Σοφοκλέους τραγωδίαι:"Οιδίπους Τύραννος" και "Αίας" (Β Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμέν...
Α΄ Στάσιμο: στ. 685-732 Β΄ Στάσιμο: στ. 1282-1327 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΚΡ. Πολίτες,52 άκουσα πως με κατηγορεί  
  δεινά, ο βασιλιάς Οιδίπους.  
  Ήρθα γεμάτος οργή. 735
  Αν πράγματι πιστεύει  
  πως τα δεινά που μας καταδαμάζουν  
  έχουν αιτία τη βλάβη που προξένησαν  
  κάποια δικά μου έργα  
  ή κάποια λόγια 740
  δεν έχω πια λαχτάρα για ζωή  
  με τέτοια ρετσινιά στην πλάτη.  
  Ζημιά δεν είναι απλή  
  τέτοια κατηγορία·  
  είναι πολύ μεγάλη. 745
  Αν είμαι για την πόλη κίνδυνος  
  θα 'μαι για σένα κίνδυνος  
  και για τους φίλους όλους.  
ΧΟΡ. Πάνω σε ξέσπασμα θυμού  
  ήρθε στο στόμα ξαφνικά 750
  μομφή και ψόγος.  
  Δε βούτηξε τη γλώσσα στο μυαλό του.  
ΚΡ. Μ'  ορθάνοιχτα τα μάτια  
  και ξύπνιο το μυαλό  
  ξεστόμισε κατηγορία τέτοια; 755
ΧΟΡ. Δεν ξέρω. Δε μ' αφορά και δεν κοιτώ  
  οι άρχοντες τι κάνουν.  
  Ιδού, του παλατιού περνά53  
  ο ίδιος το κατώφλι.  
ΟΙΔ. Εσύ εδώ; Πώς τόλμησες και σίμωσες; 760
  Το προσωπείο φόρεσες του θράσους  
  και κόπιασες στη στέγη μου,  
  ενώ σκοπεύεις φανερά να με σκοτώσεις  
  την εξουσία μου λεηλατώντας.  
  Πες μου, για το Θεό, 765
  πώς σκέφτηκες να κάνεις κάτι τέτοιο;  
  Έχεις απόδειξη πως είμαι βλάκας ή δειλός;  
  Ή νόμισες πως δε θα ξεσκεπάσω  
  το δόλο σου που σέρνονταν σαν ερπετό;  
  Ή νόμισες πως αν τo μάθαινα 770
  δεν είχα τρόπο ν' αμυνθώ;  
  Λοιπόν εγχείρημα βλακώδες δεν ανέλαβες  
  χωρίς λαό και φίλους  
  την εξουσία να κυνηγάς;  
  Μόνο με χρήματα και μάζες 775
  την εξουσία κατακτάς.  
ΚΡ. Κοίτα και πράξε ανάλογα.  
  Σ' αυτά που λες  
  θα πάρεις την απάντηση.  
  Σκέψου καλά 780
  κι αφού σκεφτείς να κρίνεις.  
ΟΙΔ. Μιλάς κομψά κι ωραία·  
  δεν έχω όμως όρεξη να σε ακούσω.  
  Μου προξενείς βαριά κατάθλιψη.  
ΚΡ. Άκουσε τώρα αυτό 785
  που πρώτο θα σου πω.  
ΟΙΔ. Μονάχα μη μου πεις πως είσαι φίλος.  
ΚΡ. Αν πράγματι πιστεύεις  
  πως το θράσος δίχως τη λογική  
  είναι προσόν μεγάλο, 790
  Παραλογίζεσαι.  
ΟΙΔ. Αν πράγματι πιστεύεις  
  πως αδικώντας συγγενείς  
  την τιμωρία γλύτωσες,  
  παραλογίζεσαι. 795
ΚΡ. Τα λες σωστά και συμφωνώ.  
  Φέρε γι' αυτά που λες τεκμήρια.  
