865-866. |
σιγᾶν.... κάρα (σώπα.... το κεφάλι ορθώνει)· ο Νεοπτόλεμος συνιστά σιωπή στον χορό, καθώς ο Φιλοκτήτης σιγά-σιγά ξυπνάει. |
867-868. |
ὦ φέγγος.... τῶν ξένων (Ω! φως.... για με φροντίδα)· η χαρά του Φιλοκτήτη είναι διπλή και γιατί βγαίνει απ' την επώδυνη αυτή κρίση της αρρώστιας του και γιατί η παρουσία των Ελλήνων ενδυναμώνει την ελπίδα της σωτηρίας του. |
869-876. |
οὐ γάρ ποτ'.... γέμων (γιε μου, ποτέ.... σε γέμιζαν)· ο Φιλοκτήτης αντιπαραβάλλει τη συμπεριφορά του Νεοπτόλεμου προς αυτή των Ατρειδών. Η διαφορετική συμπεριφορά συνιστά και διαφορά ήθους. |
877-881. |
καὶ νῦν.... τὸ πλεῖν (και τώρα.... ας μην αργούμε)· η παράκληση του Φιλοκτήτη για αναχώρηση διατυπώνεται με έντονα προτρεπτικό λόγο. |
886-888. |
νῦν δ' αἶρε.... δρᾶν (σηκώσου τώρα.... κι οι δυο μας)· ο Νεοπτόλεμος ανταποκρίνεται στην παράκληση του Φιλοκτήτη. |
|
|
889. |
αἰνῶ τάδ',.... νοεῖς· η ευγενική άρνηση του Φιλοκτήτη να δεχτεί τη συνδρομή των ναυτών δείχνει έμμεσα την εμπιστοσύνη που έχει αποκλειστικά στον Νεοπτόλεμο. Γι' αυτό και είναι έτοιμος τώρα να στηριχτεί μόνον σ' αυτόν. |
890-891. |
τούτους δ' ἔασον.... τοῦ δέοντος· για τον Φιλοκτήτη οι ναύτες πιθανόν να δυσφορήσουν από την αφόρητη δυσοσμία της πληγής του ήρωα, ο Νεοπτόλεμος όμως με καρτερία θα ανεχθεί οποιαδήποτε νέα κρίση της νόσου. |
895. |
παπαῖ· ο ψυχικός πόνος του Νεοπτόλεμου είναι παράλληλος προς τον σωματικό του Φιλοκτήτη (στ. 745). Το ερώτημα «τί δῆτ' ἂν δρῷμ' ἐγὼ τοὐνθένδε γε» φανερώνει το μεγάλο του δίλημμα, αφού αδυνατεί πια να συνεχίσει το παιχνίδι της εξαπάτησης. |
896. |
τί δ' ἔστιν.... λόγω; Το νόημα των λόγων αυτών είναι: «μ' αυτά τα λόγια σου βγήκες έξω από το δρόμο σου. Πού πηγαίνεις;» |
897. |
οὐκ οἶδ'.... ἔπος· ο Νεοπτόλεμος βρίσκεται σε απόλυτη αμηχανία. Δεν ξέρει τι να πει και τι να πράξει. |
898-901. |
ἀπορεῖς δέ.... ναύτην ἔτι; Ο Φιλοκτήτης ακούει περί «απορίας» και περί «πάθους» του Νεοπτόλεμου και δεν μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Φοβάται μήπως η αιτία είναι ο ίδιος, δηλ. «το βάρος της αρρώστιας» του. |
902-903. |
ἅπαντα δυσχέρεια.... τὰ μὴ προσεικότα· η τραγικότητα του Νεοπτόλεμου είναι φανερή, γιατί υποχώρησε στα σχέδια του Οδυσσέα, εγκατέλειψε τη φύση του, δηλ. τις αρχές της καταγωγής του, και έπραξε όσα δεν έπρεπε να πράξει. Τὰ μὴπροσεικότα είναι ότι εξαπάτησε τον Φιλοκτήτη από τη μια, λέγοντάς του ότι θα τον επαναφέρει στην πατρίδα και από την άλλη ότι του απέκρυψε πως επιστρέφει στην Τροία (στ. 909).
