ΧΟ. |
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών· οἷς γὰρ ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος, ἄτας |
στροφή α΄ |
|
οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον·
|
585 |
|
ὅμοιον ὥστε πόντιον
οἶδμα, δυσπνόοις ὅταν
Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
|
|
|
κυλίνδει βυσσόθεν
|
590 |
|
κελαινὰν θῖνα καὶ δυσάνεμοι,
στόνῳ βρέμουσιν ἀντιπλῆγες ἀκταί.
|
|
|
Ἀρχαῖα τὰ Λαβδακιδᾶν οἴκων ὁρῶμαι |
αντιστρ. α΄ |
|
πήματα φθιμένων ἐπὶ πήμασι πίπτοντ᾽, |
595 |
|
οὐδ᾽ ἀπαλλάσσει γενεὰν γένος, ἀλλ᾽ ἐρείπει
θεῶν τις, οὐδ᾽ ἔχει λύσιν.
Νῦν γὰρ ἐσχάτας ὅπερ |
|
|
ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις· |
600 |
|
κατ᾽ αὖ νιν φοινία
θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κόνις
λόγου τ᾽ ἄνοια καὶ φρενῶν Ἐρινύς |
|
|
|
|
|
Τεάν, Ζεῦ, δύναμιν τίς ἀν- |
στροφή β΄ |
|
δρῶν ὑπερβασία κατάσχοι, |
605 |
|
τὰν οὔθ᾽ ὕπνος αἱρεῖ ποθ᾽ ὁ παντογήρως
οὔτ᾽ ἀκάματοι θεῶν
μῆνες, ἀγήρως δὲ χρόνῳ δυνάστας
κατέχεις Ὀλύμπου |
|
|
μαρμαρόεσσαν αἴγλαν. |
610 |
|
Τό τ᾽ ἔπειτα καὶ τὸ μέλλον
καὶ τὸ πρὶν ἐπαρκέσει
νόμος ὅδ᾽· οὐδὲν ἕρπει
θνατῶν βιότῳ πάμπολύ γ᾽ ἐκτὸς ἄτας. |
|
|
|
|
|
Ἁ γὰρ δὴ πολύπλαγκτος ἐλ- |
αντιστρ.β' |
|
πὶς πολλοῖς μὲν ὄνασις ἀνδρῶν, |
616 |
|
πολλοῖς δ᾽ ἀπάτα κουφονόων ἐρώτων·
εἰδότι δ᾽ οὐδὲν ἕρπει,
πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ. |
|
|
Σοφίᾳ γὰρ ἔκ του |
620 |
|
κλεινὸν ἔπος πέφανται·
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν
τῷδ᾽ ἔμμεν, ὅτῳ φρένας
θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν· |
|
|
πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας. |
625 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΟ. |
Καλόμοιρος οπού δε γεύτηκε ζωή πικρή·
όποιος από θεού του σείστηκε συθέμελα το σπίτι,
να σέρνει συμφορές σωρό στο σόι του δε σώνει·
όπως το κύμα του γιαλού
την ανεμόδαρτη την άμμο πίσσα σωριάζει στο βυθό,
όταν ορμά με την ανεμική της Θράκης
το θεοσκότεινο το πέλαγος
κι όταν βογκούν στενάζοντας τα πληγωμένα βράχια.
|
590 |
|
Αιώνες θωρώ στο σπίτι των Λαβδακιδών
πάθη νεκρών πάνω σε πάθη να πέφτουν·
η μια την άλλη γενιά δεν μπορεί ν' αλαφρώσει·
κάποιος θεός τη ρημάζει κι αλύτρωτη μένει.
Τώρα στο σπίτι του Οιδίποδα φάνηκε φως
απάνω στη στερνή του ρίζα·
όμως των θεών του κάτω κόσμου
το φονικό τη θερίζει δρεπάνι,
η τύφλα του νου κι ο αστόχαστος λόγος.
|
600 |
|
|
|
|
Τη δύναμή σου, Δία,
ποιος αλαζόνας άνθρωπος θα γονατίσει;
ο ύπνος δεν την καταλεί, που μας γερνάει,
ούτε κι οι μήνες των θεών, που δε νυστάζουν.
Αιώνιος δυνάστης κυβερνάς
στη λαμπερή φωτοχυσία του Ολύμπου.
Μέλλον, παρόν και παρελθόν
αυτός ο νόμος τα σφραγίζει: ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ
έξω από της συμφοράς το μονοπάτι.
|
610 |
|
|
|
|
Οι πλάνες ελπίδες που σ' άλλους βγαίνουν σε καλό,
σ' άλλους απάτη γίνονται κούφιας λαχτάρας·
φωλιάζει στον ανίδεο,
ώσπου να γλείψει της φωτιάς η φλόγα το ποδάρι του·
κάποιος φανέρωσε λόγο βαρύ, γι' αυτό σοφό:
το κακό φαντάζει καλό
στο νου εκείνου
που θεός στη συμφορά τον πάει· κι έξω από συμφορές για λίγο χρόνο χαίρεται.
|
620 |
|
|
|
|
(Έρχεται ο Αίμονας.) |
|
|