ΧΟ. |
Πολυώνυμε, Καδμείας ἄγαλμα νύμφας |
στροφή α΄ |
|
καὶ Διὸς βαρυβρεμέτα
γένος, κλυτὰν ὃς ἀμφέπεις
Ἰταλίαν, μέδεις δὲ
|
|
|
παγκοίνοις Ἐλευσινίας
Δῃοῦς ἐν κόλποις, ὦ Βακχεῦ,
Βακχᾶν ματρόπολιν Θήβαν
ναιετῶν παρ᾽ ὑγροῖς
Ἰσμηνοῦ ῥείθροις, ἀγρίου τ᾽
|
1120 |
|
ἐπὶ σπορᾷ δράκοντος·
|
1125 |
|
|
|
|
σὲ δ᾽ ὑπὲρ διλόφου πέτρας στέροψ ὄπωπε
|
αντιστρ. α΄
|
|
λιγνύς, ἔνθα Κωρύκιαι
στίχουσι νύμφαι Βακχίδες |
|
|
Κασταλίας τε νᾶμα.
Καί σε Νυσαίων ὀρέων
κισσήρεις ὄχθαι χλωρά τ᾽ ἀ-
κτὰ πολυστάφυλος πέμπει,
ἀμβρότων ἑπετᾶν
|
1130 |
|
εὐαζόντων Θηβαΐας
ἐπισκοποῦντ᾽ ἀγυιάς·
|
1135 |
|
|
|
|
τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς
|
στροφή β΄
|
|
ὑπερτάταν πόλεων
ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ·
καὶ νῦν, ὡς βιαίας ἔχεται
|
1140 |
|
πάνδαμος πόλις ἐπὶ νόσου,
μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασίαν
ὑπὲρ κλιτύν, ἢ στονόεντα πορθμόν.
|
1145 |
|
|
|
|
Ἰὼ πῦρ πνειόντων
χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
|
αντιστρ. β΄ |
|
φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
παῖ Διὸςν γένεθλον, προφάνηθ᾽,
|
|
|
ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίαισιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι
χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον.
|
1150 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΟ. |
Πολυσήμαντε, χαρά των ομματιών
της νύφης απ' τη Θήβα, σπορά του Δία
που βροντά κι αστράφτει· την ξακουστή
που σκέπεις Ιταλία· που βασιλεύεις
στους αγρούς της Ελευσίνας, στα πανηγύρια
της Δηώς, Βάκχε,
που κατοικείς στη Θήβα, τη μάνα πόλη
των Βακχών, κοντά στο ρέμα του Ισμηνού,
εκεί κοντά που σπάρθηκαν
του Δράκου τ' άγρια δόντια.
|
1120 |
|
|
|
|
Της δάδας ο λαμπρός καπνός
στο βράχο με τις δυο κορφές σ' αντίκρισε·
εκεί που σεργιανούν βακχεύοντας οι νύμφες οι Κωρύκιες·
εκεί που ρέει το νερό της Κασταλίας κρήνης.
Από της Νύσας τα βουνά μαζί σου κατηφόρισαν
οι λόφοι του κισσού, τα περιγιάλια τα χλωρά
με τα πολλά σταφύλια και πάνε συντροφιά σου,
όταν στης Θήβας τα σοκάκια τριγυρνάς
κι όταν τραγούδια θεϊκά
λαλούν οι γλεντοκόποι.
|
1130 |
|
|
|
|
Απ' όλες πιο πολύ
την αγαπάς την πόλη σου
και τη μητέρα σου την αστραποκαμένη.
Τώρα που ξαφνικός λοιμός μέσα στην πόλη
σέρνεται, ροβόλα τις πλαγιές του Παρνασσού
ή τα στενά περάσματα του πόντου που βουίζουν
κι έλα με το καλό ποδαρικό να μας γιατρέψεις.
|
1140 |
|
|
|
|
Χορευταρά, στων αστεριών
το πυρωμένο χοροστάσι, και χαροκόπε
στα νυχτερινά παραμιλήματα,
βλαστάρι του Διός παιδί, πρόβαλε,
βασιλιά μου, με τις Θυιάδες τις συντρόφισσες,
που ξενυχτούν αλλοπαρμένες στο χορό
για σένα, τον αφέντη τους, το Βάκχο. (Μπαίνει ένας αγγελιαφόρος.)
|
1150 |
|