Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Γ΄ Στάσιμο: στ. 1595-1615 Δ΄ Στάσιμο: στ. 1736-1777 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΟΙΔ. Γέροντες, αν μπορώ ζυγιάζοντας  
  να ξεχωρίσω κάποιον  
  που δεν αντάμωσα ποτέ,  
  θαρρώ πως βλέπω το βοσκό  
  που με τις ώρες ψάχναμε να βρούμε. 1620
  Συνηγορούν τα βαθιά γηρατειά του  
  κι οι δούλοι πσυ τον συνοδεύουν.  
  Τους γνώρισα· είναι δικοί μου.  
  Εσύ που θα τον είδες και παλιότερα  
  θα βεβαιώσεις τις δικές μου υποθέσεις. 1625
ΧΟΡ. Τον ξέρω καλά· τον αναγνώρισα·  
  ήταν ο πιο πιστός βοσκός του Λάιου.  
ΟΙΔ. Εσένα πρώτα ρωτάω· τον Κορίνθιο.  
  Γι' αυτόν μιλούσες;  
ΑΓΓ. Γι' αυτόν που βλέπεις. 1630
ΟΙΔ. Πλησίασε γέρο και κοίτα με κατάματα92  
  και ν' απαντάς, όταν ρωτάω.  
  Ήσουν ποτέ στον Λάιο;  
ΘΕΡ. Ναι. Δούλος· μα δε μ' αγόρασαν·  
  γεννήθηκα στο σπίτι· ψυχογιός.93 1635
ΟΙΔ. Και ποιες δουλειές σου φόρτωναν;  
  Πώς ζούσες;  
ΘΕΡ. Πέρασα τη ζωή μου στα κοπάδια.  
ΟΙΔ. Και πού συνήθως έστηνες μαντρί;  
ΘΕΡ. Στον Κιθαιρώνα και στα γύρω μέρη. 1640
ΟΙΔ. Αντάμωσες ποτές αυτό τον άνθρωπο;  
  Τον φέρνεις με το νου σου;  
ΘΕΡ. Να κάνει τι; Ποιον άνθρωπο μου λες;  
ΟΙΔ. Αυτόν εδώ· τον συνάντησες ποτέ;  
ΘΕΡ. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω 1645
  είναι πως δε θυμάμαι.  
ΑΓΓ. Αφέντη μου, παράξενο δεν είναι·  
  αφού το ξέχασε,  
  πι μνήμη του λιγάκι θα τσιγκλήσω.  
  Ξέρω καλά πιος δε λησμόνησε 1650
  πως κάποτε στον Κιθαιρώνα,  
  αυτός με δυο κοπάδια  
  και μ' ένα εγώ,  
  απανωτούς τρεις χρόνους ανταμώναμε.  
  Από την άνοιξη μέχρι τα πρωτοβρόχια· 1655
  γεμάτους έξη μήνες.  
  Μόλις χειμώνας πλάκωνε,  
  εγώ ροβόλαγα στα χειμαδιά μου  
  κι αυτός στις στάνες του Λάιου.  
ΘΕΡ. Λες την αλήθεια· μα πέρασε πολύς καιρός. 1660
ΑΓΓ. Για πeς μου τώρα· θυμάσαι  
  ότι μού 'δωσες ένα μωρό  
  να τ' αναθρέψω σπίτι μου;  
ΘΕΡ. Tι λες τώρα; Προς τι  
  ξεθάβεις τέτοιες ιστορίες; 1665
ΑΓΓ. Αυτός εδώ, παλιέ μου φίλε,94  
  ήταν εκείνο το μωρό.  
ΘΕΡ. Δεν πας να χαθείς;  
  Και δε θα το βουλώσεις;  
ΟΙΔ. Γιατί τον απειλείς; Εσύ 1670
  χρειάζεσαι φοβέρες, γέροντα,  
  κι όχι τα λόγια τα δικά του.  