  Πώς και με τι σ' αδίκησα;  
ΟΙΔ. Μ' έπεισες ή δε μ' έπεισες  
  πως είναι ανάγκη 800
  να στείλω να φωνάξω  
  το μάντη το σεμνό;  
ΚΡ. Και τώρα ακόμα  
  τη γνώμη μου δεν άλλαξα.  
ΟΙΔ. Πόσος καιρός πέρασε 805
  από τότε που ο Λάιος…  
ΚΡ. Έκανε τι; Δε σε καταλαβαίνω.  
ΟΙΔ. Άφαντος πήγε από ένα χέρι φονικό.  
ΚΡ. Πολλά κι αμέτρητα χρόνια.  
ΟΙΔ. Ασκούσε τότε ο μάντης 810
  την μαντική του τέχνη;  
ΚΡ. Τον περιβάλλαν με τιμή  
  κι ήταν σοφός, όπως και τώρα.  
ΟΙΔ. Εκείνο τον καιρό  
  μνημόνευσε ποτέ του τ' όνομά μου; 815
ΚΡ. Ποτέ, μπροστά σε μένα.  
ΟΙΔ. Μα για το σκοτωμένο δεν ερευνήσατε ποτέ;  
ΚΡ. Πώς όχι; Ψάξαμε μα δε βρήκαμε στοιχεία  
ΟΙΔ. Πώς ο σοφός δεν είπε τότε,  
  αυτά που τώρα λέει; 820
ΚΡ. Δεν ξέρω· όταν δεν έχω γνώμη,  
  μ' αρέσει να σιγώ.  
ΟΙΔ. Αν είσαι λογικός,  
  θα πεις τα λίγα που γνωρίζεις.  
ΚΡ. Ποιο πράγμα; Ό,τ ι γνωρίζω 825
  δεν αρνούμαι να το πω.  
ΟΙΔ. Ότι, χωρίς δική σου κάλυψη,  
  δε θα 'λεγε ποτέ πως σκότωσα το Λάιο.  
ΚΡ. Αν λέγει τέτοια πράγματα  
  εσύ μονάχα ξέρεις. 830
  Όμως έχω δικαίωμα να σε ρωτήσω,  
  όπως με ρώτησες και συ.  
ΟΙΔ. Να με ρωτήσεις.  
  Αλλά φονιά όσο κι αν θες  
  δε θα με βγάλεις. 835
ΚΡ. Λοιπόν: την αδερφή μου δεν παντρεύτηκες;  
ΟΙΔ. Άρνηση δε χωρεί το ρώτημά σου.  
ΚΡ. Την εξουσία δε μοιράζεσαι με κείνη;  
ΟΙΔ. Το κάθε τι που θέλει  
  αμέσως το παραχωρώ. 840
ΚΡ. Τρίτος εγώ,  
  εξίσου δε μοιράζομαι την εξουσία;  
ΟΙΔ. Σ' αυτό κατάφερες ν' αποδειχτείς  
  άπιστος φίλος.  
ΚΡ. Όχι! αν έδινες όπως εγώ 845
  στον εαυτό σου λόγο.  
  Στοχάσου πρώτα-πρώτα τούτο:  
  Θαρρείς πως προτιμά κανείς να βασιλεύει  
  με φόβο και βραχνά  
  ή να κοιμάται ξέγνοιαστος 850
  χωρίς φοβίες  
  και να διαχειρίζεται την εξουσία;  
  Είναι στο χαρακτήρα μου να θέλω  
  να 'μαι στα λόγια μόνο βασιλιάς  
  παρά να κυβερνώ 855
  με δύναμη βασιλική.  
  Όποιος με σωφροσύνη ζει  
  το ίδιο λαχταράει.  
  Τα πάντα τώρα μου προσφέρεις  
  και δε φοβάσαι τίποτα. 860
  Αν κυβερνούσα,  
  παρά τη θέλησή μου θά 'κανα πολλά.  
  Πώς θες λοιπόν να με γλυκαίνει  
  πιο πολύ  
  κι απ' την απόλαυση της εξουσίας 865
  η άσκησή της;  
  Ανόητος δεν είμαι τόσο  
  να φορτωθώ βαριές ευθύνες,  
  ενώ με χόρτασαν τα κέρδη μου.  
