόλια  
  μάνα μου το μαντάτο για τις μαύρες  
  συμφορές και το θάνατο που βρήκα  
  Αχ! η δυστυχισμένη όταν ακούσει 1015
  την είδηση, μεγάλο μες στην πόλη  
  θα ξεσηκώσει θρήνο. Όμως δεν πρέπει  
  να κλαίω γι' αυτά ανωφέλευτα· ήρθ' η ώρα  
  γρήγορα πιά το έργο να τελειώσει.  
  Θάνατε, Θάνατε, έλα, αντάμωσέ με, 1020
  παρ' όλο που εκεί κάτω εγώ μαζί σου  
  θα 'χω πολύν καιρό να κουβεντιάζω.  
  Κι εσένα, ω! φέγγος της λαμπρής ημέρας  
  τούτης, κι εσένα αρματοδρόμε Ήλιε,64 τώρα  
  στερνή, στερνή φορά σας χαιρετάω. 1025
  Ω! φως, κι ω! ιερό της Σαλαμίνας  
  της πατρίδας μου χώμα, κι εσύ θρόνε  
  του πατρικού σπιτιού μου, ω! δοξασμένη  
  Αθήνα,65 και γενιά συγγενική μου.  
  Σε σας ποτάμια και πηγές και κάμποι 1030
  της Τροίας που με θρέψατε, μιλάω·  
  έχετε γεια· στερνά τα λόγια ετούτα  
  του Αίαντα σ' εσάς· τ' άλλα όταν πάω  
  στον Άδη, θα τα πω στους πεθαμένους.66  
     
  (Πέφτει πάνω στο σπαθί και πεθαίνει. Έρχεται ο χορός)  
     

Εικόνα

ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής 1992
Αίας: Στέφανος Κυριακίδης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσακίρης
(Αρχείο Στ. Τσακίρη)