|
ΕΥΡΥΔΙΚΗ |
|
|
|
Ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόμην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
|
|
|
ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος.
Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ᾽ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι᾽ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνομαι
δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι.
|
1185 |
|
Ἀλλ᾽ ὅστις ἦν ὁ μῦθος αὖθις εἴπατε·
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ᾽ ἀκούσομαι.
|
1190 |
ΑΓ. |
Ἐγώ, φίλη δέσποινα, καὶ παρὼν ἐρῶ,
κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος·
τί γάρ σε μαλθάσσοιμ᾽ ἂν ὧν ἐς ὕστερον
|
|
|
ψεῦσται φανούμεθ᾽; ὀρθὸν ἁλήθει᾽ ἀεί.
Ἐγὼ δὲ σῷ ποδαγὸς ἑσπόμην πόσει
πεδίον ἐπ᾽ ἄκρον, ἔνθ᾽ ἔκειτο νηλεὲς
κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους ἔτι·
καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντες ἐνοδίαν θεὸν
|
1195 |
|
Πλούτωνά τ᾽ ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεθεῖν,
λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν
θαλλοῖς ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄθομεν,
καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς
χώσαντες αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης
|
1200 |
|
νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν.
Φωνῆς δ᾽ ἄπωθεν ὀρθίων κωκυμάτων
κλύει τις ἀκτέριστον ἀμφὶ παστάδα,
|
1205 |
|
καὶ δεσπότῃ Κρέοντι σημαίνει μολών·
τῷ δ᾽ ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς |
|
|
ἕρποντι μᾶλλον ἆσσον, οἰμώξας δ᾽ ἔπος
ἵησι δυσθρήνητον· Ὢ τάλας ἐγώ,
ἆρ᾽ εἰμὶ μάντις; ἆρα δυστυχεστάτην
κέλευθον ἕρπω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν;
παιδός με σαίνει φθόγγος. Ἀλλά, πρόσπολοι, |
1210 |
|
ἴτ᾽ ἆσσον ὠκεῖς, καὶ παραστάντες τάφῳ
ἀθρήσαθ᾽, ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ
δύντες πρὸς αὐτὸ στόμιον, εἰ τὸν Αἵμονος
φθόγγον συνίημ᾽, ἢ θεοῖσι κλέπτομαι.
Τάδ᾽ ἐξ ἀθύμου δεσπότου κελευσμάτων |
1215 |
|
ἠθροῦμεν· ἐν δὲ λοισθίῳ τυμβεύματι
τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν,
βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην,
τὸν δ᾽ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον,
εὐνῆς ἀποιμώζοντα τῆς κάτω φθορὰν |
1220 |
|
καὶ πατρὸς ἔργα καὶ τὸ δύστηνον λέχος.
Ὁ δ᾽ ὡς ὁρᾷ σφε, στυγνὸν οἰμώξας ἔσω
χωρεῖ πρὸς αὐτὸν κἀνακωκύσας καλεῖ·
Ὦ τλῆμον, οἷον ἔργον εἴργασαι· τίνα
νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συμφορᾶς διεφθάρης; |
1225 |
|
Ἔξελθε, τέκνον, ἱκέσιός σε λίσσομαι.
Τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς,
πτύσας προσώπῳ κοὐδὲν ἀντειπών, ξίφους
ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας, ἐκ δ᾽ ὁρμωμένου
πατρὸς φυγαῖσιν ἤμπλακ᾽· εἶθ᾽ ὁ δύσμορος |
1230 |
|
αὑτῷ χολωθείς, ὥσπερ εἶχ᾽, ἐπενταθεὶς
ἤρεισε πλευραῖς μέσσον ἔγχος, ἐς δ᾽ ὑγρὸν
ἀγκῶν᾽ ἔτ᾽ ἔμφρων παρθένῳ προσπτύσσεται· |
1235 |
|
καὶ φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοὴν
λευκῇ παρειᾷ φοινίου σταλάγματος. |
|
ΧΟ. |
Κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ, τὰ νυμφικὰ
τέλη λαχὼν δείλαιος εἰν Ἅιδου δόμοις,
δείξας ἐν ἀνθρώποισι τὴν ἀβουλίαν
ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν.
Τί τοῦτ᾽ ἂν εἰκάσειας; ἡ γυνὴ πάλιν |
1240 |
|
φρούδη, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον. |
1245 |
ΑΓ. |
Καὐτὸς τεθάμβηκ᾽· ἐλπίσιν δὲ βόσκομαι
ἄχη τέκνου κλύουσαν ἐς πόλιν γόου
οὐκ ἀξιώσειν, ἀλλ᾽ ὑπὸ στέγης ἔσω
δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν. |
|
|
Γνώμης γὰρ οὐκ ἄπειρος, ὥσθ᾽ ἁμαρτάνειν. |
1250 |
ΧΟ. |
Οὐκ οἶδ᾽· ἐμοὶ δ᾽ οὖν ἥ τ᾽ ἄγαν σιγὴ βαρὺ
δοκεῖ προσεῖναι χἠ μάτην πολλὴ βοή. |
|
ΑΓ. |
Ἀλλ᾽ εἰσόμεσθα μή τι καὶ κατάσχετον
κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ, |
|
|
δόμους παραστείχοντες· εὖ γὰρ οὖν λέγεις· |
1255 |
|
καὶ τῆς ἄγαν γάρ ἐστί που σιγῆς βάρος. |
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
|
ΕΥΡΥΔΙΚΗ |
|
|
|
|
Συμπολίτες, πήρε τ' αυτί μου τα λόγια σας,
περνώντας την αυλόθυρα, καθώς κινούσα
να πάω στην Παλλάδα τη θεά να προσκυνήσω.
