Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Πάροδος: στ. 159-307 Α΄ Στάσιμο: στ. 417-508 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΧΟ. Όμως, αν έπαψ' η αρρώστια του, μεγάλη  
  θα 'ναι, θαρρώ, ευτυχία τούτο· άμα περάσει  
  το κακό, δε μιλάς γι' αυτό καθόλου. 310
ΤΕ. Και ποιο απ' τα δυο θα προτιμούσες,  
  αν σ' έβαζε κανένας να διαλέξεις·  
  να χαιρόσουν εσύ και να 'δινες στους φίλους  
  θλίψη ή να λυπόσουνα μαζί τους;  
ΧΟ. Τα πάθη τα διπλά είναι πιο μεγάλα. 315
ΤΕ. Γι' αυτό λοιπόν κι εμείς πονάμε τώρα  
  περσότερο, κι ας έχει πάψει η τρέλα.  
ΧΟ. Πώς το 'πες; Δεν καταλαβαίνω.  
ΤΕ. Όσο τον κάτεχε η μανία, εκείνος  
  χαιρόταν που βρισκότανε σε τέτοια 320
  δεινά, όμως σ' εμάς που έχουμε ακέρια  
  τα λογικά μας, θλίψη μάς γεννούσε.  
  Τώρα, καθώς ξεθύμαν' η αρρώστια  
  κι ανάσανε απ' αυτήν, τον κυνηγάει  
  πόνος βαρύς κι εμείς όμοια όπως πρώτα 325
  θλιβόμαστε. Δεν είναι τούτες πίκρες  
  διπλές, ενώ ήταν πριν μόνο για έναν;  
ΧΟ. Ναι, συμφωνώ μαζί σου, μα φοβάμαι  
  μήπως θεόσταλτο κακό μας ήρθε·  
  γιατί μια κι η αρρώστια του έπαψε, πώς τότε 330
  δε χαίρεται καθώς όταν την είχε;  
ΤΕ. Πρέπει να ξέρεις πώς του έχουν γίνει.  
ΧΟ. Η συμφορά πώς άρχισε; Για λέγε  
  σ' εμάς που για τα πάθη του πονάμε.  
ΤΕ. Όσα γενήκαν, όλα θα τα μάθεις, 335
  αφού είσαι σύντροφος. Προχωρημένη  
  ήταν η νύχτα και του στρατοπέδου  
  τα βραδινά φώτα δεν καίγαν, όταν  
  δίκοπο ξίφος παίρνοντας εκείνος,  
  ήθελε δίχως λόγο έξω να πάει. 340
  Κι εγώ τόνε μαλώνω και του λέω.  
  «Τι κάνεις, Αίαντα; Πώς έτσι βγαίνεις  
  ακάλεστος, χωρίς να σε φωνάξουν  
  κήρυκες κι ούτε μήνυμα ν' ακούσεις  
  να κράζει η σάλπιγγα; Ο στρατός όλος 345
  τώρα κοιμάται απ' άκρη σ' άκρη». Τότε  
  μ' αυτά τα λίγα λόγια μου αποκρίθη  
  που πάντοτε τα ξαναλέν. «Γυναίκα,  
  η σιωπή στολίδι στις γυναίκες».  
