Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Εισαγωγή Πάροδος: στ. 159-307 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΑΙΑΣ

Σκηνικό: Μπροστά από τη σκηνή του Αίαντα, στο στρατόπεδο των Ελλήνων στην Τροία. Ο Οδυσσέας πλησιάζει προσεχτικά. Στο θεολογείο η Αθηνά.

ΑΘΗΝΑ1

  Γιε του Λαέρτη,2 πάντοτε σε βλέπω  
  ενάντια στους εχθρούς να δοκιμάζεις  
  κάποιο κρυφό σου σχέδιο· και τώρα  
  κοντά στις ναυτικές σκηνές σε βρίσκω  
  του Αίαντα, που την έσχατη έχει θέση 5
  μες στην παράταξη,3 να ψάχνεις ώρα  
  πολλή και τα νωπά του να εξετάζεις  
  χνάρια, αν δεις αν είναι μέσα ή έξω.  
  Και σ’ οδηγεί σωστά τούτος ο δρόμος,  
  την όσφρηση σα νά 'χεις γυμνασμένου 10
  λαγωνικού της Σπάρτης·4 γιατί μέσα  
  βρίσκετ’ ο άντρας στάζοντας ιδρώτα  
  από την κεφαλή κι αίμα απ’ τα χέρια  
  τα φονικά.5 Λοιπόν μην κρυφοβλέπεις  
  ανώφελα σ' αυτή τη θύρα, μόνο 15
  πες μου γιατί φορτώθηκες τον κόπο  
  τούτο,6 να μάθεις κι από με που ξέρω.  