  Τώρα τα πάντα χαίρομαι, 870
  με χαιρετούν οι πάντες.  
  Κι όσοι χρειάζονται τη συνδρομή σου  
  εμένα κολακεύουν και χτυπούν την πόρτα μου.  
  Εναποθέτουνε την τύχη τους στα χέρια μου.  
  Πώς να τ' αφήσω όλα αυτά 875
  και πώς να πάρω τ' άλλα;  
  Μια τέτοια σύνεση λοιπόν  
  δε μεταβάλλεται σε προδοσία.  
  Εκ φύσεως σιχαίνομαι τέτοιες ιδέες  
  και δεν ανέχομαι τους άλλους 880
  που τις έχουν.  
  Θες έλεγχο να κάνεις;  
  Να πας στο πυθικό μαντείο  
  και να ρωτήσεις αν ανήγγειλα  
  αυτούσιο το χρησμό. 885
  Αν, ύστερα, με πιάσεις  
  να 'χω συνωμοτήσει με τον μάντη  
  να με συλλάβεις  
  κι όχι με μια, με δύο ψήφους  
  μια τη δική σου και τη δική μου δυο, 890
  να με σκοτώσεις.  
  Μη με κατηγορείς  
  μ' αυθαίρετες και κούφιες αιτιάσεις.  
  Αδίκως ματαιοπονούν  
  όσοι βαφτίζουν 895
  φαύλους τους συνετούς  
  και συνετούς τους φαύλους.  
  Αν τον καλό σου φίλο καταστρέψεις  
  είναι σαν να ρημάζεις τη ζωή  
  που λαχταράς να ζεις. 900
  Θα 'ρθει καιρός να καταλάβεις  
  δίχως λάθη,  
  αφού τον άνθρωπο το δίκαιο  
  ο χρόνος δικαιώνει.  
  Αρκεί μια μέρα μόνο 905
  και τον κακό θα ξεσκεπάσεις άνθρωπο.  
ΧΟΡ. Μίλησε μετρημένα, γιατί προσέχει  
  να μην πέσει χαμηλά.  
  Οι βιαστικοί μπερδεύονται στα λάθη τους.  
ΟΙΔ. Όπως κρυφά και βιαστικά 910
  μ' επιβουλεύεται  
  πρέπει κι εγώ με βιάση να σκεφτώ το πράγμα.  
  Αμέριμνος αν αδρανώ  
  θα πραγματώσει τα σχέδιά του  
  και τα δικά μου θα καταρρεύσουν. 915
ΚΡ. Τι θες λοιπόν; Να μ' εξορίσεις;  
ΟΙΔ. Καθόλου· νεκρό σε θέλω κι όχι φυγάδα.  
ΚΡ. Και πώς θ' αποδείξεις  
  το λόγο που σε ζήλεψα;  
ΟΙΔ. Θ' αρνηθείς να πειθαρχήσεις; 920
ΚΡ. Θαρρώ πως παραφέρεσαι.  
ΟΙΔ. Κρατώ τη γνώμη μου.  
ΚΡ. Μα πρέπει να σκεφτείς και τη δική μου.  
ΟΙΔ. Είσαι κακός εκ φύσεως.  
ΚΡ. Κι αν πέφτεις έξω; 925
ΟΙΔ. Γονάτισε στην εξουσία.  
ΚΡ. Όταν οι άρχοντες αυθαιρετούν  
  δε γονατίζω.  
ΟΙΔ. Ω πόλη, ω πόλη.  
ΚΡ. Δεν είσαι μόνος· είμαι πολίτης κι εγώ. 930
ΧΟΡ. Άρχοντες, πάψτε.  
  Πάνω στην ώρα βλέπω να 'ρχεται54  
  απ' το παλάτι προς τα δω  
  την Ιοκάστη.  
  Μαζί της είναι χρέος σας να λύσετε 935
  την τωρινή φιλονεικία κατ' ευχή.  