ΘΕΡ. Τι λάθος έκανα, μεγαλειότατε;  
ΟΙΔ. Δε μαρτυράς για το μωρό  
  που σου θυμίζει. 1675
ΘΕΡ. Δεν ξέρει τι του γίνεται· μιλάει στο βρόντο.  
ΟΙΔ. Ό,τι δεν πεις με το καλό,  
  θα το ξεράσεις κλαίγοντας.  
ΘΕΡ. Για το θεό,  
  δε θα σηκώσεις χέρι 1680
  σ' ένα γέρο.  
ΟΙΔ. Δε θα τον δέσει κάποιος95  
  γρήγορα πισθάγκωνα;  
ΘΕΡ. Ο δόλιος, γιατί;  
  Τι θες να μάθεις παραπάνω; 1685
ΟΙΔ. Τού 'δωσες το παιδί που μολογάει;  
ΘΕΡ. Του τό 'δωσα που να μην έσωνα.  
ΟΙΔ. Και δε θα σώσεις, αν δεν πεις την αλήθεια.  
ΘΕΡ. Κι αν θα μιλήσω, χάθηκα.  
ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, θαρρώ, 1690
  βάλθηκε να γλιστράει.  
ΘΕΡ. Καθόλου. Σου τό 'πα· του τό 'δωσα.  
ΟΙΔ. Το πήρες από πού;  
  Ήταν δικό σου;  
  Ήτανε ξένο; 1695
ΘΕΡ. Δεν ήτανε δικό μου.  
  Άλλος μου τό 'δωσε.  
ΟΙΔ. Κάποιος πολίτης από δω;  
  Από ποιο σπίτι;  
ΘΕΡ. Για το θεό, μην επιμένεις να ρωτάς. 1700
ΟΙΔ. Αν δε ρωτήσω δεύτερη φορά,  
  θα μετανιώσεις.  
ΘΕΡ. Ήταν απ' το παλάτι κάποιος· του Λαΐου.  
ΟΙΔ. Δούλος; Ή κάποιος συγγενής;  
ΘΕΡ. Αλίμονο, το φοβερό θα ξεστομίσω λόγο. 1705
ΟΙΔ. Κι εγώ θα τον ακούσω.  
  Κι έχω βαρύ το χρέος να τον ακούσω.  
ΘΕΡ. Λέγαν πως ήταν γιος του.  
  Μα θα στο πει καλύτερα  
  η σύζυγός σου μέσα στο παλάτι. 1710
ΟΙΔ. Μήπως εκείνη στό 'δωσε;  
ΘΕΡ. Μάλιστα, βασιλιά μου.  
ΟΙΔ. Για να το κάνεις τι;  
ΘΕΡ. Να το ξεκάνω.  
ΟΙΔ. Μάνα; και πώς το μπόρεσε; 1715
ΘΕΡ. Τη στοίχειωναν απαίσιες μαντείες.  
ΟΙΔ. Ποιες;  
ΘΕΡ. Προφήτευαν πως θα σκοτώσει τους γονιούς του.  
ΟΙΔ. Και πώς σ' αυτόν τον γέροντα  
  τόλμησες να τ' αφήσεις; 1720
ΘΕΡ. Το πόνεσα και νόμισα  
  πως σ' άλλη χώρα θα το ταξίδευε· στα μέρη του.  
  Τό 'σωσε και το βύθισε στη συμφορά.  
  Αν είσαι αυτός που λέει πως είσαι,  
  τώρα το ξέρεις πια: 1725
  γεννήθηκες καταραμένος.96  
ΟΙΔ. Ιού, ιού,  
  τα πάντα γίναν διαυγή!  
  Ω φως,  
  για τελευταία σε βλέπω φορά.97 1730
  Εγώ,  
  περίοπτος και διαφανής.  
  Απ' αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα,  
  μ' αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα  
  κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσα. 1735

Εικόνα

Οιδίπους και Σφιγξ.
(Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας
470-460 π.Χ. Ρώμη, Μουσείο του Βατικανού)