Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Ε΄ Στάσιμο: στ. 1115-1153 Έξοδος: Β΄ Σκηνή: στ. 1183-1256 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΑΓΓΕΛΟΣ
     
  Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιμ᾽ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ·
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
1155
  καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
1160
  καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. Τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
Πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλει, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ᾽ ἔχων, ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
1165
  τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
1170
ΧΟ. Τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;  
ΑΓ. Τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.  
ΧΟ. Καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείμενος; λέγε.  
ΑΓ. Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱμάσσεται. 1175
ΧΟ. Πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰκείας χερός;  
ΑΓ. Αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.  
ΧΟ. Ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας.  
ΑΓ. Ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα.  
ΧΟ. Καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ πάρα.
1180

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
     
  Του Κάδμου γείτονες και των σπιτιών του Αμφίονα,
όσο κρατιέται στη ζωή, κανέναν άνθρωπο
ποτέ δε θα δοξάσω και ποτέ δε θα δικάσω.
Η τύχη στεριώνει τον τυχερό,
η τύχη σωριάζει τον άτυχο πάντα
κανείς δε μαντεύει των θνητών τα γραμμένα.
Ήταν, θαρρώ, ζηλευτός ως τα τώρα κι ο Κρέοντας
απ' τους εχθρούς της γλίτωσε τη γη του Κάδμου,
απόλυτος μονάρχης τη χώρα κυβέρνησε,
έσπειρε καλά παιδιά και θέριζε καρπούς
όλα τώρα σωριάστηκαν κάτω
όταν σκοτώσει τη χαρά του ο άνθρωπος,
δεν τον έχω να ζει, για ζωντανό νεκρό τον έχω.
Σόδιαζε πλούτη σωρό στο κατώι,
και, αν λαχταράς, ζήσε βασιλικά,
αν η χαρά σου πέταξε, δε σου χαράμιζα
ούτε καπνού σκιά, μπρος στη χαρά, να τ' αγοράσω.






1160












1170
ΧΟ. Ποια πάλι δεινά στους βασιλιάδες φέρνεις;  
ΑΓ. Είναι νεκροί και φταίν' οι ζωντανοί για τη θανή τους.  
ΧΟ. Μίλα ποιος ο φονιάς και ποιος ο σκοτωμένος;  
ΑΓ. Ο Αίμονας χάθηκε με το χέρι σφάχτηκε.  
ΧΟ. Με του πατέρα ή με το δικό του;  
ΑΓ. Μόνος του για του πατέρα φρένιασε το φόνο.  
ΧΟ. Ω μάντη, αλήθεψαν τα λόγια σου.  
ΑΓ. Έτσι μ' αυτά για τ' άλλα τώρα να σκεφτούμε.  
  (Ο αγγελιαφόρος ετοιμάζεται να φύγει. Τη στιγμή αυτή
έρχεται από το παλάτι η Ευρυδίκη.)
 
ΧΟ. Μα να, τη δύστυχη βλέπω κοντά μας Ευρυδίκη,
τη γυναίκα του Κρέοντα απ' το παλάτι βγαίνει,
είτε για το παιδί της άκουσε είτε στην τύχη.
1180