  Ακούγοντάς τον σώπασα κι εκείνος 350
  όρμησε μόνος του έξω. Τα όσα γίναν  
  εκεί, δεν τα γνωρίζω· μα γυρνώντας  
  έφερε μέσα ταύρους και κριάρια  
  πυκνόμαλλα, σκυλιά της στάνης, όλα  
  μαζί δεμένα. Κι άρχισε να σφάζει, 355
  στο σβέρκο άλλα χτυπώντας, άλλα το λαιμό τους  
  τεντώνοντας και σύγκαιρα τη ράχη  
  βαθιά κρεοκοπώντας· άλλα πάλι  
  δετά όπως ήταν, στο κοπάδι ορμώντας,  
  σα να 'ταν άντρες τα βασάνιζε. Στο τέλος 360
  γοργά πετάχτηκε έξω και με κάποιον  
  ίσκιο28 μιλούσε, πότε στους Ατρείδες  
  βαριές σωριάζοντας βρισιές, και πότε  
  στον Οδυσσέα, ανάκατες με γέλια  
  πολλά, πως άξια τους είχε αντιπληρώσει 365
  το ντρόπιασμα που του έκαναν. Κατόπι  
  μπαίνει με φόρα στη σκηνή του πάλι  
  κι αργά και λίγο λίγο ξαναβρίσκει  
  τα λογικά του· κι όταν είδε γύρω  
  τη σφαγή να υψώνεται ως τις στέγες, 370
  ούρλιαξε το κεφάλι του χτυπώντας·  
  και στα σφαχτάρια πέφτοντας σωριάστη  
  απάνω στον αρνίσιο φόνο, με τα νύχια  
  τα μαλλιά ξεριζώνοντας. Πολλή ώρα  
  βουβός έτσι καθόταν. Μετά στρέφει 375
  σε μένα και ξεστόμιζε φοβέρες  
  φριχτές, αν όλη δεν του φανερώσω  
  τη συμφορά που γίνηκε, ρωτώντας  
  σε ποια θέση βρισκόταν. Κι εγώ τότε,  
  φίλοι μου, όσα γνώριζα που εγίναν, 380
  όλα, περίφοβη, του τα είπα. Εκείνος  
  ξέσπασε ευθύς σε τέτοιους πικρούς βόγκους,  
  που δεν ξανάκουσα απ' αυτόν ποτέ μου·  
  γιατί έλεγε πάντα τέτοιοι θρήνοι  
  σε δειλούς και μικρόψυχους ταιριάζουν· 385
  έτσι χωρίς ξεφωνητά βογκούσε  
  πνιχτά σαν ταύρος που μουγκρίζει. Τώρα  
  σε τέτοια μαύρη τύχη βουλιαγμένος,  
  δίχως ψωμί, δίχως νερό στο σπαραγμένο  
  κοπάδι ήσυχος κάθεται και κάποιο 390
  φαίνεται μελετάει κακό να κάμει.  
  Γιατί τα βογκητά του και τα λόγια  
  δείχνουνε κάτι τέτοιο. Γι' αυτό, φίλοι,  
  εδώ ήρθα· μπείτε μέσα κι αν μπορείτε,  
  βοηθάτε τον· λυγίζουνε στα λόγια 395
  πάντα των φίλων άντρες σαν ετούτον.  
ΧΟ. Τέκμησσα, κόρη του Τελεύταντα, όσα  
  μας λες γι' αυτόν είναι φριχτά, πως έχει  
  σαλέψει ο νους του από τα πάθη.  
ΑΙ. (από μέσα) Ώωχ! συμφορά μου. 400
ΤΕ. Χειρότερα σε λίγο θα 'ναι, ως βλέπω·  
  ή δεν ακούσατε τον Αίαντα τώρα  
  με τι, σπαραχτικές φωνές βογκάει;  
ΑΙ. Ώωχ! συμφορά μου.  
ΧΟ. Ή άρρωστος είναι λέω ή θα λυπάται 405
  θωρώντας μπρος του τι κακό έχει κάνει.  
ΑΙ. Άαχ! παιδί μου, παιδί μου.  
ΤΕ. Ω! η δύστυχη· Ευρυσάκη,29 εσένα κράζει.  
  Τι μελετάει; Πού είσαι; Αλίμονό μου.  
ΑΙ. Τον Τεύκρο30 θέλω· πού είναι ο Τεύκρος; Ή όλο 410
  τον καιρό του στο κούρσος θα ξοδέψει,  
  τώρα που εγώ αφανίζομαι εδώ μόνος;  
ΧΟ. Στα λογικά του ήρθε νομίζω. Άνοιξε λίγο,  
  μήπως και κρατηθεί αντικρίζοντάς με.  
ΤΕ. Να, σου ανοίγω·31 δες τι έχει κάμει 415
  και σε ποια θέση βρίσκεται κι ο ίδιος  
     
  (Μέσα στη σκηνή φαίνεται ο Αίαντας)