Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Γ΄ Στάσιμο: στ. 781-800 Δ΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 883-943 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΧΟ. Νῦν δ᾽ ἤδη ᾽γὼ καὐτὸς θεσμῶν  
  ἔξω φέρομαι τάδ᾽ ὁρῶν, ἴσχειν δ᾽  
  οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων,  
  τὸν παγκοίτην ὅθ᾽ ὁρῶ θάλαμον  
  τήνδ᾽ Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν. 805
     
ΑΝ. Ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽, ὦ γᾶς πατρίας πολῖται, στροφή α΄
  τὰν νεάταν ὁδὸν  
  στείχουσαν, νέατον δὲ φέγ-  
  γος λεύσσουσαν ἀελίου,  
  κοὔποτ᾽ αὖθις, ἀλλά μ᾽ ὁ παγ- 810
  κοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν, οὔθ᾽ ὑμεναίων
ἔγκληρον, οὔτ᾽ ἐπὶ νυμ-
 
  φείοις πώ μέ τις ὕμνος ὕ- 815
  μνησεν, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω.  
     
ΧΟ. Οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ᾽
ἐς τόδ᾽ ἀπέρχῃ κεῦθος νεκύων,
οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις
 
  οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσ᾽, 820
  ἀλλ᾽ αὐτόνομος ζῶσα μόνη δὴ
θνητῶν Ἀίδην καταβήσῃ.
 
     
ΑΝ. Ἤκουσα δὴ λυγροτάταν ὀλέσθαι αντιστρ. α΄
  τὰν Φρυγίαν ξέναν  
  Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄ- 825
  κρῳ, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς
πετραία βλάστα δάμασεν,
καί νιν ὄμβρῳ τακομέναν,
ὡς φάτις ἀνδρῶν,
 
  χιών τ᾽ οὐδαμὰ λείπει,
τέγγει θ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύσι παγ-
κλαύτοις δειράδας· ᾇ με δαί-
μων ὁμοιοτάταν κατευνάζει.
830
     
ΧΟ. Ἀλλὰ θεός τοι καὶ θεογεννής,  
  ἡμεῖς δὲ βροτοὶ καὶ θνητογενεῖς.
Καίτοι φθιμένῃ μέγα κἀκοῦσαι
τοῖς ἰσοθέοις σύγκληρα λαχεῖν
ζῶσαν καὶ ἔπειτα θανοῦσαν.
835
ΑΝ. Οἴμοι γελῶμαι. Τί με, πρὸς στροφή β΄
  θεῶν πατρῴων,
οὐκ οὐλομέναν ὑβρίζεις,
ἀλλ᾽ ἐπίφαντον;
Ὦ πόλις, ὦ πόλεως
πολυκτήμονες ἄνδρες·
ἰὼ Διρκαῖαι κρῆ-
840
  ναι Θήβας τ᾽ εὐαρμάτου ἄλ- 845
  σος, ἔμπας ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι,
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις
πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-
χομαι τάφου ποταινίου·
 
  ἰὼ δύστανος, βροτοῖς
οὔτε ‹νεκρὸς› νεκροῖσιν
μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.
850
   
ΧΟ. Προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς Δίκας βάθρον
 
  πολὺ προσέπεσας, ὦ τέκνον.
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.
855
     
ΑΝ. Ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας αντιστρ. β΄
  ἐμοὶ μερίμνας,
πατρὸς τριπόλιστον οἶτον,
τοῦ τε πρόπαντος
 
  ἁμετέρου πότμου
κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν.
Ἰὼ ματρῷαι λέ-
κτρων ἆται κοιμήματά τ᾽ αὐ-
860
  τογέννητ᾽ ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου ματρός,
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαμος, ἅδ᾽
ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι.
865
  Ἰὼ δυσπότμων κασί-
  γνητε γάμων κυρήσας, 870
  θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές με.
   
ΧΟ. Σέβειν μὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽, ὅτῳ κράτος μέλει,
παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει,
  σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά. 875
   
ΑΝ. Ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναιος επωδός
ταλαίφρων ἄγομαι
τάν ἑτοίμαν ὁδόν·
οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν
ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ·
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.
880

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
  Τώρα κι εγώ τις αρχές μου προδίνω
ετούτα βλέποντας κι ούτε δύναμαι
τις πηγές των δακρύων να φράξω,
σα θωρώ την Αντιγόνη να πορεύεται
στων ανθρώπων το κοινό κοιμητήρι.
 
