ΧΟ. |
Καὶ μὴν ὅδ᾽ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει
μνῆμ᾽ ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων,
εἰ θέμις εἰπεῖν, οὐκ ἀλλοτρίαν |
|
|
ἄτην, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἁμαρτών. |
1260 |
|
|
|
ΚΡ. |
Ἰὼ φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα |
στροφή α΄ |
|
στερεὰ θανατόεντ᾽,
ὦ κτανόντας τε καὶ
θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους. |
|
|
Ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων.
Ἰὼ παῖ, νέος νέῳ ξὺν μόρῳ,
αἰαῖ αἰαῖ,
ἔθανες, ἀπελύθης,
ἐμαῖς οὐδὲ σαῖσι δυσβουλίαις. |
1265 |
ΧΟ. |
Οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν. |
1270 |
ΚΡ. |
Οἴμοι,
ἔχω μαθὼν δείλαιος· ἐν δ᾽ ἐμῷ κάρᾳ
θεὸς τότ᾽ ἄρα τότε μέγα βάρος μ᾽ ἔχων
ἔπαισεν, ἐν δ᾽ ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς, |
|
|
οἴμοι, λεωπάτητον ἀντρέπων χαράν.
Φεῦ φεῦ, ἰὼ πόνοι βροτῶν δύσπονοι. |
1275 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
|
(Ο αγγελιαφόρος αποχωρεί. Έρχεται ο Κρέοντας από τους αγρούς, συνοδευόμενος από φρουρούς που μεταφέρουν το νεκρό σώμα του Αίμονα.)
|
|
ΧΟ. |
Μα να, κι ο βασιλιάς ο ίδιος φτάνει·
κι αν πρέπει να το πω, στα χέρια του
κρατεί σημάδι φανερό κι όχι μια ξένη
|
1260 |
|
|
|
ΚΡ. |
Ωχού
αδέσποτου μυαλού πεισματικά
θανάτου κρίματα.
Βλέπετε σκοτωμένους
και φονιάδες, ένα σόι;
Ώχου, τύφλα μου συφοριασμένη·
ώχου, παιδί μου, πέθανες νιος
ωχ κι ωχ
κι άγουρος πας στο θάνατο
από δική μου αστοχασιά κι όχι δική σου.
|
|
ΧΟ. |
Αλίμονο, είδες αργά, θαρρώ, το δίκιο. |
1270 |
ΚΡ. |
Αλίμονο, φωτίστηκα, ο σκότεινος. Κάποιος θεός
με τύφλωνε, με χτύπαγε βαριά
στην κεφαλή μου, με βρόνταγε σε στράτες άγριες
κι ανάσκελα ποδοπατούσε τη χαρά μου.
Αχ κι αχ, καημοί των ανθρώπων αγιάτρευτοι. (Ο εξάγγελος βγαίνει από το παλάτι.)
|
|
|