Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Α΄ Στάσιμο: στ. 417-508 Β΄ Στάσιμο: στ. 718-763 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΑΙ. Αι, αι·38 ποιος θα το πίστευε πως έτσι  
  βαλμένο στ' όνομά μου θα ταιριάζει 510
  στα πάθη μου· τι δυο φορές μου πρέπει  
  και τρεις να κράζω αιαι, μια και με βρήκαν  
  χαλασμοί τέτοιοι, εμένα που ο γονιός μου  
  πήρε απ' αυτήν εδώ τη γη της Ίδης,39  
  πρώτος μες σ' όλο το στρατό, τα πρώτα 515
  βραβεία40 και φορτωμένος λαμπρή δόξα  
  γύρισε στην πατρίδα του· κι ο γιος του  
  εγώ, στον ίδιο τόπο της Τρωάδας  
  φτασμένος ύστερα κι όχι πιο λίγη  
  δείχνοντας απ' αυτόν αντρεία κι έργα 520
  μικρότερα καθόλου, ντροπιασμένος  
  χάνομαι απ' τους Αργείους. Όμως έχω  
  τη γνώμη πως καλά το ξέρω ετούτο.  
  Αν ζούσ' ο Αχιλλέας κι ήταν να κρίνει  
  ποιος θ' άξιζε για την παλικαριά του 525
  τα όπλα του να λάβει, κανείς άλλος  
  εξόν εμένα δε θα τα 'παιρνε· μα τώρα  
  σ' έναν πανούργο τα 'δωσαν οι Ατρείδες,  
  καταφρονώντας τη δικιά μου αξία.  
  Κι αν δεν ξεστράτιζαν απ' το σκοπό τους, 530
  τα μάτια μου κι ο σαλεμένος νους μου,  
  δε θ' αποφάσιζαν αυτοί γι' άλλον κανένα.  
  Τώρα η ανίκητη θεά, του Δία  
  η γοργομάτα θυγατέρα, καθώς είχα  
  πάνω σ' αυτούς το χέρι μου απλωμένο, 535
  με παραλόισε βυθίζοντάς με  
  σε λυσσασμένη αρρώστια, ώστε τα χέρια  
  να αιματοβάψω σε κοπάδια τέτοια·  
  κι εκείνοι αναγελούν που αθέλητά μου  
  γλίτωσαν· ο θεός αν σε τυφλώνει, 540
  τότε απ' τον δυνατό ο δειλός ξεφεύγει.  
  Και τώρα τι να κάμω πια, όταν όλοι  
  στα φανερά οι θεοί μ' εχθρεύονται, όταν  
  των Ελλήνων με μισεί ο στρατός κι η Τροία  
  ολάκερη κι οι κάμποι ετούτοι; Πίσω 545
  να φύγω στην πατρίδα μου, το Αιγαίο  
  πέλαγο να περάσω, τους Ατρείδες  
  μόνους και το καραβοστάσι παρατώντας;  
  Και με τι μάτια το γονιό μου Τελαμώνα  
  θα δω; Πώς η καρδιά του θα βαστάξει 550
  να μ' αντικρίσει μπρος του μ' άδεια χέρια  
  δίχως βραβεία παλικαριάς,41 που εκείνος  
  πήρε γι' αυτά λαμπρό στεφάνι δόξας;  
  Όχι, δεν το μπορώ. Αλλά να χιμήξω  
  στους Τρωαδίτες κάτω από το κάστρο, 555
  μονάχος μου να χτυπηθώ μαζί τους  
  κι αφού κάποιο κατόρθωμα πετύχω,  
  το θάνατο να βρω στο τέλος; Μα έτσι  
  τρανή χαρά θα δώσω στους Ατρείδες.  
  Δε γίνεται, όχι. Πρέπει να 'βρω τρόπο 560
  και στο γέρο γονιό μου ν' αποδείξω  
  πως όντας γιος του εγώ, δειλός δεν είμαι.  
  Είναι ντροπή στον άντρα να γυρεύει  
  πολύν καιρό να ζήσει, όταν δε βλέπει  
  καμιά αλλαγή στις πίκρες του. Ποια τάχα 565
  μπορεί χαρά να δώσει η κάθε μέρα,  
  αφού κοντά στο θάνατο μας φέρνει,  
  κι ας δείχνει πως τον αναβάλλει; Διόλου  
  δε λογαριάζω εκείνον που ζεσταίνουν  
  κούφιες ελπίδες. Πρέπει ή τιμημένος 570
  ο  ακέριος άνθρωπος να ζει ή και πάλι  
  με τιμή να πεθαίνει.42 Ό,τι 'χα το 'πα.  
ΧΟ. Τα λόγια που είπες, Αίαντα, κανένας  
  δε θα τα λογαριάσει ξένα, μα δικά σου.  
  Γαλήνεψε όμως κι άφησε τους φίλους, 575
  όλες τις μαύρες σου έγνοιες παρατώντας,  
  να διαφεντέψουν όσα έχεις στο νου σου.  