|
904. |
οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος· τη φύση του Νεοπτόλεμου αγνοεί ο Φιλοκτήτης. Γνώριζε όμως τη φύση του πατέρα του, ο οποίος οπωσδήποτε θα ωφελούσε ἐσθλὸν ἄνδρα. |
906. |
αἰσχρὸς φανοῦμαι· η αναφορά στον πατέρα, που ήταν ως χαρακτήρας ευθύς, τάραξε τον Νεοπτόλεμο και τον ανάγκασε να ομολογήσει ότι θα φανεί αισχρός. |
912-913. |
λιπὼν μέν.... πάλαι· ως εδώ έχουμε επιβράδυνση (retardatio) της υπόθεσης. Στο εξής δε θα υπάρξει άλλη αναβολή και ο Νεοπτόλεμος με την απόφασή του θα αποβάλει το προσωπείο της υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάλογος διεξάγεται με δίστιχα, αλλά κατά την αποκάλυψη της αλήθειας, εξαιτίας της κλιμακούμενης έντασης, χρησιμοποιούνται και αντιλαβές. |
915-916. |
οὐδέν σε κρύψω.... στόλον· ο Νεοπτόλεμος πιέζεται να επιλέξει υπεύθυνα μεταξύ σκόπιμου δόλου και γυμνής αλήθειας, στρατιωτικού καθήκοντος και ηθικού χρέους. Αυτή η κλιμάκωση της εσωτερικής πίεσης αρχίζει να γίνεται αισθητή από τον στ. 913. Τελικά, ο Νεοπτόλεμος αποκαλύπτει την αλήθεια: ο Φιλοκτήτης πρέπει να τους ακολουθήσει στην Τροία. |
917. |
τί εἶπας; Η αντιλαβή εκφράζει έκπληξη και συγκίνηση. |
919-920. |
σῶσαι.... μολών· ο Νεοπτόλεμος χρησιμοποιεί δύο ισχυρότατα επιχειρήματα, πρώτα τη θεραπεία του Φιλοκτήτη και κατόπιν την άλωση της Τροίας, με τη συνδρομή του Φιλοκτήτη. |
923-924. |
ἀπόλωλα.... τὰ τόξα μοι· η αντίδραση του Φιλοκτήτη δίνεται με μια έκφραση αποκαρδίωσης, πικρίας και απόγνωσης. Η αρχική προσφώνηση προς τον Νεοπτόλεμο ὦ παῖ ή ὦ τέκνον αντικαθίσταται από το άχρωμο και ψυχρό ὦ ξένε. Εξάλλου η έντονη απαίτησή του να του επιστραφεί το τόξο επιτείνει το κλίμα ψυχρότητας ανάμεσα στους δύο άντρες. |
925-926. |
ἀλλ' οὐχ οἷόν τε.... ποεῖ· η άρνηση του Νεοπτόλεμου να επιστρέψει το τόξο και η δικαιολογία γι' αυτήν την άρνηση αποδίδουν ακριβώς το πνεύμα του Οδυσσέα. Το νόημα των λόγων του είναι: και το καθήκον μου ως κατώτερου και το συμφέρον μου να γίνω πορθητής της Τροίας με αναγκάζουν να μην επιστρέψω το τόξο. |
|
|
927-962. |
ὦ πῦρ σύ.... θάνοις κακῶς (α! εσύ φωτιά.... πανάθλιος θάνατος να σ' έβρει)· η αντίδραση του Φιλοκτήτη στη συμπεριφορά του Νεοπτόλεμου δίνεται με μία αριστουργηματική στη δομή και το περιεχόμενο ρήση, στην οποία αναμειγνύονται οργή, ικεσία και απελπισία. |
927-931. |
