Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Γ΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 963-1080 Έξοδος: Α΄ Σκηνή: στ. 1218-1221 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΦΙ. Ὦ κοίλας πέτρας γύαλον
θερμὸν καὶ παγετῶδες, ὥς
σ' οὐκ ἔμελλον ἄρ', ὦ τάλας,
λείψειν οὐδέποτ', ἀλλά μοι
στρ. α΄
  καὶ θνῄσκοντι συνείσῃ.
Ὤμοι μοί μοι.
Ὦ πληρέστατον αὔλιον
λύπας τᾶς ἀπ' ἐμοῦ τάλαν,
τίπτ' αὖ μοι τὸ κατ' ἆμαρ
1085
  ἔσται; Τοῦ ποτε τεύξομαι
σιτονόμου μέλεος πόθεν ἐλπίδος;
Εἶτ' αἰθέρος ἄνω
πτωκάδες ὀξυτόνου διὰ πνεύματος
ἑλῶσιν μ'· οὐδ' ἔτ' ἰσχύς.
1090
 
ΧΟ. Σύ τοι σύ τοι κατηξίω-
σας, ὦ βαρύποτμ'· οὐκ
ἄλλοθεν ἁ τύχα ἅδ' ἀπὸ μείζονος·
εὖτέ γε παρὸν φρονῆσαι
λῴονος ἐκ δαίμονος εἵ-
1095
  λου τὸ κάκιον αἰνεῖν. 1100
 
ΦΙ. Ὦ τλάμων τλάμων ἄρ' ἐγὼ
καὶ μόχθῳ λωβατός, ὃς ἤ-
δη μετ' οὐδενὸς ὕστερον
ἀνδρῶν εἰσοπίσω τάλας
αντ. α΄
  ναίων ἐνθάδ' ὀλοῦμαι, 1105
 
  αἰαῖ αἰαῖ,
οὐ φορβὰν ἔτι προσφέρων,
οὐ πτανῶν ἀπ' ἐμῶν ὅπλων
  κραταιαῖς μετὰ χερσὶν
ἴσχων· ἀλλά μοι ἄσκοπα
κρυπτά τ' ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός·
ἰδοίμαν δέ νιν,
τὸν τάδε μησάμενον, τὸν ἴσον χρόνον
1110
  ἐμὰς λαχόντ' ἀνίας. 1115
ΧΟ. Πότμος πότμος σε δαιμόνων
τάδ', οὐδὲ σέ γε δόλος
ἔσχ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς. Στυγερὰν ἔχε
  δύσποτμον ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις.
Καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει,
μὴ φιλότητ' ἀπώσῃ.
1120
 
ΦΙ. Οἴμοι μοι, καί που πολιᾶς
πόντου θινὸς ἐφήμενος,
στρ. β΄
  γελᾷ μου, χερὶ πάλλων
τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν,
τὰν οὐδείς ποτ' ἐβάστασεν.
Ὦ τόξον φίλον, ὦ φίλων
χειρῶν ἐκβεβιασμένον,
1125
  ἦ που ἐλεινὸν ὁρᾷς, φρένας εἴ τινας
ἔχεις, τὸν Ἡράκλειον
+ἄθλιον+ ὧδέ σοι
οὐκέτι χρησόμενον τὸ μεθύστερον,
ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ
1130
  πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσῃ,
ὁρῶν μὲν αἰσχρὰς ἀπάτας,
στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν,
μυρία τ' ἀθροῦν ἀνατέλ-
λονθ' ὅσ' ἐφ' ἡμῖν κάκ' ἐμήσαθ' οὗτος.
1135
 
ΧΟ. Ἀνδρός τοι τὸ μὲν εὖ δίκαιον εἰπεῖν,
εἰπόντος δὲ μὴ φθονερὰν
ἐξῶσαι γλώσσας ὀδύναν.
Κεῖνος δ' εἷς ἀπὸ πολλῶν
ταχθεὶς τοῦτ' ἐφημοσύνᾳ
1140
  κοινὰν ἤνυσεν ἐς φίλους ἀρωγάν. 1145
 
ΦΙ. Ὦ πταναὶ θῆραι χαροπῶν τ'
ἔθνη θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει
χῶρος οὐρεσιβώτας,
φυγᾷ μ' οὐκέτ' ἀπ' αὐλίων
αντ. β΄
πελᾶτ'· οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν 1150
τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν,
ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν.
Ἀλλ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται,
οὐκέτι φοβητὸς ὑμῖν,
ἕρπετε, νῦν καλὸν
ἀντίφονον κορέσαι στόμα πρὸς χάριν
ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας.
Ἀπὸ γὰρ βίον αὐτίκα λείψω·
πόθεν γὰρ ἔσται βιοτά;
1155
Τίς ὧδ' ἐν αὔραις τρέφεται,
μηκέτι μηδενὸς κρατύ-
νων ὅσα πέμπει βιόδωρος αἶα;
1160
 
