Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Δ΄ Στάσιμο: στ. 1736-1777 Ερμηνευτικά και Πραγματολογικά Σχόλια Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΕΞΟΔΟΣ

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ

  Ω χιλιοτιμημένες κεφαλές  
  αυτής της χώρας,  
  τι πρόκειται ν' ακούσετε 1780
  και τι να δείτε,  
  τι πένθος θα σηκώσετε στους ώμους σας,  
  αν συμπονάτε την πατρίδα σας  
  κι αν αγαπάτε το παλάτι του Λαβδάκου.  
  Θαρρώ κανένας ποταμός 1785
  ούτε κι ο Ίστρος ούτε κι ο Φάσις100  
  δε θα μπορέσουν να ξεπλύνουν  
  με καθαρτήριον ύδωρ  
  τη στέγη αυτή  
  κι όσα δεινά σκεπάζει· 1790
  ούτε κι αυτά που μόλις τώρα  
  θα φανούν στο φως της μέρας·  
  πράξεις συνειδητές, εκούσιες  
  κι όχι συμβάντα συμπτωματικά.  
  Μας θλίβουν πιο πολύ τα πάθη 1795
  που τα προξένησαν επιλογές συνειδητές.  
ΧΟΡ. Δε λείπει τίποτα  
  απ' όσα ξέρουμε  
  για να συμπληρωθεί με στεναγμούς  
  της συμφοράς ο κύκλος. 1800
  Τι περισσεύει να μας πει ακόμη;  
ΕΞ. Αν βιάζεστε να μάθετε  
  με συντομία θα το πω.  
  Η Ιοκάστη πέθανε.101  
ΧΟΡ. Η δύσμοιρη γυναίκα! 1805
  Και με ποιο τρόπο χάθηκε;  
ΕΞ. Αυτοκτόνησε.  
  Όμως δεν υποπτεύεσαι  
  τα πιο φρικτά συμβάντα,  
  γιατί δεν τά 'δες με τα μάτια σου. 1810
  Μ' όσα κουρέλια μνήμης σώθηκαν  
  θα βάλω στη σειρά  
  τα πάθη της τρισάθλιας.  
  Όταν την πύλη πέρασε  
  και μπήκε στο παλάτι ταραγμένη, 1815
  πορεύτηκε στο νυφικό κοιτώνα κατ' ευθείαν,  
  ενώ ξερίζωνε και με τα δυο της χέρια  
  τα μαλλιά της.  
  Μπήκε και βρόντηξε τη θύρα πίσω της.  
  Ύστερα κάλεσε τον πεθαμένο Λάιο, 1820
  θυμήθηκε τη γέννα του παιδιού του,  
  το πώς αυτό τον έστειλε στον τάφο  
  κι έμεινε πίσω μόνη της  
  να δέχεται στον κόλπο της  
  τα σπέρματα του γιου της 1825
  και τέκνα να γεννά μαγαρισμένα.  
  Την κλίνη καταράστηκε θρηνώντας,  
  εκεί που γέννησε από τον άντρα της  
  τον άντρα της  
  κι απ' το παιδί της τα παιδιά της. 1830
  Πώς χάθηκε κατόπιν, δεν το ξέρω·  
  ουρλιάζοντας ορμά μες το παλάτι ο Οιδίπους.  
  Τον βλέπαμε να γυροφέρνει πέρα δώθε  
  και δεν μπορούσαμε να δούμε το χαμό της.  
  Εκείνος τρέχει επάνω μας, 1835
  ζητάει μαχαίρι102  
  και τη γυναίκα του  
  –όχι τη σύζυγο–  
  τη μάνα του ζητά,  
  τη γη που σπάρθηκε διπλά 1840
  και φύτρωσε διπλά  
  τον ίδιο και τα τέκνα του.  
  Κι ενώ σα λυσσασμένος άφριζε  
  κάποιος θεός103 θαρρείς  
  τον οδηγούσε. 1845
  Άλλος κανείς απ' τους παρόντες  
  δεν τολμούσε.  
