Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Έξοδος: Γ΄ Σκηνή: στ. 1257-1276 Έξοδος: Δ΄ Σκηνή: στ. 1328-1353 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
     
  Ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἔχων τε καὶ κεκτημένος,
τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τάδε φέρων, τὰ δ᾽ ἐν δόμοις
  ἔοικας ἥκων καὶ τάχ᾽ ὄψεσθαι κακά. 1280
ΚΡ. Τί δ᾽ ἔστιν αὖ κάκιον ἐκ κακῶν ἔτι;
ΕΞ. Γυνὴ τέθνηκεν, τοῦδε παμμήτωρ νεκροῦ,
δύστηνος, ἄρτι νεοτόμοισι πλήγμασιν.
   
ΚΡ. Ἰὼ, ἰὼ δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν, αντιστρ. α΄
  τί μ᾽ ἄρα τί μ᾽ ὀλέκεις;
Ὦ κακάγγελτά μοι
προπέμψας ἄχη, τίνα θροεῖς λόγον;
Αἰαῖ, ὀλωλότ᾽ ἄνδρ᾽ ἐπεξειργάσω.
Τί φῄς, παῖ; τίνα λέγεις μοι νέον,
1285
  αἰαῖ, αἰαῖ,
σφάγιον ἐπ᾽ ὀλέθρῳ,
γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον;
1290
ΧΟ. Ὁρᾶν πάρεστιν· οὐ γὰρ ἐν μυχοῖς ἔτι.  
ΚΡ. Οἴμοι,  
  κακὸν τόδ᾽ ἄλλο δεύτερον βλέπω τάλας 1295
   
  Τίς ἄρα, τίς με πότμος ἔτι περιμένει;
Ἔχω μὲν ἐν χείρεσσιν ἀρτίως τέκνον,
τάλας, τὸν δ᾽ ἔναντα προσβλέπω νεκρόν.
 
  Φεῦ φεῦ μᾶτερ ἀθλία, φεῦ τέκνον. 1300
     
ΕΞ. Ἡ δ᾽ ὀξύπληκτος ἡμένη δὲ βωμία
λύει κελαινὰ βλέφαρα, κωκύσασα μὲν
τοῦ πρὶν θανόντος Μεγαρέως κλεινὸν λάχος,
αὖθις δὲ τοῦδε, λοίσθιον δὲ σοὶ κακὰς
 
  πράξεις ἐφυμνήσασα τῷ παιδοκτόνῳ. 1305
     
ΚΡ. Αἰαῖ αἰαῖ, στροφή β΄
  ἀνέπταν φόβῳ. Τί μ᾽ οὐκ ἀνταίαν
ἔπαισέν τις ἀμφιθήκτῳ ξίφει;
 
  δείλαιος ἐγώ, αἰαῖ,
δειλαίᾳ δὲ συγκέκραμαι δύᾳ.
1310
ΕΞ. Ὡς αἰτίαν γε τῶνδε κἀκείνων ἔχων
πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ᾽ ἐπεσκήπτου μόρων.
 
ΚΡ. Ποίῳ δὲ κἀπελύετ᾽ ἐν φοναῖς τρόπῳ;  
ΕΞ. Παίσασ᾽ ὑφ᾽ ἧπαρ αὐτόχειρ αὑτήν, ὅπως 1315
  παιδὸς τόδ᾽ ᾔσθετ᾽ ὀξυκώκυτον πάθος.  
ΚΡ. Ὤμοι μοι, τάδ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἄλλον βροτῶν
ἐμᾶς ἁρμόσει ποτ᾽ ἐξ αἰτίας.
Ἐγὼ γάρ σ᾽ ἐγώ σ᾽ ἔκανον, ὢ μέλεος,
 
  ἐγώ, φάμ᾽ ἔτυμον. Ἰὼ πρόσπολοι, 1320
ἀπάγετέ μ᾽ ὅτι τάχος, ἄγετέ μ᾽ ἐκποδών,  
τὸν οὐκ ὄντα μᾶλλον ἢ μηδένα. 1325
ΧΟ. Κέρδη παραινεῖς, εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς·
βράχιστα γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά.
 

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
     
  Ήρθες χορτάτος συμφορές, αφέντη μου·
άλλες κρατάς στα χέρια σου κι άλλες,
θαρρώ, θα δεις, σαν έμπεις γρήγορα στο σπίτι.


1280
ΚΡ. Μα τι; Υπάρχουν και χειρότερα απ' τα χειρότερα;
ΕΞ. Η γυναίκα σου πέθανε· η καλομάνα του νεκρού·
η δύστυχη, πριν λίγο κομματιάστηκε.
ΚΡ. Ωχού,
ωχού, αλύπητο λιμάνι του θανάτου,
γιατί με σωριάζεις;
Ω, συ που με πικρά με προβοδάς
και φοβερά μαντάτα, τι μουρμουρίζεις;
αλιά μου, τον πεθαμένον αποτελειώνεις.
Τι λες, παιδάκι μου, για ποιο καινούριο λες, αλίμονο,
σφαχτάρι, για ποιας γυναίκας μοίρα
που μ' αγκαλιάζει του χαμού;








1290
  (Οι πύλες του παλατιού ανοίγουν και το νεκρό σώμα της Ευρυδίκης
μεταφέρεται στη σκηνή.)
ΧΟ. Μπορείς να δεις· κρυφό δεν είναι πια.
ΚΡ. Ωχού! Βλέπω το δεύτερο κακό, ο κακορίζικος.
Ποια μοίρα, ποια με καρτερεί ακόμα;
κρατώ στα χέρια το παιδί μου ζεστό,
ο μαύρος, κι άλλο νεκρό μπροστά μου βλέπω.
Αχ, άμοιρη μητέρα, κι αχ, παιδάκι μου.




1300
ΕΞ. Μπρος στο βωμό με μυτερό λαβώθηκε μαχαίρι
και βύθισε τα βλέφαρά της στο σκοτάδι.
Του Μεγαρέα θρήνησε, που πέθανε νωρίτερα,
το άδειο στρώμα κι αυτόν εδώ, κι ύστερα σένα
καταράστηκε, τον παιδοκτόνο, κακό να σε βρει.
   
ΚΡ. Συμφορά μου,
τρομάρα μου πήρε το νου. Γιατί κανείς
δε με χτυπά κατάστηθα με δίκοπο μαχαίρι;
ο μαύρος κι έρμος, αχ,
σε μαύρη λιώνω συμφορά.




1310
ΕΞ. Αιτία του θανάτου, κι αυτού και κείνου,
η πεθαμένη σ' ονομάτιζε.
ΚΡ. Και πώς στο Χάρο δόθηκε;
ΕΞ. Χτύπησε με το χέρι της κάτω από το συκώτι,
σαν άκουσε τον πολυδάκρυτο χαμό του γιου της.
ΚΡ. Αλίμονο, άλλος κανείς θνητός ποτέ,
εγώ μονάχα, θα φορτωθώ μ' αυτό το κρίμα.
Εγώ, εγώ σε σκότωσα, ο μαύρος, αχ,
εγώ, αλήθεια λέω. Πάρτε με, δούλοι,
σύρτε με γρήγορα μακριά,
γιατί δεν είμαι παρά τίποτα.




1320
ΧΟ. Κέρδος ζητάς· αν είναι κέρδος τα δεινά·
είναι καλό, λίγο καιρό στις πίκρες να σκοντάφτεις.