Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Δ΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 883-943 Ε΄ Επεισόδιο: Α΄ Σκηνή: στ. 988-1090 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΧΟ. Ἔτλα καὶ Δανάας οὐράνιον φῶς στροφή α΄
  ἀλλάξαι δέμας ἐν χαλκοδέτοις
αὐλαῖς· κρυπτομένα δ᾽ ἐν
τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη·
καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος, ὦ παῖ, παῖ,
καὶ Ζηνὸς ταμιεύε-
945
  σκε γονὰς χρυσορύτους.
Ἀλλ᾽ ἁ μοιριδία τις
δύνασις δεινά·
οὔτ᾽ ἄν νιν ὄλβος οὔτ᾽ Ἄρης,
οὐ πύργος, οὐχ ἁλίκτυποι
κελαιναὶ νᾶες ἐκφύγοιεν.
950
  Ζεύχθη δ᾽ ὀξύχολος παῖς ὁ Δρύαντος, αντιστρ. α΄
  Ἠδωνῶν βασιλεύς, κερτομίοις
ὀργαῖς ἐκ Διονύσου
πετρώδει κατάφαρκτος ἐν δεσμῷ.
Οὕτω τᾶς μανίας δει-
νὸν ἀποστάζει
956
  ἀνθηρόν τε μένος. Κεῖ-
νος ἐπέγνω μανίαις
ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερ-
τομίοις γλώσσαις.
Παύεσκε μὲν γὰρ ἐνθέους
γυναῖκας εὔιόν τε πῦρ,
960
  φιλαύλους τ᾽ ἠρέθιζε Μούσας. 965
     
  Παρὰ δὲ κυανέων σπιλάδοιν διδύμας ἁλὸς στροφή β΄
  ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ᾽ ὁ Θρῃκῶν ‹ἠιὼν›  
  Σαλμυδησσός, ἵν᾽ ἀγχίπολις Ἄρης 970
  δισσοῖσι Φινείδαις
εἶδεν ἀρατὸν ἕλκος
τυφλωθὲν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος
ἀλαὸν ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις
 
  ἀραχθέντων ὑφ᾽ αἱματηραῖς
χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκμαῖσιν.
975
     
  Κατὰ δὲ τακόμενοι μέλεοι μελέαν πάθαν αντιστρ. β΄
  κλαῖον, ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν· 980
  ἁ δὲ σπέρμα μὲν ἀρχαιογόνων
ἄντασ᾽ Ἐρεχθεϊδᾶν,
τηλεπόροις δ᾽ ἐν ἄντροις
τράφη θυέλλῃσιν ἐν πατρῴαις
 
  Βορεὰς ἅμιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου
θεῶν παῖς· ἀλλὰ κἀπ᾽ ἐκείνᾳ
Μοῖραι μακραίωνες ἔσχον, ὦ παῖ.
985

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΧΟ. Συνέβη κι η Δανάη ζωντανή
ν' αλλάξει το ουράνιο φως με το σκοτάδι
σε δώμα μέσα μπρούτζινο.
Κρυβόταν αλυσόδετη μες σε κιβούρι·
κι ήταν από καλή γενιά,
παιδάκι μου,
και του Διός θησαύριζε, χρυσή βροχή,
το σπέρμα στην κοιλιά της.
Μα είναι δύναμη δεινή
η δύναμη της μοίρας.
Πλούτη, πολέμοι, πύργοι,
καράβια μαύρα θαλασσόδαρτα
να της ξεφύγουν δεν μπορούν.







950
  Δέθηκε κι ο αψύς, ο γιος του Δρύαντα,
ο βασιλιάς των Ηδωνών, για τη βαριά του χλεύη·
ο Διόνυσος τον έχτισε
μέσα σε πέτρινο κελί φραγμένο·
κι απ' τη μανία στραγγίζει
της λύσσας λάβρα φριχτή.
Στερνή του γνώση, τρέλα του
να θέλει το θεό να μαγαρίσει
με γλώσσα χλευασμού,
αφού τις μανικές ξεθύμαινε γυναίκες,
ξεθύμαινε τους πυρωμένους βακχικούς δαυλούς
και ξάφνιαζε τις Μούσες
που τις φλογέρες χαίρονται.






960
     
  Κοντά στη μαύρη θάλασσα που σμίγουν δυο πελάγη
είναι οι ακτές του Βόσπορου κι ο Θρακικός Σαλμυδησσός·
εκεί ο πολιούχος Άρης
αντίκρισε φριχτή πληγή
στις κόγχες τις τυφλές των ομματιών,
όταν με λύσσα κι ανελέητα
η άγρια μητριά
με χέρια ματωμένα και σαΐτες σουβλερές
από τους δυο Φινείδες τα ξερίζωσε.
Λιώναν οι μαύροι κι έκλαιγαν τη μαύρη τους τη μοίρα,
φύτρες μητέρας κακορίζικης·
σπέρμα παλιάς γενιάς κι αυτή,
από τους Ερεχθείδες,
μεγάλωσε στις μακρινές σπηλιές
σαν πουλαράκι πιλαλώντας στις μαδάρες
τις γονικές σκίζοντας θύελλες
η κόρη του Βοριά, θεών παιδί.
Μοίρες αγέραστες τη σύντριψαν, παιδί μου.


970










980