ΝΕ. |
Ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε |
|
|
αὐτόν τ' ἔμ'· ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι
ἄκουσον. Ἀνθρώποισι τὰς μὲν ἐκ θεῶν
τύχας δοθείσας ἔστ' ἀναγκαῖον φέρειν·
ὅσοι δ' ἑκουσίοισιν ἔγκεινται βλάβαις,
ὥσπερ σύ, τούτοις οὔτε συγγνώμην ἔχειν |
1315 |
|
δίκαιόν ἐστιν οὔτ' ἐποικτίρειν τινά.
Σὺ δ' ἠγρίωσαι, κοὔτε σύμβουλον δέχῃ,
ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων,
στυγεῖς, πολέμιον δυσμενῆ θ' ἡγούμενος.
Ὅμως δὲ λέξω· Ζῆνα δ' ὅρκιον καλῶ· |
1320 |
|
καὶ ταῦτ' ἐπίστω, καὶ γράφου φρενῶν ἔσω.
Σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ θείας τύχης,
Χρύσης πελασθεὶς φύλακος, ὃς τὸν ἀκαλυφῆ
σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις·
καὶ παῦλαν ἴσθι τῆσδε μή ποτ' ἂν τυχεῖν |
1325 |
|
νόσου βαρείας, ἕως ἂν αὑτὸς ἥλιος
ταύτῃ μὲν αἴρῃ, τῇδε δ' αὖ δύνῃ πάλιν,
πρὶν ἂν τὰ Τροίας πεδί' ἑκὼν αὐτὸς μόλῃς,
καὶ τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπίδαιν
νόσου μαλαχθῇς τῆσδε, καὶ τὰ πέργαμα |
1330 |
|
ξὺν τοῖσδε τόξοις ξύν τ' ἐμοὶ πέρσας φανῇς.
Ὡς δ' οἶδα ταῦτα τῇδ' ἔχοντ' ἐγὼ φράσω.
Ἀνὴρ γὰρ ἡμῖν ἔστιν ἐκ Τροίας ἁλούς,
Ἕλενος ἀριστόμαντις, ὃς λέγει σαφῶς
ὡς δεῖ γενέσθαι ταῦτα· καὶ πρὸς τοῖσδ' ἔτι, |
1335 |
|
ὡς ἔστ' ἀνάγκη τοῦ παρεστῶτος θέρους
Τροίαν ἁλῶναι πᾶσαν· ἢ δίδωσ' ἑκὼν
κτείνειν ἑαυτόν, ἢν τάδε ψευσθῇ λέγων.
Ταῦτ' οὖν ἐπεὶ κάτοισθα, συγχώρει θέλων.
Καλὴ γὰρ ἡ 'πίκτησις, Ἑλλήνων ἕνα |
1340 |
|
κριθέντ' ἄριστον, τοῦτο μὲν παιωνίας
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, εἶτα τὴν πολύστονον
Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν. |
1345 |
ΦΙ. |
Ὦ στυγνὸς αἰών, τί με, τι δῆτ' ἔχεις ἄνω
βλέποντα, κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν; |
|
|
Οἴμοι, τί δράσω; Πῶς ἀπιστήσω λόγοις
τοῖς τοῦδ', ὃς εὔνους ὢν ἐμοὶ παρῄνεσεν;
Ἀλλ' εἰκάθω δῆτ'; Εἶτα πῶς ὁ δύσμορος
εἰς φῶς τάδ' ἔρξας εἶμι; Τῷ προσήγορος;
Πῶς, ὦ τὰ πάντ' ἰδόντες ἀμφ' ἐμοὶ κύκλοι, |
1350 |
|
ταῦτ' ἐξανασχήσεσθε, τοῖσιν Ἀτρέως
ἐμὲ ξυνόντα παισίν, οἵ μ' ἀπώλεσαν;
Πῶς τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου;
Οὐ γάρ με τἄλγος τῶν παρελθόντων δάκνει,
ἀλλ' οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι |
1355 |
|
δοκῶ προλεύσσειν· οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν |
1360 |
|
μήτηρ γένηται, πάντα παιδεύει κακούς. |
|
|
Καὶ σοῦ δ' ἔγωγε θαυμάσας ἔχω τόδε.
