Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Πρόλογος: στ. 1-158 Α΄ Επεισόδιο: στ. 308-416 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΧΟΡΟΣ19

  Γιε του Τελαμώνα, που έχεις θρόνο  
  πλάι στο γιαλό της κυματόζωστης 160
  Σαλαμίνας, όταν είσαι ευτυχισμένος,  
  χαίρομαι κι εγώ με την καρδιά μου·  
  μα όταν χτύπημα του Αία  
  ή κακόβουλος σε φτάσει λόγος  
  απ' τους Δαναούς,20 δειλιάζω 165
  και με παίρνει ο φόβος σαν την άγρια  
  περιστέρα που σκιαγμένη φτερακίζει.  
  Έτσι κι απ' το περασμένο βράδυ  
  λόγια πολυβούιστα μας ταράζουν,  
  για δικό σου ντρόπιασμα, πως τάχα 170
  στο παχύ αλογάρικο λιβάδι  
  μπαίνοντας, τα κουρσεμένα  
  των Αργείων αφάνισες κοπάδια,  
  όσα αμοίραστα ήταν, και με ξίφος  
  τα 'σφαξες γυαλιστερό. 175
  Τέτοιες ο Οδυσσέας μουρμουρίζει  
  μες στ' αυτιά ολωνών κακογλωσσιές,  
  που γι' αληθινές τις λογαριάζουν·  
  τώρα ευκολοπίστευτα για σένα  
  λόγια λέει κι ο καθένας που τ' ακούει, 180
  πιο μεγάλη κι απ' αυτόν που τα 'πε  
  νιώθει φθονερή χαρά, γελώντας  
  για τα μαύρα πάθη που σε βρήκαν.  
  Γιατί άμα σημαδεύεις τους τρανούς,  
  πετυχαίνεις πάντα· όμως για μένα 185
  που 'μαι ταπεινός, ό,τι κι αν πούνε,  
  δε θα γίνει πιστευτό· γιατί ο φθόνος  
  φιδοσέρνοντας χτυπάει τον δυνατό.  
  Δεν μπορούνε κάστρο να κρατήσουν  
  δίχως τους μεγάλους οι μικροί, 190
  παίρνουν απ' αυτούς και δυναμώνουν,  
  όπως κι οι μεγάλοι απ' τους μικρούς·  
  μα δεν είναι μπορετό τις γνώμες τούτες  
  στους ανέμυαλους κανείς να τις διδάσκει.  
  Τέτοιοι ανόητοι ξεσηκώνουν τώρα 195
  την κακογλωσσιά κι εμείς καθόλου  
  δεν μπορούμε σ' όλα αυτά ν' αντισταθούμε,  
  βασιλιά, χωρίς εσένα. Γιατί όπως  
  έχουνε ξεφύγει απ' τη ματιά σου,  
  θορυβούνε σαν πουλιών κοπάδια· 200
  μα το μέγα γύπα ευθύς φοβούνται,  
  αν εσύ φανείς ξάφνου μπροστά τους,  
  και βουβοί απ' τον τρόμο θα ζαρώσουν.
  Μήπως η Άρτεμη του Δία η Ταυροπόλα21  
  – αχ! φήμη πολυβούιστη, μητέρα 205
  της ντροπής μου αυτής– σ' έσπρωξε πάνω  
  στων βοδιών τ' αμοίραστα κοπάδια,  
  γιατί ίσως την εγέλασες και δίχως  
  αντίχαρη έμεινε για κάποια  
  νίκη που της χρωστάς ή για λαμπρά 210
  λάφυρα ή για προσφορές  
  από ελαφιού κυνήγι; Ή χολωμένος  
  μαζί σου ο χαλκοθώρακος ο Άρης  
  που βοήθεια του στη μάχη θ' άφησες  
  χωρίς τιμές, την προσβολή εκδικώντας, 215
  σε τέτοιες σ' έχει ρίξει  
  νυχτερινές απάτες;  
  Γιατί ποτέ σου, γιε του Τελαμώνα,  
  τόσο απ' τα λογικά σου δεν ξεστράτισες  
  και σε κοπάδια να ριχτείς· 220
  μα θα 'ταν η μανία θεοσταλμένη  
  κι άμποτες ο Δίας κι ο Απόλλωνας  
  να σταματήσουν των Αργείων  
  την άγρια καταλαλιά.  
  Αν όμως οι μεγάλοι Ατρείδες 225
  ή του κακού Σισύφου η γέννα22  
  κρυφά σκορπίζουν ψεύτικες ειδήσεις,  
  τότε μη στέκεις, βασιλιά μου,  
  κλεισμένος πια μες στη σκηνή σου,  
  πλάι στ' ακρογιάλι, δίχως 230
  να διώχνεις την κακογλωσσιά.  
     