     
ΑΝ. Ω πολίτες της πατρικής μου χώρας,
ιδού πορεύομαι τη στράτα τη στερνή,
το φέγγος το στερνό του ήλιου βλέπω,
κι άλλη φορά ποτέ· ο Άδης,





810
  ο ύπνος του παντός,
στου Χάρου ζωντανή
με πάει τ' ακρογιάλι.
Νυφούλα δε στολίστηκα
κι ούτε ποτέ νυφιάτικο τραγούδησαν
στη θύρα μου τραγούδι·
νύφη στο Χάρο δίπλα θα σταθώ.
 
     
ΧΟ. Ξακουστή και παινεμένη πορεύεσαι
στων πεθαμένων το λημέρι·
δε σε γονάτισε κακό χτικιό
ούτε κι από το στόμα πέρασες μαχαίρας.
Νόμο δικό σου χάραξες, η μοναχή θνητή
που ζωντανή θα κατεβείς στον Άδη.




820
     
ΑΝ. Άκουσα πώς χάθηκε πικρότατα
η βάρβαρη ξένη, του Τάνταλου παιδί,
στην κορυφή του Σίπυλου·
σαν το κισσό σφιχτός φύτρωσε
βράχος γύρω της και πέτρωσε·
τη λιώνουν οι βροχές,
που λέει κι ο μύθος,
κι ουδέ τα χιόνια λείψανε ποτέ
κι από τα φρύδια στάζει στο λαιμό
το δάκρυ καθώς κλαίει·
όμοια μ' αυτή κάποιος θεός σε νάρκη με βυθίζει.








830
     
ΧΟ. Ήταν όμως θεά, θεών παιδί,
κι εμείς θνητοί, παιδιά θνητών.
Μεγάλο πράγμα ν' ακουστείς, όταν χαθείς,
πως έχεις μοίρα κλήρο θεϊκό
και ζωντανή και πεθαμένη.
 
ΑΝ. Ώχου, με παιριπαίζουν!
Για το θεό, γιατί με βρίζεις,
πριν καλά καλά σαλπάρω;
ακόμη χαίρομαι το φως.
Ω πόλη, ω άρχοντες
της πόλης μου,
πηγές της Δίρκης, άλσος
της Θήβας που καμάρωνε τα' αμάξια της,
σας βάζω μάρτυρες με τη σειρά,
πως από φίλους άκλαφτη, με νόμους ποιους
πορεύομαι στον τάφο τον αλλόκοτο,
σε χωματένια φυλακή χωμένη;
η μαύρη κι άστεγη δε συνοικώ
ούτε θνητή με ζωντανούς
ούτε νεκρή με πεθαμένους.

840














850
 
ΧΟ. Σκαρφάλωσες στην κορυφή του θράσους
και στον απρόσιτο της Δίκης θρόνο,
παιδί μου, παραπάτησες.
Του πατέρα σου πληρώνεις μέγα κρίμα.
 
     
ΑΝ. Άγγιξες οδυνηρές
τις μέριμνές μου
τη δίφορη του πατέρα ντροπή,
το χαμό που συθέμελα ρήμαξε
την ωραία γενιά του Λαβδάκου.
Ώχου ντροπές στο στρώμα της μητέρας,
ώχου της μαύρης μάνας πλάγιασμα
με το παιδί της, τον πατέρα μου.
Ποια γονικά με γέννησαν και με παιδεύουν;
Καταραμένη και παρθένα κίνησα
για να τους ανταμώσω.




860
  Ώχου, με τον πικρό σου γάμο
τα κατάφερες, αδέρφι μου,
και πεθαμένος ζωντανή να με σκοτώσεις.

870
   
ΧΟ. Καλός ο σεβασμός στην άγια τάξη,
όμως χαμένος κόπος ν' αψηφάς
την εξουσία κι όποιον την εξουσία κρατά·
εσένα σε χαντάκωσε η αυτόνομη πορεία.
   
ΑΝ. Άκλαφτη κι άφιλη, χωρίς τραγούδια γάμου
η μαύρη σέρνομαι,
στον ύστατο δρόμο μου.
Άδικο να μη βλέπω πια τ' αγνό
το φως του ήλιου, η κακορίζικη.
Για την αδάκρυτη μοίρα μου
φίλος κανείς δε στενάζει.
(Μπαίνει ο Κρέοντας.)






880