ΙΟΚΑΣΤΗ    
  Αστόχαστοι, γιατί τροχίζετε τη γλώσσα σας  
  στον παραλογισμό;  
  Τη χώρα που νοσεί δεν ντρέπεστε  
  και στα προσωπικά σας πάθη 940
  ρίχνετε λάδι στη φωτιά;  
  Δεν πας εσύ στο δώμα σου  
  και συ στο σπίτι σου, Κρέων,  
  μήπως από το τίποτα  
  φουντώσει το κακό; 945
ΚΡ. Ο άντρας σου Οιδίπους, αδερφή,  
  απειλεί φοβερά να μου κάνει  
  και θα διαλέξει ανάμεσα στα δυο:  
  θα με συλλάβει και θα με σκοτώσει  
  ή από την πατρική γη θα μ' εξορίσει. 950
ΟΙΔ. Ακριβώς.  
  Τον έπιασα να μηχανεύεται  
  ανείπωτα δεινά για τη ζωή μου.  
ΚΡ. Μη σώσω να χαρώ ζωή,  
  καταραμένος να χαθώ 955
  αν έπραξα και το παραμικρό  
  απ' όσα μου κατηγορείς.  
ΙΟΚ. Για το θεό, πίστεψέ τον, Οιδίπου.  
  Τον όρκο του σεβάσου στους θεούς,  
  σεβάσου και τους γέροντες και μένα. 960
ΧΟΡ. Ω βασιλιά, σ' εκλιπαρώ· σκέψου και πίστεψε. [στρ.]
ΟΙΔ. Σε τι να κάνω πίσω;  
ΧΟΡ. Δεν ήταν επιπόλαιος ποτέ·  
  τώρα που πήρεν όρκο55  
  να σεβαστείς το μεγαλείο της στιγμής. 965
ΟΙΔ. Ξέρεις τι μου ζητάς;  
ΧΟΡ. Ξέρω.  
ΟΙΔ. Πες μας λοιπόν.  
  Σ' ακούω.  
ΧΟΡ. Το φίλο σου που δέθηκε 970
  με της κατάρας τα δεσμά  
  μην ατιμάζεις.  
  Μην εμπιστεύεσαι τις θολές υποψίες.  
ΟΙΔ. Αντιλαμβάνεσαι πως μου ζητάς  
  τον όλεθρο ή τη φυγή μου; 975
ΧΟΡ. Όχι, μα τον δημιουργό των όλων [στρ.]
  τον παντεπόπτη Ήλιο.56  
  Μακάρι να χαθώ τρισάθλιος  
  χωρίς θεό και δίχως φίλους  
  αν έβαλα στο νου μου τέτοια σκέψη, 980
  τη δύσμοιρη ψυχή μου κατατρώει  
  της χώρας ο καημός,  
  αν πάνω στα παλιά δεινά  
  και τα δικά σας τα δεινά σωριάσετε.  
ΟΙΔ. Ας φύγει λοιπόν, 985
  έστω κι αν χρειαστεί  
  το φως να χάσω  
  ή να με διώξουν από τη χώρα  
  εξόριστο κι ατιμασμένο.  
  Συμπόνεσα το σπλαχνικό σου στόμα,57 990
  αυτόν δεν συμπόνεσα.  
  Αυτόν, όπου κι αν πάει,  
  θα τον μισώ για πάντα.  
ΚΡ. Υποχωρείς γεμάτος μίσος.  
  Θα ξεθυμάνεις κάποτε 995
  και θα το μετανιώσεις.  
  Οι χαρακτήρες σαν κι αυτόν  
  αγάλλονται να τιμωρούν τον εαυτό τους.  
ΟΙΔ. Θα φύγεις, επί τέλους;  
  Άφησέ με ήσυχο! 1000
ΚΡ. Θα φύγω.  
  Εσύ δεν με κατάλαβες ποτέ.  
  Αυτοί με ξέρουν και δεν άλλαξα.  
ΧΟΡ. Γυναίκα, μην αργείς [αντιστρ.]
  να μπεις μαζί του μέσα. 1005
ΙΟΚ. Να μάθω θέλω τι συνέβη.  
ΧΟΡ. Λόγο το λόγο φτάσανε  
  σε κούφιες υποψίες  
  και τ' άδικο δαγκώνει την ψυχή.  