  Έβγαλε φοβερή κραυγή  
  και σαν να τον ωθούσε κάποιος  
  χίμηξε σίφουνας στη δίφυλλη τη θύρα, 1850
  λυγάει το μάνταλο στη βάση του  
  κι ορμάει στο δωμάτιο.  
  Είδαμε τη γυναίκα κρεμασμένη  
  από στριφτή θηλιά πλεχτή.  
  Όταν την είδε βρυχάται δεινά 1855
  και κόβει της κρεμάλας το σκοινί.  
  Την ξάπλωσε στο δάπεδο  
  και τότε πλήγωσε τα μάτια μας η φρίκη.  
  Από το φόρεμά της τράβηξε  
  και ξήλωσε 1860
  τις χρυσοποίκιλτες αγκράφες104  
  που στόλιζαν τη ζώνη της  
  κι από ψηλά κι απανωτά κτυπώντας  
  τις μπήγει μες τις κόγχες των ματιών του,  
  φωνάζοντας ποτέ τους να μη δουν 1865
  τα πάθη του  
  και τις φρικτές του πράξεις.  
  Τώρα μες το σκοτάδι πια θα βλέπουν  
  εκείνους που δεν έπρεπε  
  κι εκείνους που λαχτάριζαν να δουν 1870
  και δεν θ' αξιωθούν ποτέ  
  να τους γνωρίσουν.  
  Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν  
  κι απανωτά πολλές φορές  
  με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα 1875
  και ράντιζαν τα γένια του  
  οι ματωμένοι του βολβοί  
  που δεν ξερνάγαν μόνο  
  αίμα πηκτό σα δάκρυα  
  μα σαν αιμάτινη βροχή 1880
  και σα χαλάζι μαύρο  
  σαν πίδακες περίχυναν τα πάντα.  
  Τέτοια δεινά προξένησαν οι δυο τους  
  κι όχι ο ένας μοναχά  
  και στα δεινά, γυναίκα κι άντρας, έσμιξαν. 1885
  Τα παλαιά του παρελθόντος μεγαλεία  
  υπήρξαν κάποτε ευτυχισμένα μεγαλεία,  
  μα τώρα στεναγμός, κατάρα, θάνατος,105  
  ντροπή κι όλο το πλήθος των ονομάτων  
  που δίνουν ήχο στη συμφορά. 1890
  Δε λείπει τίποτα.  
ΧΟΡ. Και τώρα ο δύστυχος ημέρεψε;  
  Ο πόνος του μαλάκωσε;  
ΕΞ. Ουρλιάζει τις θύρες ν' ανοίξουν  
  και να δείξουν σ' όλους τους Καδμείους, 1895
  τον πατροκτόνο, της μάνας τον…–  
  δεν επιτρέπεται να πω  
  τα λόγια της ντροπής που ξεστομίζει,  
  και λέει πως τον εαυτό του  
  έξω απ' τη χώρα θα πετάξει 1900
  και πως καταραμένος δε θα μείνει στο παλάτι,  
  αφού με τις κατάρες τις δικές του δέθηκε.  
  Όμως χρειάζεται να τον στηρίξει κάποιος.  
  Τα βάσανα που τον παιδεύουν  
  είναι δυσβάσταχτα. 1905
  Μα θα τον δεις και συ.  
  Ανοίγουν τα θυρόφυλλα  
  και θ' αντικρύσεις τώρα θέαμα  
  που προξενεί τον οίκτο  
  ακόμη και στον μισητό εχθρό. 1910
ΧΟΡ. Ω θέαμα φριχτό106  
  γι' ανθρώπου μάτια.  
  Ω θέαμα φριχτότατο·  
  δεν είδα στη ζωή μου πιο φριχτό.  