Χρῆν γάρ σε μήτ' αὐτόν ποτ' ἐς Τροίαν μολεῖν,
ἡμᾶς τ' ἀπείργειν· οἵ γε σοῦ καθύβρισαν, |
|
|
πατρὸς γέρας συλῶντες οἳ τὸν ἄθλιον
Αἴανθ' ὅπλων σοῦ πατρὸς ὕστερον δίκῃ
Ὀδυσσέως ἔκριναν]. Εἶτα τοῖσδε σὺ
εἶ ξυμμαχήσων κἄμ' ἀναγκάζεις τάδε;
Μὴ δῆτα, τέκνον· ἀλλά μ', ὃ ξυνῄνεσας,
πέμψον πρὸς οἴκους· καὐτὸς ἐν Σκύρῳ μένων
ἔα κακῶς αὐτοὺς ἀπόλλυσθαι κακούς. |
1365 |
|
Χοὔτω διπλῆν μὲν ἐξ ἐμοῦ κτήσῃ χάριν,
διπλῆν δὲ πατρὸς· κοὐ κακοὺς ἐπωφελῶν
δόξεις ὁμοῖος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι. |
1370 |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΝΕ. |
Χαίρομαι που τον κύρη μου και μένα
παινεύεις· άκου τώρα αυτά που θέλω
να κάνεις. Όταν βάσανα μας δίνουν
οι θεοί, να τ' αντέχουμε είναι ανάγκη·
όσοι όμως με τη θέλησή τους μένουν
στις δυστυχίες όπως εσύ, δεν είναι
δίκιο μήτε κανείς να τους λυπάται
μήτε να συχωράει. Είσαι αγριεμένος,
γνώμη καμιά δε δέχεσαι κι αν κάποιος
σε συμβουλεύει από φιλία, τον λογιάζεις
εχθρό και τον μισείς. Μα θα μιλήσω.
Τον όρκιο Δία βάζω μάρτυρά μου· |
1320 |
|
ετούτα μάθε, γράψε τα στο νου σου.
Θεόσταλτη έχεις την αρρώστια τούτη,
σαν ζύγωσες το φύλακα της Χρύσης,
που το άστεγο ιερό της προστατεύει,
σπιτόφιδο κρυφό. Και να το ξέρεις
ότι ποτές απ' τη φριχτή πληγή σου
δε θα γλιτώσεις, όσο ο ήλιος βγαίνει
εδώθε και από κει ξαναβουλιάζει,
πριν πας στην Τροία με τη θέλησή σου
και μέσα στο στρατό μας συναντήσεις
τους γιους του Ασκληπιού· θα σε γιατρέψουν
και με τα τόξα τούτα θα κουρσέψεις
μαζί μ' εμέ το ξακουσμένο κάστρο.
Το πώς τα ξέρω αυτά, θα σου εξηγήσω.
Τον Έλενο απ' την Τροία έχουμε πιάσει,
εξαίσιο μάντη· ξάστερα μας είπε
ότι μοιρόγραφτο είναι αυτά να γίνουν
κι ακόμη αυτό το καλοκαίρι πρέπει
να πέσει η Τροία κι αν λάθος προφητεύει,
μας δίνει για σφαγή τον εαυτό του.
Αφού λοιπόν τα ξέρεις, στέρξε κι έλα
μαζί μας· είναι ωραίο το κέρδος, όταν
τον πιο γενναίο στους Έλληνες σε κρίνουν
και χέρια βρεις που θα σε θεραπεύσουν,
μετά την πολυστέναχτη να ρίξεις
Τροία κι αθάνατη να πάρεις δόξα. |
1330
1340 |
ΦΙ. |
Ω! μισητή ζωή, στο φως απάνω
τι μ' έχεις και δε μ' άφησες να πάω
στον Άδη; Αχ! αλίμονο· τι κάνω;
Στα λόγια ετούτου πώς να μην πιστέψω
που όντας φίλος με συμβούλεψε; Όμως
να υποχωρήσω; Κι όταν θα το κάνω,
στο φως της μέρας πώς θα βγαίνω ο δόλιος;
Σε ποιόνε να μιλήσω: Πώς, ω μάτια μου,
που όλα τα πάθη μου έχετε αντικρίσει,
θα το ανεχτείτε αντάμα να με δείτε
με του Ατρέα τους γιους που μ' αφανίσαν;
Και πώς με τον ολέθριο Οδυσσέα;
Για τα παλιά δε με δαγκώνει η θλίψη,
αλλά νομίζω ότι προβλέπω τι άλλα
μου μέλλεται απ' αυτούς να πάθω ακόμη.
Σ' όσους από τη φύση τους η γνώμη |
1350
1360 |
|
μητέρα γίνεται κακού, τους κάνει
κακούς σε κάθε πράξη τους. Ωστόσο
παραξενεύομαι σ' αυτό με σένα.
Γιατί δεν έπρεπε να πας ποτέ σου
στην Τροία, μα κι εμένα να εμποδίζεις·
σε πρόσβαλαν εκείνοι κλέβοντάς σου
τα όπλα του πατέρα σου, ύστερα θέλεις
σύμμαχός τους να γίνεις κι αναγκάζεις
σ' αυτά κι εμένα; Όχι, παιδί μου· μόνο
εκείνο που συμφώνησες να κάνεις·
στείλε με στην πατρίδα μου κι ο ίδιος
στη Σκύρο μείνε και άσε τους κακούργους
να βρουν κακό χαμό· και θα κερδίσεις
έτσι διπλή από μένα ευγνωμοσύνη,
διπλή κι απ' το γονιό μου και μη δείξεις
κακός πως είσαι τους κακούς βοηθώντας. |
1370 |
|