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

  Ω! Αθηνά, που μέσα στους θεούς μας  
  ξέχωρα σ’ αγαπώ, γιατί εύκολα γνωρίζω,  
  κι όταν μακριά απ’ τα μάτια μου είσαι,7 20
  τη φωνή σου και σύγκαιρα βαθιά μου  
  η ψυχή την αρπάζει σαν τον ήχο  
  χάλκινης σάλπιγγας τυρρηνικής.8  
  Σωστά κατάλαβες και τώρα, πως για κάποιον  
  εχθρό μου τριγυρίζω εδώ ολοένα, 25
  τον Αίαντα, με την τρανήν ασπίδα.9 Εκείνον  
  ώρα παραμονεύω κι όχι άλλον·  
  γιατί στη νύχτα αυτή μια τέτοια πράξη  
  μάς έκανε, που ο νους δεν τη χωράει,  
  αν βέβαια αυτός την έκαμε· τι ακόμη 30
  τίποτα ξάστερο, μα το μυαλό μας  
  εδώ κι εκεί πλανιέται· μοναχός μου  
  το έργο τούτο ανάλαβα. Πριν λίγο  
  βρίσκουμε αφανισμένα τα κοπάδια,  
  όσα είχαμε απ’ το κούρσος, και σφαγμένα 35
  με τους βοσκούς μαζί από χέρι ανθρώπου.  
  Καθένας δράστη τού κακού λογιάζει εκείνον·  
  κι ένας απ’ τους σκοπούς, καθώς τον είδε  
  να ροβολάει τους κάμπους με ξιφάρι  
  που ακόμη έσταζεν αίμα, μου το λέει. 40
  Πετιέμαι ευθύς και ρίχνομαι ξοπίσω  
  στα χνάρια του κι άλλα τα βρίσκω, κι άλλα  
  δεν τα καταλαβαίνω και δεν ξέρω  
  τι λογής είναι. Μα έρχεσαι στην ώρα·  
  γιατί το χέρι σου με διαφεντεύει 45
  σε όλα, μελλούμενα και περασμένα.  
ΑΘ. Το ξέρω κι ώρα στέκω εδώ, Οδυσσέα,  
  πρόθυμος βοηθός σου στο κυνήγι.  
ΟΔ. Σωστά, καλή μου δέσποινα, κοπιάζω;  
ΑΘ. Ναι, γιατί εκείνος τα 'χει πράξει ετούτα. 50
ΟΔ. Και για ποιο λόγο έτσι τρελό σήκωσε χέρι;  
ΑΘ. Τον θόλωσε ο θυμός για τα όπλα του Αχιλλέα.10  
ΟΔ. Γιατί ξέσπασε απάνω στα κοπάδια;  
ΑΘ. Θαρρούσε πως εσάς σκοτώνει.  
ΟΔ. Η απόφαση του αυτή για τους Αργίτες; 55
ΑΘ. Και θα την είχε κάνει πράξη, εγώ αν δεν ήμουν.  
ΟΔ. Με ποιαν αποκοτιά και τρελό θράσος;  
ΑΘ. Μονάχος κίνησε για σας κλεφτά τη νύχτα.  
ΟΔ. Ζύγωσε τάχα κι έφτασε στο τέρμα;  
ΑΘ. Ήταν μπροστά στων δυο αρχηγών11 τις πόρτες. 60
ΟΔ. Πώς κράτησε απ’ το φόνο τ’ άγριο χέρι;  
ΑΘ. Τον εμπόδισα εγώ, στα θολά μάτια.  
  βαριές απλώνοντάς του φαντασίες  
  αγιάτρευτης χαράς και στα κοπάδια  
  τον στρέφω και τα βόδια, που απ’ το κούρσος 65
  ανάκατα κι αμοίραστα οι βοσκοί φυλάγαν·  
  με λύσσα ρίχνεται σ’ αυτά κι αρχίζει  
  μια πολυκέρατη σφαγή με το σπαθί του  
  τρόγυρα μακελεύοντας, θαρρώντας  
  πότε πως είχε σφάξει τους Ατρείδες, 70
  πότε απ’ τους στρατηγούς κανέναν άλλον  
  πέφτοντας πάνω του. Κι εγώ τον άντρα  
  που  ’χε σαλέψει ο νους του απ’ τη μανία  
  τον κέντριζα, τον βύθιζα σε μαύρες  
  παγίδες χαλασμού. Κι όταν κατόπι 75
  λούφαξε ο φονικός του μόχθος, όσα βόδια  
  ζωντανά μέναν, με σκοινιά τα δένει  
  κι ολάκερο κοπάδι κουβαλάει  
  στις σκηνές, σα να ήταν άντρες κι όχι  
  ζώα με κέρατα, κυνήγι· τώρα 80
  μέσα τα τυραννάει σφιχτοδεμένα.  
  Μα θα σου δείξω καθαρά την τρέλα τούτη,  
  για να τη δεις και σ’ όλους τους Αργείους  
  να την εξιστορήσεις. Έχε θάρρος,  
  στάσου και μη φοβάσαι πως θα πάθεις 85
  κακό, γιατί στα μάτια του θ’ αλλάξω  
  την όραση και θα τον εμποδίσω  
  να βλέπει τη θωριά σου. Έε! που δένεις  
  πισθάγκωνα των αιχμαλώτων σου τα χέρια,  
  φωνάζω εδώ να ’ρθείς, εσένα κράζω 90
  τον Αίαντα· βγες έξω απ' τη σκηνή σου.  
ΟΔ. Τι κάνεις, Αθηνά; Μην τον φωνάζεις.  
ΑΘ. Δε θα σωπάσεις, μη σε πούνε φοβητσιάρη;  
ΟΔ. Για τους θεούς, καλά είναι κι εκεί μέσα.  
ΑΘ. Για να μη γίνει τι; Και πριν δεν ήταν ο ίδιος; 95
ΟΔ. Εχθρός μου, μα και τώρα ακόμη εχθρός μου.  
ΑΘ. Τι πιο γλυκό αν γελάς με τους εχθρούς σου;  
ΟΔ. Όμως μου φτάνει αυτός να μένει μέσα.  
ΑΘ. Έναν τρελό φοβάσαι ν’ αντικρίσεις;  
ΟΔ. Δε θα φοβόμουν, στα καλά του αν ήταν.12 100
ΑΘ. Δε θα σε δει, κι ας βρίσκεσαι κοντά του.  
ΟΔ. Μα πώς; Με τα ίδια μάτια δε θα βλέπει;  
ΑΘ. Κι ανοιχτά να ’ναι, εγώ θα τα θολώσω.  
ΟΔ. Ό,τι ο θεός μηχανευτεί, μπορεί να γίνει.  
ΑΘ. Σώπα λοιπόν και στάσου, καθώς είσαι. 105
ΟΔ. Θα μείνω· όμως ας βρίσκομουν αλάργα.  
ΑΘ. Αίαντα εσύ, ξανά σου κράζω· τόσο  
  λίγο τη σύμμαχό σου λογαριάζεις;  