ΙΟΚ. Φταίνε κι οι δυο; 1010
ΧΟΡ. Νομίζω, ναι.  
ΙΟΚ. Και ποιος ο λόγος;  
ΧΟΡ. Αρκεί, αρκεί θαρρώ·  
  η χώρα βασανίζεται·  
  το θέμα τέλειωσε· 1015
  ας μείνει εδώ το πράγμα.  
ΟΙΔ. Είδες πού φτάσαμε;  
  Είσαι καλοπροαίρετος  
  μα την αλήθεια παραγνωρίζεις  
  και φαρμακώνεις την ψυχή μου. 1020
ΧΟΡ. Ω βασιλιά,  
  δεν το 'πα μόνο μια φορά  
  άκου το πάλι: [αντιστρ.]
  Θά 'ταν παραφροσύνη  
  να σ' αρνηθώ. 1025
  Εσένα που την πατρική μου γη  
  την όρθωσες ξανά,  
  όταν παράδερνε στης συμφοράς το σάλο.  
  Και τώρα δείξε μου τον ίσιο δρόμο,  
  αν το μπορείς. 1030
ΙΟΚ. Για τ' όνομα του θεού, βασιλιά μου,  
  φανέρωσε μου την αιτία  
  που θύμωσες τόσο πολύ.  
ΟΙΔ. Απ' όλα πιο πολύ  
  τιμώ και σέβομαι, 1035
  το πρόσωπο σου,  
  και θα σου πω τι μηχανεύτηκεν  
  ο Κρέων εναντίον μου.  
ΙΟΚ. Λέγε μου για να δω  
  αν τον κατηγορείς σωστά 1040
  πως έφταιξεν αυτός για τη φιλονεικία.  
ΟΙΔ. Με κατηγόρησε πως σκότωσα τον Λάιο.  
ΙΟΚ. Είπε πως το γνωρίζει μόνος του  
  ή τό 'μαθε και τό 'πε;  
ΟΙΔ. Έστειλε τον πανούργο μάντη να το πει· 1045
  αυτός φυλάγεται· κρατεί κλειστό το στόμα.  
ΙΟΚ. Παράτα κάθε τέτοια σκέψη τώρα  
  κι άκου να μάθεις από μένα  
  πως δε γεννήθηκε θνητός κανείς58  
  τη μαντική την τέχνη να κατέχει. 1050
  Με λίγα λόγια προσκομίζω τα τεκμήρια.  
  Δόθηκε κάποτε χρησμός στο Λάιο,  
  από το Φοίβο, προφανώς τον ίδιο, όχι·  
  από τους υπηρέτες του ναού, βεβαίως,  
  πως ήτανε γραφτό του να πεθάνει 1055
  απ' το παιδί που θα γεννούσαμε αυτός κι εγώ.  
  Κι αυτόν, καθώς μου είπαν,  
  ξένοι ληστές τον σκότωσαν  
  σε τρίστρατον αμαξιτής οδού.59  
  Τ' αγόρι που γεννήθηκε 1060
  δεν πέρασαν ημέρες τρεις,  
  κι ο Λάιος το τύλιξε μ' ένα σκοινί  
  σφιχτά στους αστραγάλους,  
  σε ξένα χέρια τό 'δωσε  
  και 'κείνα το πετάξαν 1065
  σ' απάτητη βουνού κορφή.  
  Έτσι ο Απόλλων δεν επέτρεψε  
  να γίνει πατροκτόνος το παιδί  
  κι ο Λάιος δεν έπαθε  
  αυτό που τον τρομοκρατούσε: 1070
  απ' το παιδί να σκοτωθεί.  
  Αυτά καθόριζαν οι προφητείες  
  και μη σκοτίζεσαι γι' αυτές.60  
  Όταν η χρεία το καλεί  
  βρίσκει ο θεός τον τρόπο 1075
  να φανερώσει τη βουλή του.  
ΟΙΔ. Η ψυχή μου ταξίδεψε,  
  αναστατώθηκε ο νους μου  
  μ' αυτά που μόλις άκουσα.  