ΤΕ. Αίαντα αφέντη μου, χειρότερο δεν είναι  
  κακό για τους ανθρώπους απ' την τύχη  
  που τη γεννά η ανάγκη. Να, κι εμένα 580
  λεύτερος ήταν ο γονιός κι απ' όλους  
  τους Φρύγες43 ο πιο πλούσιος· όμως τώρα  
  εγώ 'μαι σκλάβα. Τι έτσι αποφασίσαν  
  οι θεοί και το χέρι σου. Για τούτο  
  μια κι έγινα γυναίκα σου, φροντίζω 585
  για το καλό σου και στου Εφέστιου44 Δία  
  τ' όνομα σ' εξορκίζω και στο γάμο  
  που μας έχει ενώσει, να μη στέρξεις  
  λόγια πικρά ν' ακούσω απ' τους εχθρούς σου,  
  σκλάβα σε κάποιον αν μ' αφήσεις. 590
  Γιατί αν εσύ χαθείς κι έτσι μ' αφήσεις,  
  τότε να ξέρεις πως κι εμέ θ' αρπάξουν  
  την ίδια εκείνη μέρα με τη βία  
  οι Αργίτες και μαζί με το παιδί σου  
  την άχαρη σκλαβιά θα δοκιμάσω. 595
  Κι απ' τους αφέντες κάποιος πικρά λόγια  
  θα ρίχνει για να με πληγώνει. «Ιδέστε45  
  του Αίαντα την ομόκλινη, που πρώτος  
  ήτανε του στρατού, ποιαν άθλια τώρα  
  σκλάβα ζωή θα ζήσει μπρος σ' εκείνη 600
  την πρωτινή της ευτυχία». Τέτοια  
  θα λέει· κι η συμφορά θα με σπαράζει,  
  κι εσέ και τη γενιά σου θ' ατιμάζουν  
  τα λόγια τούτα. Έπειτα σκέψου πόσο  
  ντρόπιασμα στον πατέρα σου θα δώσεις 605
  σε γηρατειά πικρά σαν τον αφήσεις,  
  πόση ντροπή στη μάνα σου, με τόσα  
  χρόνια να τη βαραίνουν, που όλη μέρα  
  παρακαλάει τους θεούς στο σπίτι  
  να της γυρίσεις ζωντανός· λυπήσου 610
  το γιο σου, βασιλιά, που αν του λείψουν,  
  χωρίς εσένα, όσες φροντίδες θέλουν  
  τ' ανήλικα, θα μεγαλώσει μόνος  
  στα χέρια ορφανοτρόφων, όχι φίλων·  
  και τι κακό για κείνον ο χαμός σου 615
  μα και για μένα. Τι εγώ δεν έχω  
  να στρέψω αλλού τα μάτια, παρά μόνο  
  σ' εσένα. Γιατί εσύ με το κοντάρι  
  την πατρίδα μου αφάνισες και μοίρα  
  ξένη46 μου πήρε μάνα και πατέρα 620
  νεκρούς να κατοικήσουνε στον Άδη.  
  Τι θα 'χω για πατρίδα μου, ποια πλούτη  
  άμα χαθείς εσύ; Από σε η ζωή μου  
  κρέμεται. Μην ξεχνάς κι εμένα· πρέπει  
  ο άντρας να θυμάται, αν έχει κάποια 625
  γευτεί χαρά. Γιατί 'ναι η χάρη πάντα  
  που γεννά την αντίχαρη· όμως όποιος  
  το καλό που λαβαίνει αποξεχνάει,  
  ποτέ του αυτός καλής γενιάς δε θα 'ναι.  
ΧΟ. Αίαντα, θα 'θελα σπλαχνιά γι' αυτήν να νιώθεις 630
  καθώς εγώ· τα λόγια της σωστά θα βρίσκεις.47  
ΑΙ. Σωστά και παραπάνω, μόνο αν κάνει  
  με προθυμία αυτό που θα προστάξω.  
ΤΕ. Αίαντα αγαπημένε, θα υπακούσω.  
ΑΙ. Φέρε λοιπόν εδώ να δω το γιο μου. 635
ΤΕ. Φοβήθηκα κι αλλού τον έχω στείλει.  
ΑΙ. Γι' αυτά μου τα δεινά ή γι' άλλη αιτία;  
ΤΕ. Τρόμαξα για τον δύστυχο, μην έβρει  
  το θάνατο, αν σε συναντούσε.  
ΑΙ. Θα 'ταν κι αυτό της σκοτεινής μου τύχης. 640
ΤΕ. Γνοιάστηκα εγώ, το κακό να προλάβω.  
ΑΙ. Σωστή σου η πράξη κι η φροντίδα.  
ΤΕ. Τι άλλο να κάνω πες για το καλό σου;  
ΑΙ. Φέρ' τον μπροστά μου να τον δω, να του μιλήσω.  
ΤΕ. Μα εδώ κοντά είναι, οι δούλοι τον προσέχουν. 645
ΑΙ. Τι αργοπορεί λοιπόν και δε ζυγώνει;  
ΤΕ. Γιε μου, ο πατέρας σου σε κράζει· δούλε  
  που τον βαστάς, έλα και φέρ' τον.  