  Ποια τρέλα σε χτύπησε, δόλιε; 1915
  Ποιος δαίμονας κατέχει την ψυχή σου  
  και κατοικεί τη μοίρα σου;  
  Αλιά σου, δύστυχε,  
  δεν το μπορώ κατάματα να σε κοιτάξω.  
  Και λαχταρώ πολλά να σε ρωτήσω, 1920
  πολλά να μάθω, πολλά να στοχαστώ.  
  Με πλημμυρίζεις φρίκη.  
ΟΙΔ. Αι, Αι  
  ώχου κι ώχου,  
  ο δύστυχος. 1925
  Πού πετά της φωνής μου  
  το πένθος βαρύ;  
  Ποιος δαίμονας;  
  Ο δαίμονάς μου  
  με κατεβάζει στο βυθό. 1930
ΧΟΡ. Σε φοβερό βυθό  
  ανήκουστο κι αθώρητο.  
ΟΙΔ. Ιού, σκοτάδι βαθύ, [στρ.]
  ω νέφος αποτρόπαιο,  
  ω μαύρε καταρράχτη, 1935
  ανείπωτο κι αδάμαστο σκοτάδι  
  σαν άνεμος στην άβυσσο.  
  Πόνος οιστρήλατος με περονιάζει.  
  Η μνήμη μου πονά.  
ΧΟΡ. Παράδοξο δεν είναι. 1940
  Διπλά πενθείς.  
  Διπλά θρηνείς.  
ΟΙΔ. Αχ, φίλε μου, [αντιστρ.]
  μου παραστέκεσαι  
  πιστός ακόμη σύντροφος. 1945
  Αντέχεις τον τυφλό να κανακεύεις.  
  Αλίμονο,  
  γνωρίζω καλά, δε λησμόνησα,  
  ακούω μες στα σκοτεινά  
  τον ήχο της φωνής σου. 1950
ΧΟΡ. Πώς έπραξες;  
  Πώς τόλμησες να πράξεις φοβερά;  
  Πώς μάρανες το φως των ομματιών σου;  
  Ποιος δαίμονας σε πήρε και σε σήκωσε;107  
ΟΙΔ. Ο Απόλλων ήταν,108                                              [στρ.] 1955
  ο Απόλλων, φίλοι,  
  αυτός ετοίμασε  
  τις τελετές του πάθους μου·  
  κι εγώ μοναδικός τελετουργός  
  μονάχος μου λειτούργησα τη συμφορά μου. 1960
  Τι να την κάνω πια την όραση;  
  Των ορατών ο πόθος με πικραίνει.  
ΧΟΡ. Καλά το λες;  
ΟΙΔ. Tι να δω και τι ν' αγαπήσω;  
  Ποιος ήταν, φίλοι μου, παρήγορος 1965
  θα χάιδευε τ' αυτιά μου;  
  σηκώστε με, πετάξτε με  
  από τη χώρα διώξτε με·  
  διώξτε τον όλεθρο, το χαλασμό  
  τον τρισκατάρατο, τον μισημένο των θεών. 1970
ΧΟΡ. Η τύχη σου κι η σκέψη σου σκοτίστηκαν.  
  Μακάρι να μη σ' είχα ποτέ μου γνωρίσει.  
ΟΙΔ. Την κατάρα μου νά 'χει [αντιστρ.]
  εκείνος που λευτέρωσε  
  στα σφυρά τα δεσμά μου, 1975
  στου Κιθαιρώνα τις κορφές.  
  Εκείνος που με γλύτωσε  
  κι από το φόνο μ' έσωσε  
  και μού 'κανε τη χάρη χάρο.  
  Αν τότε πέθαινα 1980
  δε θά 'σπερνα τη συμφορά παντού.  
ΧΟΡ. Μακάρι να γινόταν έτσι.  
ΟΙΔ. Δε θα γινόμουν του πατέρα μου φονιάς  
  ούτε στα χείλη των ανθρώπων μύθος  
  πως με τη μάνα μου κοιμήθηκα. 1985
  Τώρα χωρίς θεό,  
  παιδί γονιών καταραμένων,  
  ομόκλινος με τη μητέρα μου,  
  τρισάθλιος,  
  απ' όλα τα δεινά δεινότερος, 1990
  ιδού ποιόν κλήρο τράβηξεν  
  η μοίρα στον Οιδίποδα.  