  Μα έλα, σήκω, πρόβαλε από εκεί  
  που μέρες κάθεσαι άπραγος,  
  μακριά απ' τον πόλεμο,  κι αφήνεις  
  ως τα ουράνια να θρασεύει η φλόγα 235
  του κακού κι έτσι των εχθρών σου  
  ξεχύνονται άφοβα οι βρισιές  
  στ' ανεμοβούιστα φαράγγια  
  κι όλοι χασκογελούν με λόγια  
  φαρμακερά, καθώς ο πόνος 240
  βαρύς πλακώνει την καρδιά μου..  
     
  (Από τη σκηνή εμφανίζεται η Τέκμησσα)  
     
ΤΕΚΜΗΣΣΑ23  
  Εσείς, ναύτες του Αίαντα, βλαστάρια  
  της φύτρας του Ερεχθέα,24  
  έχουμε στεναγμούς όσοι πονάμε  
  τα μακρινά του Τελαμώνα25 σπίτια. 245
  Τι τώρα ο φοβερός, ο πολυδύναμος,  
  γιγάντιος Αίας είναι σωριασμένος  
  από το χτύπημα βαριάς αντάρας  
  που θόλωσε το νου του.  
ΧΟ Η νύχτα η περασμένη ποιο κακό 250
  στη θλίψη πρόστεσε της μέρας τούτης;  
  Κόρη του Φρύγιου Τελεύταντα,  
  λέγε μας, γιατί εσένα, σκλάβα του πολέμου,  
  γυναίκα του σε πήρε ο πολεμόχαρος  
  Αίαντας, σ' αγαπά και σε τιμάει· 255
  λοιπόν δε θα 'σαι ανήξερη για να μας πεις.  
ΤΕ. Και πώς να ξεστομίσω λόγια  
  που δεν τα λένε; Συμφορά θ' ακούσεις  
  όμοια με θάνατο. Μανία  
  βρήκε τον ξακουστό μας Αίαντα 260
  και τον αφάνισε τη νύχτα.  
  Τέτοια μες στη σκηνή του  
  θα δεις αιματοκυλισμένα  
  σφαχτάρια από το χέρι του κομμάτια  
  θυσίες που 'χει κάνει εκείνος 265
     
ΧΟ. Τι νέα μας λες για τον αψίκορο  
  τον άντρα, αβάσταχτα κι όμως αληθινά,  
  που διαλαλούν των Δαναών οι βασιλιάδες26  
  κι ολοένα η φήμη τα φουντώνει.  
  Αλίμονο, φοβάμαι αυτό που θα 'ρθει· 270
  γιατί ολοφάνερα μπροστά μας  
  θα χάσει τη ζωή του,  
  αφού με το τρελό του χέρι  
  μαύρο σπαθί βαστώντας έσφαξε  
  τους αλογάρηδες βοσκούς και τα κοπάδια. 275
ΤΕ. Αχ! από κει, από κει μας ήρθε,  
  ένα κοπάδι φέρνοντας δεμένο·  
  κι αφού μέσα το λάγιασε, άλλα ζώα  
  καταγής τα 'σφαζε, κι άλλα πλευροκοπώντας  
  τα ξέσκιζε στα  δυο. Κατόπι 280
  παίρνοντας δυο κριάρια μ' άσπρα πόδια,  
  την κεφαλή του ενός και σύρριζα τη γλώσσα  
  κόβει και τις πετά μακριά, και τ' άλλο  
  στης σκηνής του ολόρθο τ' αντιστύλι  
  το σφιχτοδένει και τρανό λουρί αλογίσο 285
  βαστώντας σα διπλό μαστίγιο λυγερό,  
  το μαστιγώνει με φριχτές βρισιές, που μόνο  
  δαίμονας του τις έχει μάθει,  όχι θνητός.  
     
ΧΟ. Τώρα σκεπάζοντας κανείς το πρόσωπό του,  
  πρέπει κλεφτά να φύγει ή καθισμένος 290
  στους πάγκους των κουπιών και δυνατά  
  λάμνοντας ν' ανοιχτεί με το θαλασσοδρόμιστο  
  καράβι. Τέτοιες οι διπλόθρονοι Ατρείδες  
  απανωτές για μας ρίχνουν φοβέρες. Τρέμω  
  και να τον συμπονέσω, μήπως βρω 295
  το θάνατο με πέτρες χτυπημένος27  
  μαζί μ' αυτόν που μοίρα  
  τον έχει αδράξει τρομερή.  
ΤΕ. Όχι· γιατί σαν τον αψύ νοτιά  
  που ξέσπασε χωρίς αστροπελέκια 300
  φλογάτα, έτσι κι αυτός αιφνίδια ησυχάζει·  
  και τώρα που ξανάρθε στα μυαλά του,  
  καινούριες πίκρες έχει·  
  όταν κοιτάς τις συμφορές  
  που μόνος σου έκαμες, χωρίς κανένας 305
  άλλος γι' αυτές να φταίξει, τότε πόνος  
  πόνος μεγάλος σε παιδεύει.