ΑΙ. Σ' έναν που δεν ακούει μιλάς ή που ζυγώνει;  
     
  (Έρχεται ο δούλος με τον Ευρυσάκη)  
     
ΤΕ. Να, τον οδηγάει ο σκλάβος μπρος μας. 650
ΑΙ. Σήκωσέ τον και φέρε τον κοντά μου·  
  καθόλου δε θα φοβηθεί κοιτώντας  
  το φρέσκο τούτο φόνο, άμα λογιέται  
  στ' αλήθεια γιος δικός μου. Τι από τώρα  
  στις σκληρές του πατέρα του συνήθειες 655
  πρέπει ν' αναθραφεί και να του μοιάσει.  
  Πιότερο ευτυχισμένος από μένα,  
  παιδί μου, να 'σαι, μα όμοιος σ' όλα τ' άλλα  
  και κακός δε θα γίνεις. Σε ζηλεύω  
  τώρα για τούτο, που καμιά δε νιώθεις 660
  από τις συμφορές αυτές. Γιατί όταν  
  τίποτα δεν καταλαβαίνεις, είναι  
  χαρούμενη η ζωή σου, ώσπου να μάθεις  
  τη χαρά και τη θλίψη. Κι άμα φτάσεις  
  σ' αυτό, θα πρέπει στους εχθρούς να δείξεις 665
  του γονιού σου, ποιος είσαι και ποιος σ' έχει  
  γεννήσει. Ως τότε ας έχεις για βοσκή σου  
  της ξεγνοιασιάς τ' ανάλαφρο αεράκι,  
  τη νέα ψυχή σου θρέφοντας κι ας είσαι  
  της μάνας σου χαρά κι ελπίδα. Ξέρω 670
  πως απ' τους Αχαιούς δε θα τολμήσει  
  με προσβολές πικρές να σε πειράξει  
  κανένας, κι ας μην είμαι πια κοντά σου.  
  Τέτοιο για σένα φύλακα προστάτη  
  θ' αφήσω ακούραστο για να σε θρέψει, 675
  τον Τεύκρο, που όμως τώρα κυνηγώντας  
  εχθρούς, μακριά πλανιέται. Μα κι απ' όλους  
  εσάς, πολεμιστές μου ασπιδοφόροι,  
  θαλασσινή γενιά, την ίδια χάρη  
  ζητάω, την εντολή μου να του πείτε. 680
  Γυρνώντας στην πατρίδα, το παιδί μου  
  στο γέροντα να δώσει Τελαμώνα  
  και στη μάνα μου Ερίβοια, κι εκείνο  
  να τους γεροκομήσει ως τη στερνή τους  
  ώρα που θα κατέβουνε στον Άδη. 685
  Και τα όπλα μου κανείς αγωνοθέτης  
  στους Αχαιούς μη βάλει για βραβείο  
  μήδε κι αυτός48 που γίνηκε ο χαμός μου.  
  Μα εσύ, Ευρυσάκη γιε μου, που έχεις πάρε  
  τ' όνομα απ' την εφτάδιπλην ετούτη 690
  και δυνατήν ασπίδα, κράτησέ την  
  να τη στριφογυρνάς απ' τη λαβή της·  
  τ' άλλα μου όπλα να ταφούν μαζί μου.  
  Γρήγορα πάρε το παιδί και κλείσε  
  τη θύρα και μην κλαις εδώ μπροστά μου. 695
  Τι αρέσουν πάντα στη γυναίκα οι κλάψες.  
  Κλείσε γοργά. Ο σοφός γιατρός δεν πρέπει  
  τη συμφορά με θρήνους να ξορκίζει,  
  όταν μαχαίρι μόνο τη γιατρεύει.  
ΧΟ. Φοβάμαι ακούγοντας τέτοια βιασύνη. 700
  Κι ούτε μ' αρέσει γλώσσα ακονισμένη.  
ΤΕ. Αφέντη μου Αίαντα, τι σκέφτεσαι να κάμεις;  
ΑΙ. Μη με ρωτάς, μην εξετάζεις· είναι  
  μεγάλο πράγμα φρόνηση να δείχνεις.  
ΤΕ. Αχ! τρέμω, στο παιδί σου σ' εξορκίζω 705
  και στους θεούς, να μη μας παρατήσεις.  
ΑΙ. Ενόχληση μου φέρνεις. Δεν το ξέρεις  
  πως δε χρωστάω στους θεούς τίποτα τώρα;  
ΤΕ. Σώπασε, σώπα.  
ΑΙ. Μίλα σε κάποιον που σ' ακούει. 710
ΤΕ. Εσύ δε θα μ' ακούσεις;  
ΑΙ. Πολλά, πάρα πολλά τα λόγια σου είναι.  
ΤΕ. Γιατί φοβάμαι, αφέντη.  
ΑΙ. Ε! δε θα κλείσετε γοργά τη θύρα;  
ΤΕ. Μαλάκωσε, για τους θεούς. 715
ΑΙ. Ανόητα σκέφτεσαι, θαρρώ, αν λογιάζεις  
  τώρα το χαρακτήρα μου ν' αλλάξεις.  
     
  (Τα παραπετάσματα της σκηνής κλείνουν)