ΧΟ. Πρὸς θεῶν, εἴ τι σέβῃ ξένον, πέλασσον,
εὐνοίᾳ πάσᾳ πελάταν·
ἀλλὰ γνῶθ', εὖ γνῶθ'· ἐπὶ σοὶ
κῆρα τάνδ' ἀποφεύγειν.
Οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν, ἀδαὴς δ'
ἔχειν μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ.
1165
 
ΦΙ. Πάλιν, πάλιν παλαιὸν ἄλ-
γημ' ὑπέμνασας, ὦ
λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων.
Τί μ' ὤλεσας; Τί μ' εἴργασαι;
1170
ΧΟ. Τί τοῦτ' ἔλεξας;
ΦΙ. Εἰ σὺ τὰν ἐμοὶ
στυγερὰν Τρῳάδα γᾶν μ' ἤλπισας ἄξειν. 1175
ΧΟ. Τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον.
ΦΙ. Ἀπό νύν με λείπετ' ἤδη.
ΧΟ. Φίλα μοι, φίλα ταῦτα παρήγγει-
λας ἑκόντι τε πράσσειν.
Ἴωμεν ἴωμεν
ναὸς ἵν' ἡμῖν τέτακται. 1180
ΦΙ. Μή, πρὸς ἀραίου Διός, ἔλ-
θῃς, ἱκετεύω. ΧΟ. Μετρίαζ'. ΦΙ. Ὦ ξένοι,
  μείνατε, πρὸς θεῶν. ΧΟ. Τί θροεῖς; 1185
ΦΙ. Αἰαῖ αἰαῖ,
δαίμων δαίμων· ἀπόλωλ' ὁ τάλας·
ὦ πούς, πούς, τί σ' ἔτ' ἐν βίῳ
τεύξω τῷ μετόπιν τάλας;
  Ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις. 1190
ΧΟ. Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ
γνώμᾳ τῶν πάρος, ὧν προφαίνεις;
ΦΙ. Οὔτοι νεμεσητὸν
ἀλύοντα χειμερίῳ
  λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν. 1195
ΧΟ. Βᾶθί νυν, ὦ τάλαν, ὥς σε κελεύομεν.
ΦΙ. Οὐδέποτ' οὐδέποτ', ἴσθι τόδ' ἔμπεδον,
οὐδ' εἰ πυρφόρος ἀστεροπητὴς
βροντᾶς αὐγαῖς μ' εἶσι φλογίζων.
  Ἐρρέτω Ἴλιον, οἵ θ' ὑπ' ἐκείνῳ
πάντες ὅσοι τόδ' ἔτλασαν ἐμοῦ ποδὸς
ἄρθρον ἀπῶσαι. Ἀλλ',
ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε.
1200
 
 
ΧΟ. Ποῖον ἐρεῖς τόδ' ἔπος; ΦΙ. Ξίφος, εἴ ποθεν,
  ἢ γένυν, ἢ βελέων τι, προπέμψατε. 1205
ΧΟ. Ὡς τίνα <δὴ> ῥέξῃς παλάμαν ποτέ;
ΦΙ. Κρᾶτ'καὶ ἄρθρ' ἀπὸ πάντα τέμω χερί·
φονᾷ, φονᾷ νόος ἤδη.
ΧΟ. Τί ποτε; ΦΙ. Πατέρα ματεύων. 1210
ΧΟ. Ποῖ γᾶς; ΦΙ. Ἐς Ἅιδου·
οὐ γὰρ ἐν φάει γ' ἔτι.
Ὦ πόλις, ὦ πόλις πατρία,
πῶς ἂν εἰσίδοιμί σ' ἄθλιός γ' ἀνήρ,
  ὅς γε σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδ',
ἐχθροῖς ἔβαν Δαναοῖς
ἀρωγός· ἔτ' οὐδέν εἰμι.
1215

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
(Βγαίνουν ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος.)  
 
ΦΙ. Ω! εσύ του βράχου σπηλιά,
σε παγωνιές και λιοπύρια σκεπή μου
ήταν γραμμένο της μοίρας λοιπόν
για μένα το δύστυχο,
να μη φύγω ποτέ από κοντά σου,
μα εδώ θα με δεις να πεθαίνω.
Αλίμονό μου. Αχ! δόλια
σπηλιά μου ξέχειλη απ' τον πόνο μου,
για καθημερινό μου τι θα 'χω;
Από πού, ποιαν ελπίδα θα βρω
να μου δώσει τροφή;
Ψηλά στον αιθέρα
που βουίζουν οι μπόρες,
τα δειλά θα ριχτούνε πουλιά
καταπάνω μου· τι δεν έχω τα τόξα.