ΧΟΡ. Αν έπραξες καλά, δεν ξέρω να το πω.  
  Καλύτερα να πέθαινες παρά να ζεις τυφλός.  
ΟΙΔ. Μην προσπαθείς να με πείσεις 1995
  πως λάθεψα  
  και μη με συμβουλεύεις.  
  Αν έβλεπα και πήγαινα στον Άδη109  
  δεν ξέρω πώς θ' αντίκρυζα  
  με ποιες κόρες ματιών, 2000
  τον έρημο πατέρα μου·  
  δεν ξέρω πώς θ' αντίκρυζα  
  τη δόλια μου τη μάνα.  
  Εγώ προξένησα σ' αυτούς τους δυο  
  δεινά που θέλουν τιμωρία 2005
  την κρεμάλα.  
  Και πώς τα προσωπάκια των παιδιών  
  τα ποθητά θα κοίταζα,  
  αφού θα τό 'ξερα  
  ποιος τά 'σπειρε 2010
  και πού φυτρώσαν.  
  Ποτέ μου να μην έβλεπα.  
  Ούτε την πόλη, ούτε τους πύργους,  
  ούτε και των θεών τις ιερές εικόνες  
  που τα στερήθηκα, 2015
  εγώ που γεύτηκα μοναδικά  
  την ευτυχία κάποτε στη Θήβα.  
  Εγώ που πρόσταξα τους πάντες  
  τον ασεβή να διώχνουν απ' τα σπίτια τους,  
  αυτόν που φανερώσαν οι θεοί 2020
  μεγάλο μίασμα  
  κι απ' του Λαΐου τη σπορά βλαστάρι.  
  Εγώ που κηλιδώθηκα μονάχος μου,  
  μπορούσα πια  
  να σας κοιτώ κατάματα; 2025
  Ποτέ!  
  Αν γίνονταν να φράξω  
  της ακοής μου την πηγή  
  δε θα με σταματούσε τίποτα  
  να χτίσω το κορμί μου 2030
  γύρω-γύρω  
  κι έτσι τυφλός, κουφός κι αναίσθητος  
  να περιφέρω τη μοναξιά μου.  
  Νιώθεις μεγάλη θαλπωρή στο σπίτι,  
  όταν κλειδώσεις έξω τη δυστυχία. 2035
  Ιού Κιθαιρών,  
  γιατί με κράτησες;  
  Γιατί δε με θανάτωσες  
  ευθύς, όταν με βρήκες;  
  Δε θα φανέρωνα ποτέ στον κόσμο 2040
  την περιπέτεια του γένους μου.  
  Ω Πόλυβε, ω Κόρινθος,  
  παλιό μου σπίτι,  
  που πίστεψα πως ήσουν πατρικό,  
  μέσα στην ομορφιά με κανακέψανε, 2045
  μα τα δεινά σαπίζαν ύπουλα  
  την όμορφη ζωή μου.  
  Εκ φύσεως κακός κι από κακούς γεννήθηκα.  
  Ω τρίστρατο, κρυφό φαράγγι,  
  ω δάσος κι ω μονοπάτι 2050
  που κατέβαινε στο τρίστρατο.  
  Εκεί που πότισα με το δικό μου αίμα  
  τα δολοφόνα χέρια μου  
  που του πατέρα μου ρουφήξατε το αίμα,  
  θυμάστε τάχα τα φριχτά μου κατορθώματα· 2055
  τι τόλμησα, θυμάστε,  
  σαν έφτασα στη Θήβα;  
  Ω γάμοι, γάμοι,  
  με σπείρατε  
  και σπέρνοντας 2060
  δεχτήκατε το σπέρμα μου  
  και πλημμυρίσατε τον κόσμο  
  πατέρες, αδέρφια, παιδιά,  
  γυναίκες, νύφες, μητέρες  
  ένα σπέρμα κι ένα αίμα, 2065
  έργα ντροπής,  
  έργα φριχτά κι απάνθρωπα.  
