Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
Γ΄ Επεισόδιο: Α΄ Σκηνή: στ. 635-765 Γ΄ Στάσιμο: στ. 781-800 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΧΟ. Ἁνήρ, ἄναξ, βέβηκεν ἐξ ὀργῆς ταχύς·
νοῦς δ᾽ ἐστὶ τηλικοῦτος ἀλγήσας βαρύς.
 
ΚΡ. Δράτω, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ᾽ ἄνδρ᾽ ἰών·
τώ δ᾽ οὖν κόρα τώδ᾽ οὐκ ἀπαλλάξει μόρου.
 
ΧΟ. Ἄμφω γὰρ αὐτὼ καὶ κατακτεῖναι νοεῖς; 770
ΚΡ. Οὐ τήν γε μὴ θιγοῦσαν· εὖ γὰρ οὖν λέγεις.  
ΧΟ. Μόρῳ δὲ ποίῳ καί σφε βουλεύῃ κτανεῖν;  
ΚΡ. Ἄγων ἔρημος ἔνθ᾽ ἂν ᾖ βροτῶν στίβος
κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι,
 
  φορβῆς τοσοῦτον ὡς ἄγος μόνον προθείς,
ὅπως μίασμα πᾶσ᾽ ὑπεκφύγῃ πόλις·
κἀκεῖ τὸν Ἅιδην, ὃν μόνον σέβει θεῶν,
αἰτουμένη που τεύξεται τὸ μὴ θανεῖν,
ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθ᾽ ὅτι
775
  πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν. 780

 

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

  ἁνήρ (αντί ὁ ἀνήρ) βέβηκεν ο άντρας έφυγε
  ταχὺς (επιρρ. κατηγ.) βιαστικά, γρήγορα
  νοῦς τηλικοῦτος (αντί τηλικούτου) η ψυχή τόσο νέου
  βαρὺς επικίνδυνος, επίφοβος
  ἀλγήσας (υποθ. μτχ.) αν πονέσει
  φρονῶ μεῖζον μεγαλοφρονώ, μεγαλοπιάνομαι
  ἤ κατ' ἄνδρα ἰὼν από ό,τι ταιριάζει σ' έναν άνθρωπο
  τὼ κόρα τώδ' (αιτ. δυϊκ. αρ.) αυτές τις δύο κόρες
  ἀπαλλάσσω μόρου γλυτώνω από τον θάνατο
770 ἄμφω αὐτὼ (δυϊκ. αρ.) και τις δύο αυτές το ἄμφω για έμφαση
  οὐ (ενν. νοῶ κατακτεῖναι) όχι, (δε σκέφτομαι να σκοτώσω)
  τὴν μὴ θιγοῦσαν αυτή που δεν άγγιξε (τον νεκρό), δε μετείχε
  μόρῳ ποίῳ με ποιον τρόπο
  σφε αυτήν
  ἐρῆμος βροτῶν στίβος απάτητος δρόμος
  κρύψω ζώσαν θα την θάψω ζωντανή
  κατῶρυξ -χος, ὁ όρυγμα, σπηλιά, υπόγειος θολωτός τάφος
  φορβὴ τροφή (κυρίως ζώων)
  ἄγος, τὸ το μίασμα
  ὡς ἄγος μόνον (ενν. εἶναι) ώστε απλώς, ίσα-ίσα μόνο να αποτρέψει το μίασμα
  προθεὶς (προτίθημι) προσφέροντας, δίνοντας
  σέβει σέβεται, τιμά
  κἀκεῖ τὸν Ἅιδην αἰτουμένη
που τεύξεται τὸ μὴ θανεῖν
και εκεί παρακαλώντας τον Άδη, ίσως γλυτώσει τον θάνατο (σκληρή ειρωνεία)
  γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦτα τουλάχιστον, αν και αργά
  πόνος περισσός ἐστι τὰν (τὰ ἐν οἴκῳ) Ἅιδου σέβειν είναι μάταιος κόπος να τιμά κανείς όσους βρίσκονται στον Άδη, τους νεκρούς