ΙΟΚ. Ποιες μέριμνες σε βασανίζουν 1080
  κι ο νους σου πήγε αλλού;  
ΟΙΔ. Μου φάνηκε πως άκουσα  
  πως έσφαξαν το Λάιο  
  σε τρίστρατον αμαξιτής οδού.  
ΙΟΚ. Το λέγαν αυτό· το λεν ακόμα. 1085
ΟΙΔ. Kι ο τόπος της σφαγής ποιος ήταν;  
ΙΟΚ. Φωκίς ο τόπος λέγεται·  
  ο δρόμος σκίζεται στα δυο·  
  ο ένας πάει, στη Δαύλεια  
  κι ο άλλος στους Δελφούς. 1090
ΟΙΔ. Και πόσος κύλησε καιρός απ' τη σφαγή;  
ΙΟΚ. Μαντατοφόροι φέρανε την είδηση  
  λίγο πριν ανέβεις στο θρόνο των Θηβών.  
ΟΙΔ. Θεέ μου,61 τι μελετάς  
  στο στοχασμό σου 1095
  για τη μοίρα μου;  
ΙΟΚ. Ποια μνήμη σε ταράζει, Οιδίπου;  
ΟΙΔ. Μη με ρωτάς.  Μα πες μου για το Λάιο,  
  πώς φαίνονταν στ' ανάστημα, στην ηλικία;  
ΙΟΚ. Ψηλός, μαλλιά ψαρά στον κρόταφο 1100
  και σού 'μοιαζε στο πρόσωπο λιγάκι.62  
ΟΙΔ. Αλιά μου ο δόλιος! Δεν ήξερα πρωτύτερα  
  πως καταριόμουν τον εαυτό μου.  
ΙΟΚ. Τι λες; Τρέμω να σε κοιτάξω  
  μες τα μάτια. 1115
ΟΙΔ. Τρέμω κι εγώ μήπως ο μάντης  
  έβλεπε ξεκάθαρα.  
  Αν με φωτίσεις κι άλλο, θα φανεί.  
ΙΟΚ. Διστάζω· μα ρώτησε και θ' απαντώ.  
ΟΙΔ. Ταξίδευε με λίγους 1120
  ή με πολλούς ακόλουθους, σα βασιλέας;  
ΙΟΚ. Μαζί με τον κήρυκα πέντε·63  
  ο Λάιος καθότανε μονάχος σ' ένα αμάξι.  
ΟΙΔ. Αλίμονο! Ξεκάθαρο το πράγμα.  
  Και ποιος σας έφερε την είδηση; 1125
ΙΟΚ. Κάποιος δούλος που γύρισε·  
  ο μόνος που σώθηκε.  
ΟΙΔ. Και είναι στο σπίτι τώρα;  
ΙΟΚ. Όxι. Γιατί σα γύρισε  
  κι είδε στο θρόνο εσένα,64 1130
  νεκρό το Λάιο,  
  με παρακάλεσε φιλώντας μου τα χέρια  
  στα βοσκοτόπια να τον στείλω και στα χωράφια·  
  την πόλη να μη βλέπει· τόσο μακριά.  
  Τον έστειλα· ήταν δούλος καλός, 1135
  την άξιζε τη χάρη κι ακόμη μεγαλύτερη.  
ΟΙΔ. Γίνεται γρήγορα νά 'ρθει εδώ;  
ΙΟΚ. Έγινε κιόλας. Αλλά γιατί σε καίει τόσο;  
ΟΙΔ. Φοβάμαι τον εαυτό μου.  
  Εκτέθηκα κι είπα πολλά. 1140
  Θέλω να τον δω.  
ΙΟΚ. Θά 'ρθει. Μα κάνε μου τη χάρη  
  να μου πεις,  
  τι σου βαραίνει, βασιλιά μου, την ψυχή;  
ΟΙΔ. Δε θα σου κρύψω τίποτα· 1145
  στις παρυφές κινούμαι της ελπίδας.  
