Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Ε΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 1091-1114 Έξοδος: Α΄ Σκηνή: στ. 1155-1182 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

 

 

ΧΟ. Πολυώνυμε, Καδμείας ἄγαλμα νύμφας στροφή α΄
  καὶ Διὸς βαρυβρεμέτα
γένος, κλυτὰν ὃς ἀμφέπεις
Ἰταλίαν, μέδεις δὲ
 
  παγκοίνοις Ἐλευσινίας
Δῃοῦς ἐν κόλποις, ὦ Βακχεῦ,
Βακχᾶν ματρόπολιν Θήβαν
ναιετῶν παρ᾽ ὑγροῖς
Ἰσμηνοῦ ῥείθροις, ἀγρίου τ᾽
1120
  ἐπὶ σπορᾷ δράκοντος· 1125
     
  σὲ δ᾽ ὑπὲρ διλόφου πέτρας στέροψ ὄπωπε αντιστρ. α΄
  λιγνύς, ἔνθα Κωρύκιαι
στίχουσι νύμφαι Βακχίδες
 
  Κασταλίας τε νᾶμα.
Καί σε Νυσαίων ὀρέων
κισσήρεις ὄχθαι χλωρά τ᾽ ἀ-
κτὰ πολυστάφυλος πέμπει,
ἀμβρότων ἑπετᾶν
1130
  εὐαζόντων Θηβαΐας
ἐπισκοποῦντ᾽ ἀγυιάς·
1135
     
  τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς στροφή β΄
  ὑπερτάταν πόλεων
ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ·
καὶ νῦν, ὡς βιαίας ἔχεται
1140
  πάνδαμος πόλις ἐπὶ νόσου,
μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασίαν
ὑπὲρ κλιτύν, ἢ στονόεντα πορθμόν.
1145
     
  Ἰὼ πῦρ πνειόντων
χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
αντιστρ. β΄
  φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
παῖ Διὸςν γένεθλον, προφάνηθ᾽,
 
  ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίαισιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι
χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον.
1150

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΧΟ. Πολυσήμαντε, χαρά των ομματιών
της νύφης απ' τη Θήβα, σπορά του Δία
που βροντά κι αστράφτει· την ξακουστή
που σκέπεις Ιταλία· που βασιλεύεις
στους αγρούς της Ελευσίνας, στα πανηγύρια
της Δηώς, Βάκχε,
που κατοικείς στη Θήβα, τη μάνα πόλη
των Βακχών, κοντά στο ρέμα του Ισμηνού,
εκεί κοντά που σπάρθηκαν
του Δράκου τ' άγρια δόντια.






1120
     
  Της δάδας ο λαμπρός καπνός
στο βράχο με τις δυο κορφές σ' αντίκρισε·
εκεί που σεργιανούν βακχεύοντας οι νύμφες οι Κωρύκιες·
εκεί που ρέει το νερό της Κασταλίας κρήνης.
Από της Νύσας τα βουνά μαζί σου κατηφόρισαν
οι λόφοι του κισσού, τα περιγιάλια τα χλωρά
με τα πολλά σταφύλια και πάνε συντροφιά σου,
όταν στης Θήβας τα σοκάκια τριγυρνάς
κι όταν τραγούδια θεϊκά
λαλούν οι γλεντοκόποι.




1130
     
  Απ' όλες πιο πολύ
την αγαπάς την πόλη σου
και τη μητέρα σου την αστραποκαμένη.
Τώρα που ξαφνικός λοιμός μέσα στην πόλη
σέρνεται, ροβόλα τις πλαγιές του Παρνασσού
ή τα στενά περάσματα του πόντου που βουίζουν
κι έλα με το καλό ποδαρικό να μας γιατρέψεις.




1140
     
  Χορευταρά, στων αστεριών
το πυρωμένο χοροστάσι, και χαροκόπε
στα νυχτερινά παραμιλήματα,
βλαστάρι του Διός παιδί, πρόβαλε,
βασιλιά μου, με τις Θυιάδες τις συντρόφισσες,
που ξενυχτούν αλλοπαρμένες στο χορό
για σένα, τον αφέντη τους, το Βάκχο.
(Μπαίνει ένας αγγελιαφόρος.)






1150