ὦ πῦρ σύ.... τὰ τόξ' ἑλών (α! εσύ φωτιά..... τα τόξα ως πήρες)· ο Φιλοκτήτης αποκαλεί τον Νεοπτόλεμο φωτιά (πῦρ), γιατί, παίρνοντας με ύπουλο τρόπο τα τόξα του, κατέστρεψε τις ελπίδες του. Η έκκληση προς το πῦρ γίνεται, γιατί το θεωρούσαν σύμβολο τόλμης, αναίδειας και καταστροφής (πρβλ. Ευριπ. Ἑκάβη 608, και Ἀνδρομ. 271, Αριστοφ. Λυσιστρ. 1014). |
934-935. |
ὤμοι τάλας.... ὧδ' ὁρᾷ πάλιν (αχ! ο έρμος... τα μάτια πάλι αλλού)· ο Φιλοκτήτης διακόπτει προς στιγμή τον λόγο του περιμένοντας απάντηση από τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος όμως δεν τολμά να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο, λόγω της ντροπής που αισθάνεται για τη συμπεριφορά του. |
936-940. |
ὦ λιμένες.... οὑξ Ἀχιλλέως (λιμάνια....... του Αχιλλέα ο γιος)· η αποστροφή προς την άψυχη φύση και τα άγρια ζώα, συνηθισμένη και στη δημοτική μας ποίηση, εκφράζει την κορύφωση του πάθους και την έντονη απογοήτευση και απελπισία του ήρωα, εξαιτίας της συμπεριφοράς του Νεοπτόλεμου. |
941-944. |
ὀμόσας.... θέλει (ενώ μου ορκίστη.... στους Αργείους)· το έγκλημα του Νεοπτόλεμου, κατά τον Φιλοκτήτη, ήταν διπλό, γιατί και τον όρκο παρέβη και τα ιερά όπλα του σφετερίστηκε, για να τα επιδείξει στους Αχαιούς ως λεία, όπιος επέδειξε ο Οδυσσέας τον Έλενο (στ. 609). |
945-949. |
ὡς ἄνδρ' ἑλών μ'.... τί χρή με δρᾶν (με σέρνει με βία.... τι να κάμω); Η συσσώρευση ασύνδετων φράσεων μαρτυρεί την ψυχική ταραχή του Φιλοκτήτη. |
950-951. |
ἀλλ' ἀπόδος.... εἰμ' ὁ δύσμορος (δος μου τα.... τίποτα δεν είμαι)· στην προτροπή του Φιλοκτήτη προς τον Νεοπτόλεμο να δείξει τον παλαιό καλό εαυτό του, εκφράζεται ταυτόχρονα η βαθιά κατανόηση της φύσης και της πλάνης του νέου. |
952-960. |
ὦ σχῆμα πέτρας.... εἰδέναι κακόν (ω! εσύ σπηλιά..... κακό δεν ξέρει κανένα)· η νέα αποστροφή του Φιλοκτήτη στη φύση, δείγμα έντονης συγκίνησης, θυμίζει τη στάση της Αντιγόνης προ του τάφου της (Σοφ. Ἀντιγ., στ. 891 κ.ε.). Ο ήρωας παραδέχεται την πικρή ειρωνεία που υπάρχει στη φυσική δικαιοσύνη, ότι δηλ. όλα τα άγρια ζώα που τον έτρεφαν με το κρέας τους, τώρα θα τραφούν με τη σάρκα του, και θεωρεί αιτία όλων αυτών τον Νεοπτόλεμο, που τον θεωρούσε φίλο.
|
961-962. |
ὄλυιο μήπω.... θάνοις κακῶς (αχ! ν' αφανιζόσουν..... θάνατος να σ' έβρει)· με την ελπίδα ότι ο Νεοπτόλεμος θα αλλάξει γνώμη, ο Φιλοκτήτης διακόπτει ξαφνικά την κατάρα και τη διατυπώνει με επιφύλαξη. Ο λόγος αποκτά δραματικότητα· όλοι περιμένουν την αντίδραση του Νεοπτόλεμου· θα βρει τον εαυτό του, την αληθινή του φύση, όπως ελπίζει ο Φιλοκτήτης, ή θα αποδειχθεί ένας αναίσχυντος απατεώνας και δόλιος κλέφτης του ιερού όπλου, παρ' ότι κατάγεται από ευγενική γενιά; |