  Ποιος άλλος από σένα  
  δικαιούται περισσότερο  
  τη δυστυχία μου να δει κατάματα;  
  Ο Κορίνθιος Πόλυβος ήταν πατέρας μου· 1150
  μητέρα μου η Δωρίδα Μερόπη.  
  Ήμουν ο πρώτος πολίτης εκεί,  
  πριν να συμβεί κάτι τυχαίο,  
  κάπως παράξενο στ' αλήθεια,  
  μα που δεν άξιζε τον κόπο 1155
  να μου κεντρίσει την προσοχή.  
  Κάποιος στο δείπνο μεθυσμένος  
  και πάνω στο κρασί  
  είπε πως είμαι ψεύτικος,  
  πλαστός του πατέρα μου γιος. 1160
  Το πήρα βαριά· κρατήθηκα την ίδια μέρα.  
  Όμως την άλλη μέρα  
  πήγα στη μάνα μου και στον πατέρα  
  και τους ρώτησα.  
  Δυσφόρησαν για κείνον που με πρόσβαλε 1165
  και 'γώ χαιρόμουν την οργή τους.  
  Όμως τ' αγκάθι με τρυπούσε συνεχώς  
  και πλήγωνε το νου μου.  
  Πηγαίνω στους Δελφούς  
  κρυφά απ' τους γονείς μου, 1170
  αλλά ο Φοίβος μ' έδιωξε,  
  με περιφρόνησε,  
  δεν απάντησε στο ερώτημά μου.  
  Αλλά δεινά και φοβερά προφήτευε  
  για μένα τον τρισάθλιο 1175
  πως με τη μάνα μου θα σμίξω  
  και πως παιδιά θα φέρω της ντροπής  
  στο φως της μέρας  
  και πως φονιάς θα γίνω  
  του πατέρα που μ' έσπειρε. 1180
  Εγώ σαν τ' άκουσα  
  από την πόλη της Κορίνθου  
  ξεμακραίνω,  
  ακολουθώντας την οδό των αστεριών,  
  δεν ήθελα να δω ν' αληθεύουν 1185
  των χρησμών οι ντροπές.  
  Οδοιπορώντας φτάνω στον τόπο  
  που μου λες  
  πως χάθηκεν ο βασιλιάς της χώρας.  
  Θα σου πω όλη την αλήθεια. 1190
  Όταν πεζός στο τρίστρατο πλησίασα  
  αντάμωσα έναν κήρυκα  
  και πάνω σ' ένα αμάξι  
  που τό 'σερναν πουλάρια  
  καθόταν ένας γέροντας, καθώς τον λες. 1195
  Αυτός ο κήρυκας κι ο γέροντας  
  με πέταξαν βιαίως στης δημοσιάς την άκρη.  
  Τον οδηγό που μ' έσπρωξε  
  χτυπώ με λύσσα.  
  Ο γέροντας το βλέπει, 1200
  με παραφύλαξε  
  κι όπως τ' αμάξι πέρναγε μπροστά μου  
  με χτύπησε με το διπλό μαστίγιο στο μέτωπο.  
  Το πλήρωσε ακριβότερα·  
  σαν αστραπή τον τσάκισα 1205
  με το ραβδί που κράταγα στο χέρι  
  κι ανάσκελα κυλίστηκε  
  στο βάθος τ' αμαξιού.  
  Ύστερα σκότωσα όλους τους άλλους.  
  Αν συγγενεύει ο Λάιος μ' αυτόν τον ξένο, 1210
  ποιος άνθρωπος γεννήθηκε65  
  πιο θλιβερός απ' τον Οιδίποδα;  
  Ποιος άλλος μπόρεσε  
  πιο θεομίσητος να γίνει;  
  Κανείς πολίτης, κανένας ξένος 1215
  δεν επιτρέπεται να τον δεχτεί στο σπίτι του  
  κανείς δεν επιτρέπεται να του μιλεί,  
  όλοι θα τον πετούν στο δρόμο.  
  Άλλος κανείς, μονάχα εγώ  
  τον εαυτό μου καταράστηκα, 1220
  βρωμίζω με τα χέρια που τον σκότωσα  
  του πεθαμένου το κρεβάτι.  
