Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Α΄ Επεισόδιο: στ. 308-416 Β΄ Επεισόδιο: στ. 509-717 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΑΙ. Αχ! φίλοι μου ναύτες, που μονάχα,  
  μονάχα εσείς από τους φίλους  
  πιστοί σε μένα μείνατε, κοιτάχτε  
  τι κύμα τρέλας φονικής 420
  με κυκλοζώνει ολούθε.  
ΧΟ. Αλίμονο, πολύ σωστά, όπως βλέπω,  
  τα είπες· μας το δείχνουνε τα έργα  
  πόσο στ' αλήθεια σάλεψεν ο νους του.  
   
ΑΙ. Αχ! βοηθοί μου εσείς στις ναυτικές 425
  τέχνες, που λαμνοκόποι στο καράβι μου  
  τα πέλαγα αρμενίζατε, μονάχα εσείς  
  να με γλιτώσετε μπορείτε απ' τα δεινά·  
  εμπρός, σκοτώστε με  
ΧΟ. Σώπασε· μη γυρεύεις να γιατρέψεις 430
  το 'να κακό μ' άλλο κακό και μεγαλώσεις  
  τη φρίκη πιο πολύ της δυστυχίας.  
ΑΙ. Με βλέπεις τον αντρειωμένο  
  με την αδείλιαστη καρδιά,  
  τον άφοβο στις άγριες μάχες 435
  να δείχνω χέρι τρομερό  
  στα ήμερα ζώα; Αλίμονο,  
  με περγελούν, τι ντρόπιασμα για μένα!  
ΤΕ. Αφέντη μου Αίαντα, μην ξεστομίζεις,  
  σε ικετεύω, τέτοια λόγια. 440
ΑΙ. Δεν πας έξω; Δε φεύγεις από δω; Αχ! Αχ!  
ΤΕ. Στ' όνομα των θεών, έλα στο νου σου.  
ΑΙ. Ω! δύστυχος, που άφησα να ξεφύγουν  
  μέσ' απ' τα χέρια μου οι καταραμένοι  
  και ρίχτηκα στα στριφοκέρατα 445
  βόδια και στα λαμπρά κοπάδια,  
  το μαύρο χύνοντάς τους αίμα.  
ΤΕ. Γι' αυτά που γίναν τι λυπάσαι; Τώρα  
  τίποτα δε μπορεί πια να τ' αλλάξει  
ΑΙ. Άα! γιε του Λαέρτη, που όλα 450
  τα βλέπεις κι είσαι πάντα  
  στα σκοτεινά έργα δουλευτής,  
  το πιο σιχαμερό μες στο στρατό  
  ξέπλυμα, τώρα θα γελάς  
  κι από χαρά θ' αναγαλλιάζεις. 455
ΧΟ. Σα θέλουν οι θεοί, γελά και κλαίει καθένας  
ΑΙ. Μπροστά μου να τον έβλεπα, κι ας είμαι  
  σε τέτοια μαύρη συμφορά. Άα, άα.  
ΧΟ. Λόγο μην πεις μεγάλο·32 σε τι μαύρη  
  βρίσκεσαι δυστυχία δε βλέπεις; 460
ΑΙ. Ω! Δία, των προγόνων μου πατέρα,33  
  πώς θα γινόταν τον πανάθλιο,  
  τον τρισπανούργο εχθρό μου ν' αφανίσω  
  και τους διπλούς αντάμα βασιλιάδες  
  κι έπειτα να χανόμουνα κι εγώ. 465
ΤΕ. Αυτές αν κάνεις τις ευχές, ζήτησε τότε  
  να πάω κι εγώ μαζί σου· τι τη θέλω  
  τη ζωή μου, εσύ άμα θα πεθάνεις;  
ΑΙ. Άα!  
  Ω! σκοτεινιά θανάτου, φως δικό μου 470
  μαυρίλα του Άδη, υπέρλαμπρη για μένα,34  
  πάρτε με κάτοικό σας, πάρτε με,  
  δεχτείτε με· γιατί ούτε στους θεούς  
  ούτε και στους λιγόζωους ανθρώπους  
  είμαι άξιος πια τα μάτια μου να στρέψω 475
  για βοήθεια· αλλά του Δία η κόρη,  
  η παντοδύναμη θεά,35 με σπρώχνει,  
  με βάσανα φριχτά, σ' αφανισμό.  
  Πού να ξεφύγω;  
  Πού να πάω να μείνω, 480
  αφού τα πάντα, φίλοι μου, χαμένα·  
  κοντά μου η τιμωρία, στοίβες γύρω  
  της τρέλας μου τα ξώφρενα κυνήγια  
  κι ο στρατός όλος με σπαθιά στα χέρια  
  δίκοπα να με θανατώσει. 485
ΤΕ. Α! η δύστυχη, γενναίος άντρας τέτοια  
  λόγια να λέει που ποτές ως τώρα  
  δε θα σκεφτόταν καν να ξεστομίσει.  
     
ΑΙ. Άα!  
  Στενά κυματοβούιστα, 490
  βραχοσπηλιές της ακροθαλασσιάς,  
  χλωρό λιβάδι πλάι στο κύμα,  
  πολύν καιρό και χρόνους μακρινούς  
  γύρω στην Τροία με κρατούσατε·  
  μα τώρα πια, όχι ζωντανό· 495
  αυτό ας το ξέρει κάθε φρόνιμος.36  
  Γειτονικές νεροσυρμές  
  του Σκάμαντρου, 37 τόσο καλές  
  για τους Αργείους, τον άντρα ετούτον  
  δε θ' αντικρίσετε ξανά, 500
  –θα πω λόγο μεγάλο–  
  που σαν κι αυτόν κανένα η Τροία  
  δεν είδε μέσα στον φερμένο  
  στρατό απ' τη χώρα της Ελλάδας·  
  τώρα έτσι απομένω ατιμασμένος. 505
ΧΟ. Μήτε μπορώ να σ' εμποδίσω, μήτε  
  και να σ' αφήσω να μιλάς, αφού έχεις  
  σε τέτοιες μαύρες συμφορές βουλιάξει.  

Εικόνα

Εθνικό Θέατρο – Επίδαυρος 1961
Αίας: Θάνος Κωτσόπουλος
Τέκμησσα: Ελένη Ζαφειρίου
Χορός
Σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης
(Αρχείο Τ. Μουζενίδη)