|
ΑΓΓΕΛΟΣ |
|
|
|
|
Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιμ᾽ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ·
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
|
1155 |
|
καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
|
1160 |
|
καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. Τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
Πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλει, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ᾽ ἔχων, ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
|
1165 |
|
τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
|
1170 |
ΧΟ. |
Τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων; |
|
ΑΓ. |
Τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
|
|
ΧΟ.
|
Καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείμενος; λέγε.
|
|
ΑΓ.
|
Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱμάσσεται.
|
1175 |
ΧΟ.
|
Πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
|
|
ΑΓ.
|
Αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.
|
|
ΧΟ. |
Ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας. |
|
ΑΓ. |
Ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα. |
|
ΧΟ. |
Καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ πάρα.
|
1180 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
|
ΑΓΓΕΛΟΣ |
|
|
|
|
Του Κάδμου γείτονες και των σπιτιών του Αμφίονα,
όσο κρατιέται στη ζωή, κανέναν άνθρωπο
ποτέ δε θα δοξάσω και ποτέ δε θα δικάσω.
Η τύχη στεριώνει τον τυχερό,
η τύχη σωριάζει τον άτυχο πάντα
κανείς δε μαντεύει των θνητών τα γραμμένα.
Ήταν, θαρρώ, ζηλευτός ως τα τώρα κι ο Κρέοντας
απ' τους εχθρούς της γλίτωσε τη γη του Κάδμου,
απόλυτος μονάρχης τη χώρα κυβέρνησε,
έσπειρε καλά παιδιά και θέριζε καρπούς
όλα τώρα σωριάστηκαν κάτω
όταν σκοτώσει τη χαρά του ο άνθρωπος,
δεν τον έχω να ζει, για ζωντανό νεκρό τον έχω.
Σόδιαζε πλούτη σωρό στο κατώι,
και, αν λαχταράς, ζήσε βασιλικά,
αν η χαρά σου πέταξε, δε σου χαράμιζα
ούτε καπνού σκιά, μπρος στη χαρά, να τ' αγοράσω. |
1160
1170 |
ΧΟ. |
Ποια πάλι δεινά στους βασιλιάδες φέρνεις; |
|
ΑΓ. |
Είναι νεκροί και φταίν' οι ζωντανοί για τη θανή τους. |
|
ΧΟ. |
Μίλα ποιος ο φονιάς και ποιος ο σκοτωμένος; |
|
ΑΓ. |
Ο Αίμονας χάθηκε με το χέρι σφάχτηκε. |
|
ΧΟ. |
Με του πατέρα ή με το δικό του; |
|
ΑΓ. |
Μόνος του για του πατέρα φρένιασε το φόνο. |
|
ΧΟ. |
Ω μάντη, αλήθεψαν τα λόγια σου. |
|
ΑΓ. |
Έτσι μ' αυτά για τ' άλλα τώρα να σκεφτούμε. |
|
|
(Ο αγγελιαφόρος ετοιμάζεται να φύγει. Τη στιγμή αυτή έρχεται από το παλάτι η Ευρυδίκη.) |
|
ΧΟ. |
Μα να, τη δύστυχη βλέπω κοντά μας Ευρυδίκη,
τη γυναίκα του Κρέοντα απ' το παλάτι βγαίνει,
είτε για το παιδί της άκουσε είτε στην τύχη.
|
1180 |
|