  Γεννήθηκε κακούργος;  
  Εγώ είμαι το μίασμα.  
  Στο σώμα, στην ψυχή, στο νου; 1225
  Αν πάρω των ομματιών μου και φύγω  
  εξόριστος δε θα μπορώ  
  τους δικούς μου να δω  
  ούτε το χώμα της πατρίδας να πατήσω,  
  αλλιώς θα ζευγαρώσω με τη μάνα μου 1230
  και θα σκοτώσω τον πατέρα μου  
  τον Πόλυβο που μ' έσπειρε και μ' έθρεψε.  
  Θά 'ταν λοιπόν παράλογο κάποιος να πει,  
  αν ζύγιαζε τη μοίρα μου,  
  πως ανελέητος θεός με κυνηγάει; 1235
  Ποτέ, μα ποτέ, σεβαστοί θεοί,  
  μιας τέτοιας ημέρας το φως να μη δω.  
  Μακάρι να χαθώ, ν' αφανιστώ  
  απ' των θνητών τα μάτια  
  παρά να κηλιδώσω την ψυχή 1240
  με της ντροπής τη φρίκη.  
ΧΟΡ. Με πλημμύρισες, βασιλιά μου, με τρόμο·  
  ώσπου να πληροφορηθείς  
  απ' τον αυτόπτη μάρτυρα,  
  κράτησε την ελπίδα. 1245
ΟΙΔ. Ελπίδα που κρεμάστηκε σ' ένα βοσκό.  
ΙΟΚ. Κι όταν φανεί, τι σκέφτεσαι να κάνεις;  
ΟΙΔ. Θα σου πω.  
  Αν πει κι αυτός αυτά που λες κι εσύ  
  γλυτώνω μια για πάντα. 1250
ΙΟΚ. Και ποιο σπουδαίο σού 'δωσα τεκμήριο;  
ΟΙΔ. Κατέθετε, βεβαίωνες,  
  πως σκότωσαν το Λάιο ληστές.66  
  Αν επιμένει στον αριθμό,  
  εγώ δεν σκότωσα τον άνθρωπο. 1255
  Ο ένας κι οι πολλοί δεν είναι ίσα κι όμοια.  
  Αν έναν οδοιπόρο μαρτυρήσει,  
  τότε το φονικό ξεκάθαρα  
  βαραίνει την ψυχή μου.  
ΙΟΚ. Πίστεψε με, λοιπόν· αβίαστα μιλούσε 1260
  και δεν μπορεί το λόγο του ν' αλλάξει.  
  Δεν τ' άκουσα μονάχα εγώ,  
  στην αγορά της πόλης  
  τ' αφηγήθηκε.  
  Μα κι αν τα στρίψει, 1265
  δε θ' αποδείξει, βασιλιά,  
  πως σκότωσες εσύ το Λάιο.  
  Ο Πυθικός Λοξίας μήνυσε67  
  πως θα τον σκότωνε παιδί  
  που θά 'κανε μαζί μου. 1270
  Ούτε και το μωρό το δύσμοιρο  
  τον σκότωσε.  
  Χάθηκε πρώτο.  
  Γι' αυτό δεν έχω πίστη στους χρησμούς,  
  παλιούς και νέους. 1275
ΟΙΔ. Έχεις δίκιο.  
  Όμως μην αμελήσεις  
  να στείλεις να φωνάξουνε το δούλο.  
ΙΟΚ. Στέλνω γοργά.  
  Ας πάμε τώρα στο παλάτι. 1280
  Ό,τι ποθείς, θα κάνω πάντα πρόθυμα.  

Εικόνα

Εθνικό θέατρο – Επίδαυρος, 1973
Οιδίπους: Μάνος Κατράκης
Ιοκάστη: Αλέκα Κατσέλη
Σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης
(Αρχείο Τ. Μουζενίδη)

Εικόνα

Εθνικό Θέατρο, 1952
Οιδίπους: Αλέξης Μινωτής
Ιοκάστη: Κατίνα Παξινού
Σκηνοθεσία: Αλέξη Μινωτή