  Όμως ταιριάζει σιωπή και φρίκη.  
  Για το Θεό, κρύψτε με κάπου μακριά,  
  σκοτώστε με, 2070
  στη θάλασσα βυθίστε με,  
  κι ας μη με δει κανένας πια.  
  Εμπρός, καταδεχτείτε με  
  κι αγγίξτε με τον άθλιο.  
  Μη με φοβάστε, σας ικετεύω· 2075
  τα πάθη μου κανείς θνητός  
  δε θα μπορέσει να τα βαστάξει.  
ΧΟΡ. Κοντά στο νου κι ο Κρέων φτάνει110  
  κι ό,τι ζητάς αυτός αποφασίζει  
  κι εκτελεί. 2080
  Έμεινε μόνος πια της χώρας φύλακας  
  στη θέση που άφησες κενή.  
ΟΙΔ. Αλίμονο,  
  και πώς θα του μιλήσω;  
  Άδικο θά 'χει να δυσπιστεί; 2085
  Τόσο πολύ πριν λίγο τον αδίκησα.  
ΚΡ. Οιδίπου, δεν ήρθα να σε χλευάσω,  
  δεν ήρθα να μυκτηρίσω τα πάθη σου.  
  Όμως εσείς, αν δεν αισθάνεστε ντροπή  
  για την ανθρώπινη υπόσταση, 2090
  ας σεβαστείτε κάποτε  
  τη ζωοδότρα φλόγα  
  του βασιλιά Ηλίου111  
  και μην αφήσετε γυμνή τη φρίκη  
  να περιφέρεται. 2095
  Η γη, το φως, το ύδωρ το σεμνό  
  την αποστρέφονται.  
  Γοργά στο σπίτι να τον πάτε.  
  Οι συγγενείς έχουν μονάχα χρέος  
  να βλέπουν και ν' ακούν 2100
  ευλαβικά τη συμφορά του.  
ΟΙΔ. Με λύτρωσες απ' την απελπισία.  
  Ήρθες καλοπροαίρετος  
  στον κακορίζικο.  
  Για το Θεό, 2105
  θέλω να με προσέξεις.  
  Για το δικό σου το καλό  
  κι όχι για το δικό μου.  
ΚΡ. Τι χάρη μου ζητάς κι εκλιπαρείς;  
ΟΙΔ. Όσο πιο γρήγορα μπορείς 2110
  εξόρισέ με,112  
  εκεί που άνθρωπος κανείς  
  δε θα γυρίζει να με δει.  
ΚΡ. Σε βεβαιώνω, θα το πράξω.  
  Μα πρώτα θα ρωτήσω το θεό.113 2115
ΟΙΔ. Εκείνος μίλησε ξεκάθαρα  
  πως πρέπει να χαθεί  
  ο μολυσμένος πατροκτόνος.  
ΚΡ. Γνωρίζω τι μας μήνυσε.  
  Όμως στην ώρα της ανάγκης 2120
  κρίνω πως πρέπει να ρωτήσω  
  για να βεβαιωθώ.  
ΟΙΔ. Θες να ρωτήσεις το θεό  
  για μένα τον τρισάθλιο.  
ΚΡ. Τώρα πιστεύεις και συ στο θεό. 2125
ΟΙΔ. Σ' εκλιπαρώ και σ' εξορκίζω,114  
  δώσε στην πεθαμένη τάφο.  
  Έχεις το θλιβερό προνόμιο  
  την αδελφή σου να κηδέψεις.  
  Εγώ να μην αξιωθώ 2130
  να κατοικήσω ζωντανός  
  στην πατρική μου πόλη.  