(Βγαίνει από τη σκηνή του ο Αίαντας)

ΑΙΑΝΤΑΣ13   

ΑΙ. Χαίρε Αθηνά, κόρη του Δία, καλώς ήρθες,  
  χαίρε· στην ώρα φτάνεις και θα σε στολίσω 110
  με χρυσά λάφυρα απ’ αυτό μου το κυνήγι.  
ΑΘ. Σωστά μίλησες· μα πες μου, στων Ελλήνων  
  το στράτευμα έχεις μπήξει το σπαθί σου;  
ΑΙ. Έχω να το καυχιέμαι, δεν τ’ αρνιέμαι.  
ΑΘ. Χέρι οπλισμένο σήκωσες και στους Ατρείδες; 115
ΑΙ. Κι έτσι τον Αίαντα πια δε θ’ ατιμάσουν.  
ΑΘ. Τους έσφαξες καθώς καταλαβαίνω.  
ΑΙ. Τώρα νεκροί τα όπλα τα δικά μου ας παίρνουν.  
ΑΘ. Καλά· και του Λαέρτη ο γιος πού να ’ναι;  
  Ποια η τύχη του; Ή αυτός σου ’χει ξεφύγει; 120
ΑΙ. Α! για τη δολερή αλεπού14 ρωτάς πού είναι;  
ΑΘ. Ναι, τον αντίμαχό σου λέω τον Οδυσσέα.  
ΑΙ. Κυρά μου, ωραία δεμένος15 στέκει μέσα,  
  γιατί δε θέλω ακόμη να πεθάνει.  
ΑΘ. Τι θα του κάνεις πριν, τι θα κερδίσεις; 125
ΑΙ. Προτού δεμένος στης σκηνής το στύλο…  
ΑΘ. Και τι κακό στο δύστυχο θα κάνεις;  
ΑΙ. Πρώτα με το μαστίγιο θα ματώσουν  
  οι πλάτες του, μετά θα τον σκοτώσω.  
ΑΘ. Τον δόλιο μην τον τυραννήσεις έτσι 130
ΑΙ. Αθηνά, πρόθυμος είμαι για όλα τ’ άλλα  
  να κάνω ό,τι σ’ αρέσει, όμως εκείνος  
  αυτήν θα λάβει κι όχι άλλην τιμωρία.  
ΑΘ. Αφού χαρά σου δίνει n πράξη τούτη,  
  εμπρός βάλ’ την μπροστά και μην αφήσεις 135
  κανένα απ’ όλα που ’χεις μες στο νου σου.  
ΑΙ. Πηγαίνω στο έργο, αυτό από σένα θέλω·  
  να μου είσαι τέτοιος παραστάτης πάντα.16  

(Ο Αίαντας μπαίνει στη σκηνή)

ΑΘ. Βλέπεις τι δύναμη έχουν, Οδυσσέα,  
  οι θεοί; Άλλον δε θα ’βρεις από τούτον 140
  πιο μυαλωμένο κι άξιο να πράξει  
  τα σωστά και στην κατάλληλη ώρα.  
ΟΔ. Κανένα εγώ δεν ξέρω· όμως με πιάνει  
  θλίψη γι’ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου,  
  που συμφορά φριχτή τον έχει ζώσει. 145
  Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του  
  μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου,  
  μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο  
  τίποτα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα  
  κούφιες σκιές, φαντάσματα κι αγέρας.17 150
ΑΘ. Αυτά θωρώντας, να μην ξεστομίσεις  
  λόγο θρασύ για τους θεούς ποτέ σου,  
  μηδέ να καυχηθείς, αν απ’ τους άλλους  
  βαραίνεις πιο πολύ σ’ αντρειοσύνη  
  ή σε μεγάλο πλούτο, αφού μια μέρα, 155
  φτάνει για να σηκώσει ή να βουλιάξει  
  τ’ ανθρώπινα· οι θεοί αγαπάνε πάντα  
  τους γνωστικούς και τους κακούς μισούνε.18  

(Ο Οδυσσέας φεύγει. Η θεά εξαφανίζεται από το θεολογείο. Έρχεται ο χορός)