|
θεσπίζω |
μαντεύω, προφητεύω |
|
ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ' ἐκ |
αφότου έγιναν άσπρα τα μαλλιά που σκεπάζουν το κεφάλι |
|
μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα |
μου ενώ κάποτε ήταν μαύρα, δηλ. από τον καιρό που γέρασα |
|
μὴ λακεῖν (αόρ. β΄ του λάσκω) |
ότι δεν είπε |
|
τὸ εἰκαθεῖν (αόρ. β΄ του εἴκω) |
το να υποχωρήσω |
|
πατάξαι θυμὸν ἄτῃ |
να χτυπήσω την ψυχή μου με συμφορά |
|
ἐν δεινῷ πάρα (= πάρεστιν) |
υπάρχει κίνδυνος, φόβος |
1100 |
κατῶρυξ στέγη |
στεγασμένο όρυγμα, υπόγειο δωμάτιο |
|
ἄνες (ἀνίημι) |
άφησε να βγει, άφησε ελεύθερη |
|
προκείμενος |
εκτεθειμένος, έκθετος (νεκρός) |
|
ἐπαινῶ |
επιδοκιμάζω, συμβουλεύω |
|
συντέμνουσι (ενν. τὴν ὁδὸν) |
συντομεύουν τον δρόμο, προφταίνουν |
|
κακόφρονες |
αντί: κακῶς φρονοῦντες = ξεροκέφαλοι |
|
ποδώκεις |
ταχύποδες, γοργοπόδαρες |
|
μόλις καρδίας ἐξίσταμαι |
με δυσκολία εγκαταλείπω την απόφασή μου |
|
ἀνάγκῃ δ' οὐχὶ δυσμαχητέον |
αλλά δεν πρέπει να μάχεται κανείς με την ανάγκη |
|
μηδ' ἐπ' ἄλλοισιν τρέπε |
αντί: μηδ' ἐπίτρεπε (= αφήνεις) ἄλλοισιν (ενν. δρᾶν)
|
|
στείχοιμ' ἄν (το ἄν εκφράζει απόφαση) |
πηγαίνω, θα πάω |
|
ἴτ' ἴτ' ὀπάονες |
εμπρός, εμπρός, ακόλουθοι |
|
οἵ τ' ὄντες οἵ τ' ἀπόντες |
παρόντες και απόντες (όλοι ανεξαιρέτως) |
|
ἐπόψιος τόπος |
τόπος ψηλός, ολοφάνερος |
1110 |
δόξα ἐπεστράφη τῇδ'(ε) |
η γνώμη έκλινε προς τα εδώ, άλλαξα την απόφασή μου |
|
παρὼν ἐκλύσομαι |
αυτοπροσώπως (δηλ. ο ίδιος) θα την ελευθερώσω |
|
οἱ καθεστῶτες νόμοι (= ὅ,τι καὶ τὰ θεῶν νόμιμα) |
οι νόμοι που ισχύουν από παλιά |
|
τελῶ τὸν βίον |
περνώ τη ζωή μου |