  Άσε με στα βουνά να κατοικώ  
  και στο δικό μου Κιθαιρώνα.  
  Η μάνα κι ο πατέρας μου 2135
  τότε που ζούσαν ευτυχείς  
  τον Κιθαιρώνα διάλεξαν  
  για τάφο μου,  
  όταν σχεδίαζαν κρυφά το χαλασμό μου.  
  Ξέρω, δεν ήτανε γραφτό 2140
  να με θερίσει αρρώστεια·  
  ο Χάρος με σεβάστηκε και σώθηκα,  
  γιατί το πεπρωμένο μου αγάπησε τη φρίκη.  
  Η μοίρα μου το δρόμο της πορεύεται  
  και πάει χωρίς επιστροφή 2145
  στο τέρμα.  
  Μη μεριμνήσεις, Κρέων, για τ' αγόρια μου·  
  άντρες στην ωριμότητά τους πια,  
  όπου κι αν βρεθούν, δε θα διψάσουν.  
  Όμως τις δυο παρθένες μου, 2150
  τις δύστυχες, τις άμοιρες,  
  που δεν καθίσανε ποτέ τους να γευτούνε  
  χωρίς τη συντροφιά μου  
  στο τραπέζι τους,  
  που μοιραζόμαστε το κάθε τι, 2155
  ό,τι κι αν είχα και δεν είχα,  
  να τις γνοιαστείς.  
  Άσε με τώρα να τις χαϊδέψω  
  και να χορτάσω μοιρολογώντας τη συμφορά μου.  
  Εμπρός, βασιλιά μου, 2160
  εμπρός, ευγενική ψυχή,  
  θα τις αγγίξω με τα χέρια μου  
  και θά 'ναι σα να τις κρατώ,  
  όπως τις έσφιγγα στην αγκαλιά μου,  
  τότε που λάμπρυνε το φως τα μάτια μου. 2165
  Τι λέω;  
  Ακούω, θε μου, τις λαχτάρες μου να κλαίνε;  
  Ο Κρέων με λυπήθηκε  
  και μού 'στειλε  
  τις δυο μου λατρεμένες θυγατέρες; 2170
  Να το πιστέψω;  
ΚΡ. Να το πιστέψεις.  
  Το φρόντισα κι αυτό.  
  Ήξερα τη λαχτάρα σου  
  και θέλησα να τη χορτάσω. 2175
ΟΙΔ. Να ζεις ευτυχισμένος.  
  Συνάντησα τις κόρες μου  
  και το θεό παρακαλώ  
  να σε φυλάει  
  όχι καθώς εμένα φύλαξε. 2180
  Πού είστε, θυγατέρες μου;  
  Ελάτε, ζυγώστε σιμά μου·  
  αγγίξτε τα χέρια του αδερφού σας  
  που του πατέρα που σας έσπειρε  
  τα φωτεινά σκοτείνιασε τα μάτια. 2185
  Ανίδεος, αθώος και τυφλός  
  σας έσπειρα, παιδιά μου,  
  στη γη απ' όπου φύτρωσα.  
  Δακρύζω μα δεν μπορώ να σας δω.115  
  Πικρό στοχάζομαι το μέλλον 2190
  που σας καρτερεί  
  και την αβίωτη ζωή  
  μες των ανθρώπων τη βοή.  
  Πώς θ' ανταμώνετε  
  στην αγορά τους πατριώτες σας, 2195
  πώς θα πηγαίνετε προσκυνητές  
  στα πανηγύρια,  
  αφού στο σπίτι θα γυρίζετε  
  δακρύζοντας χωρίς τη χαρά της γιορτής.  
  Κι όταν στην ώρα φτάσετε του γάμου, 2200
  ποιος θα τολμήσει, κόρες μου, ποιος θα βρεθεί  
  να πάρει νύφη την ντροπή  
  που θα σας αφανίσει,  
  όπως και τους δικούς μου τους γονιούς αφάνισε.  