Στην τύχη, τη στιγμή που ξέσφιγγα της θύρας
την αμπάρα για ν' ανοίξει, βουίζει στ' αυτιά μου
του σπιτιού συμφορά λιγώθηκα και γέρνοντας
στην αγκαλιά των γυναικών χάνω τον κόσμο.
Ό,τι και να 'ναι το κακό, πέστε το πάλι
αμάθητη στις συμφορές δεν είμαι και θ' ακούσω.
|
1190 |
ΑΓ. |
Εγώ, καλή κυρά μου, που το 'δα, θα σ' το πω,
κι απ' την αλήθεια τίποτα δεν κρύβω.
Γιατί να μαλακώσω τον πόνο σου, κι ύστερα
ψεύτης να φανώ; Αλήθεια πάντα το σωστό.
Εγώ τον άντρα σου τον πήρα το κατόπι, σκιά του,
ως το ψήλωμα του κάμπου, όπου ακόμη κείτονταν
του Πολυνείκη το φριχτό κορμί κομμάτια.
Δέηση κάναμε στον Πλούτωνα και στην Εκάτη,
να σπλαχνιστούν και να καταλαγιάσουν την οργή τους.
Με καθαρό νερό τον πεθαμένο λούσαμε,
σε νιόκοπα κλαριά κάψαμε ό,τι απόμεινε
και στήσαμε ψηλό σωρό με χώμα της πατρίδας.
Ύστερα ξεκινήσαμε για τη λιθόστρωτη
τη νυφική σπηλιά του Χάρου και της κόρης.
Ακούει τότε μακριά κάποιος φωνές σπαραχτικές
και θρήνους προς τη μεριά της ατραγούδιστης νυφούλας
|
1200 |
|
και στον αφέντη τρέχει να το πει, τον Κρέοντα.
Αυτός, τα πόδια σέρνοντας βαριά, κοντοζυγώνει.
Του δέρνει τότε τ' αυτιά βαρύς βόγκος κι αλάλητος
στενάζει κι αφήνει θρηνολόγημα : «Ο δύσμοιρος
μην είμαι μάντης; απ' όσους δρόμους πέρασα,
μην πήρα τώρα την πικρότερη τη στράτα;
Η φοινή του παιδιού μου μου γνέφει δούλοι, τρέξτε,
γρήγορα, φτάστε στον τάφο κοντά και μπείτε μέσα
στο στόμα της σπηλιάς απ' τον αρμό της γκρεμισμένης
ξερολιθιάς κοιτάξτε: του Αίμονά μου
τη φωνή γρικώ, ή μήπως οι θεοί με πλανεύουν;»
Στις προσταγές του πικραμένου μας αφέντη
κοιτάμε και τι βλέπουμε; στο βάθος της σπηλιάς
εκείνη κρεμασμένη και γύρω στο λαιμό
θηλιά πλεγμένη με το στημόνι της ποδιάς
κι αυτόν πεσμένο πάνω της στη μέση να τη σφίγγει,
να σκούζει για το ταίρι του που χάθηκε στον Άδη,
για του γονιού τα έργα και τον άτυχο γάμο του.
Μόλις τον βλέπει ο Κρέοντας, βαθιά σπαράζει,
προχωρεί κοντά του και φωνάζει θρηνώντας:
«Τι έκανες, δύστυχε; τι έβαλες στο νου σου;
ποια συμφορά σε ρήμαξε; στα γόνατα,
στα γόνατα παρακαλώ, παιδάκι μου βγες έξω.»
Μα το παιδί, ρίχνοντας άγριες ματιές
τον έφτυσε στο πρόσωπο και δίχως λέξη να του πει
απ' το θηκάρι του τραβά το δίστομο μαχαίρι
ορμώντας ο πατέρας έξω, γλίτωσε· αστόχησε.
Θυμώνει με την τύχη του ο δόλιος, κι όπως ήταν
τέντωσε πίσω το κορμί και μπήγει το μαχαίρι
μέχρι τη μέση στα πλευρά και μισοπνοϊσμένος
με μαραμένα χέρια την κόρη σφιχταγκάλιασε.
|
1210
1220
1230 |
|
Αγκομαχάει και ξετινάζει βρύση κόκκινες
σταλαγματιές στα μάγουλά της τα λευκά το αίμα.
Νεκρός παρέκει στη νεκρή· στου Χάρου το παλάτι
χαρές ο δόλιος γιόρτασε του γάμου: παράδειγμα,
πως η αστοχασιά το πιο τρανό κακό στον κόσμο.
|
1240 |
|
(Η Ευρυδίκη μπαίνει σιωπηλή στο παλάτι.) |
|
ΧΟ. |
Πώς το ξηγάς αυτό; η κυρά μας έφυγε πάλι,
προτού να πει μια λέξη, καλή κακή.
|
|
ΑΓ. |
Τα 'χω κι εγώ χαμένα· ελπίζω πως ακούγοντας
του γιου τη συμφορά, δεν καταδέχτηκε να κλάψει
μπρος στον κόσμο· θα βάλει τις γυναίκες στην αυλή
να σύρουν μοιρολόι για το πένθος του σπιτιού.
Αστόχαστη δεν είναι και δε θα κριματίσει.
|
1250 |
ΧΟ. |
Δεν ξέρω· ασήκωτη, θαρρώ, κι η σιωπή,
καθώς ανώφελος κι ο μέγας θρήνος.
|
|
ΑΓ. |
Θα μάθουμε μπαίνοντας μέσα
μήπως κρυφό μυστικό στη βαριά
την ψυχή της κλειδώνει· καλά το λες,
και της μεγάλης σιωπής ασήκωτο το βάρος. |
|
|