|
ΧΟ. | Συνέβη κι η Δανάη ζωντανή ν' αλλάξει το ουράνιο φως με το σκοτάδι σε δώμα μέσα μπρούτζινο. Κρυβόταν αλυσόδετη μες σε κιβούρι· κι ήταν από καλή γενιά, παιδάκι μου, και του Διός θησαύριζε, χρυσή βροχή, το σπέρμα στην κοιλιά της. Μα είναι δύναμη δεινή η δύναμη της μοίρας. Πλούτη, πολέμοι, πύργοι, καράβια μαύρα θαλασσόδαρτα να της ξεφύγουν δεν μπορούν. |
950 |
Δέθηκε κι ο αψύς, ο γιος του Δρύαντα, ο βασιλιάς των Ηδωνών, για τη βαριά του χλεύη· ο Διόνυσος τον έχτισε μέσα σε πέτρινο κελί φραγμένο· κι απ' τη μανία στραγγίζει της λύσσας λάβρα φριχτή. Στερνή του γνώση, τρέλα του να θέλει το θεό να μαγαρίσει με γλώσσα χλευασμού, αφού τις μανικές ξεθύμαινε γυναίκες, ξεθύμαινε τους πυρωμένους βακχικούς δαυλούς και ξάφνιαζε τις Μούσες που τις φλογέρες χαίρονται. |
960 |
|
Κοντά στη μαύρη θάλασσα που σμίγουν δυο πελάγη είναι οι ακτές του Βόσπορου κι ο Θρακικός Σαλμυδησσός· εκεί ο πολιούχος Άρης αντίκρισε φριχτή πληγή στις κόγχες τις τυφλές των ομματιών, όταν με λύσσα κι ανελέητα η άγρια μητριά με χέρια ματωμένα και σαΐτες σουβλερές από τους δυο Φινείδες τα ξερίζωσε. Λιώναν οι μαύροι κι έκλαιγαν τη μαύρη τους τη μοίρα, φύτρες μητέρας κακορίζικης· σπέρμα παλιάς γενιάς κι αυτή, από τους Ερεχθείδες, μεγάλωσε στις μακρινές σπηλιές σαν πουλαράκι πιλαλώντας στις μαδάρες τις γονικές σκίζοντας θύελλες η κόρη του Βοριά, θεών παιδί. Μοίρες αγέραστες τη σύντριψαν, παιδί μου. |
970 980 |