  Ποιος κλήρος δυστυχίας δε σας έλαχε; 2205
  Ο πατέρας σας τον πατέρα του σκότωσε·  
  όργωσε τη μητέρα που τον γέννησε  
  κι από τη μήτρα της φυτρώσαν  
  τα παιδιά του.  
  Έτσι θα σας χλευάζουν. 2210
  Ποιος θα σας παντρευτεί;  
  Κανείς, παιδιά μου.  
  Είναι γραμμένο να μαραζώσετε  
  ανύμφευτες, χωρίς παιδιά.  
  Του Μενοικέως γιε, 2215
  εσύ μοναδικός απέμεινες πατέρας τους·  
  εμείς οι δυο που τις γεννήσαμε,  
  χαθήκαμε κι οι δυο.  
  Μην τις αφήσεις να χαθούν,  
  φτωχές κι ανύπαντρες οι ανιψιές σου. 2220
  Ας μη γευτούν τις συμφορές που γεύτηκα.  
  Λυπήσου τες και δες την ερημιά τους.  
  Δεν έχουν άλλο στήριγμα.  
  Ω, σφίξε την καρδιά σου, ευγενική ψυχή,  
  κι άσε ν' αγγίξω το χέρι σου. 2225
  Εσείς θ' ακούγατε, παιδιά μου, τις παραινέσεις μου,  
  αν είχατε τα χρόνια και την πείρα.  
  Τώρα σας εύχομαι να ζείτε  
  με τους ανέμους των καιρών.  
  Κι ο βίος που σας καρτερεί 2230
  να 'ναι καλύτερος  
  απ' τον καταραμένο βίο του πατρός σας.  
ΚΡ. Φτάνουν οι καταρράκτες των δακρύων.  
  Να μπεις στο σπίτι μέσα τώρα.  
ΟΙΔ. Είναι πικρό μα θα σ' ακούσω. 2235
ΚΡ. Κάθε καλό στην ώρα του.  
ΟΙΔ. Θα πάω μέσα,  
  μα βάζω κι έναν όρο.  
ΚΡ. Πες τον· θ' ακούσω και θα το σκεφτώ.  
ΟΙΔ. Να μ' εξορίσεις. 2240
ΚΡ Αν είναι θέλημα θεού.116  
ΟΙΔ. Με μισούν οι θεοί.  
ΚΡ. Τότε θ' ακούσω την ευχή σου.  
ΟΙΔ. Αλήθεια το λες;  
ΚΡ. Ματαίως δε μιλώ ποτέ. 2245
ΟΙΔ. Πάρε με τότε, διώξε με.  
ΚΡ Προχώρει δίχως τα παιδιά.  
ΟΙΔ. Μη μου τ' αρπάξεις.  
ΚΡ. Όλα δικά σου τα θες.117  
  Κάποτε κέρδισες τα πάντα και τά 'χασες με μιας. 2250
     
ΧΟΡ. Πολίτες της πατρίδας μου της Θήβας  
  κοιτάξτε τον Οιδίποδα,  
  των αινιγμάτων γνώριζε τη λύση,  
  μακρόθυμος και παντοδύναμος κυβέρνησε,  
  τον ζήλεψαν πολλοί· τον φθόνησαν πολλοί· 2255
  δίνη δεινή τον πήρε και τον βύθισε.  
  Ποτέ μη μακαρίζεις τους ανθρώπους,  
  πριν αντικρύσεις τη στερνή τους μέρα  
  και πριν το τέρμα της ζωής περάσουν,  
  χωρίς να τους παιδέψουν βάσανα και πίκρες. 2260

Εικόνα

Εθνικό Θέατρο 1952
Οιδίπους: Αλέξης Μινωτής
Σκηνοθεσία: Αλέξη Μινωτή

Εικόνα

Εθνικό Θέατρο – Επίδαυρος 1973
Οιδίπους Τύραννος: Μάνος Κατράκης
Σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης
(Αρχείο Τ. Μουζενίδη)