1090
 
ΧΟ. Μονάχος σου, μονάχος σου το θέλησες,
βαριόμοιρε· τρανότερος κανένας
δε σ' έριξε στην τύχη ετούτη
κι ενώ μπορούσες πιο σωστή να πάρεις
απόφαση, έχεις προτιμήσει
αντί για το καλό το χειρότερο.






1100
 
ΦΙ. Α! ο δύστυχος, δύστυχος
κι από τη συμφορά θερισμένος,
που δίχως κανέναν κοντά μου
κατοικώντας εδώ θα πεθάνω,
 
 
άαχ! αχ! αχ!
γιατί πια δε θα βρίσκω τροφή
στα δυνατά μου χέρια· αφού δε θα 'χω
τις φτερωτές μου σαΐτες·
όμως απρόσμενα λόγια, κρυφά
δολοπλόκας ψυχής με ξεγελάσαν·
άμποτε να 'βλεπα εκείνον
που μ' όλα τα δίχτυα με τύλιξε
να τυραννιέται πικρά
τόσους καιρούς σαν εμένα.


1110
ΧΟ. Η μοίρα, η μοίρα των θεών γι' αυτά,
κι όχι δικός μας δόλος σε κατέστρεψε.
Άλλους πικρά να καταριέσαι,
γιατί νιαζόμαστε για σένα από καρδιάς
και την φιλία μας την αρνιέσαι.


1120
 
ΦΙ. Αχ! τώρα εκείνος καθισμένος
σε περιγιάλι αφρολουσμένο
με περγελά, στα χέρια του κρατώντας
τα όπλα μου που μ' έθρεψαν τον άμοιρο,
που άλλος κανείς δεν κράτησε ποτέ.
Ω! αγαπημένο τόξο που σ' άρπαξαν
με βία απ' τα πιστά μου χέρια,
αν έχεις κάποια αίσθηση, θα βλέπεις
εμέ τον δόλιο πώς κατάντησα,
τον φίλο του Ηρακλή που ποτέ
δε θα σ' αγγίζει πια,
αλλά όπως άλλαξες αφέντη
άντρας πανούργος θα σ' έχει
και θα βλέπεις τις άτιμες
πονηριές του κι ακόμη
τον πολυμίσητον άντρα που σώριασε
συμφορές μυριάδες πάνω μου,
όσες για με μηχανεύτηκε τούτος.






1130
 
ΧΟ. Είναι σημάδι του άντρα που για δίκιο
μιλάει, να μιλάει σωστά χωρίς να δείχνει
με γλώσσα χολωμένη την πίκρα του.
Ένας εκείνος και πολλοί τον πρόσταξαν
αυτά να πράξει, κέρδος φέρνοντας
και βοήθεια σ' όλους τους φίλους.
1140
 
ΦΙ. Ω! εσείς κυνήγια των πουλιών,
κι αγρίμια εσείς με μάτια λαμπερά
που ο βουνίσιος θρέφει λόγγος τούτος,
δε θα ζυγώνετε πια στη σπηλιά μου
με φόβο κι έτοιμα για φευγάλα·
τι ο δύστυχος τώρα δεν κρατώ
τα τόξα μου, την πρωτινή μου
δύναμη. Ο τόπος είναι λεύτερος,
δεν είναι επίφοβος για σας·
Ελάτε τώρα είναι η κατάλληλη
περίσταση, για να χορτάσετε
το φονικό σας στόμα που εκδίκηση
θα πάρει τρώγοντας τις σάρκες μου.
Γιατί γοργά θα πεθάνω.
Πώς θα μπορέσω να ζήσω;
Ποιος με τ' αγέρι θρέφεται;
χωρίς κανένα απ' τα αγαθά
που η μάνα γη δωρίζει;

1150











1160
 
ΧΟ. Για τους θεούς, έλα κοντά μου αν έχεις
σέβας για τον ξένο που 'ρθα ως φίλος·
όμως στο χέρι σου είναι, ξέρε το καλά,
αυτή τη μαύρη μοίρα να ξεφύγεις.
Γιατί φριχτά σε τρώει κι όποιος την έχει,
δεν είναι τρόπος να υπομείνει
τα μύρια βάσανα που φέρνει.
 
ΦΙ. Μάτωσες την παλιά πληγή μου πάλι,
ω! εσύ, ο καλύτερος απ' όλους
που 'ρθαν εδώ. Γιατί μ' αφάνισες;
Τι μου 'κανες του δύσμοιρου;

1170
ΧΟ. Γιατί το 'πες αυτό;
ΦΙ. Μ' αφάνισες, αν πίστεψες πως θα 'ρθω
στη μισητή γη της Τρωάδας.
ΧΟ. Αυτό νομίζω εγώ καλύτερο.
ΦΙ. Φύγετε από κοντά μου πια.
ΧΟ. Απόκριση καλή για μένα αφού το θέλω
κι εγώ να φύγω. Μπρος, ας πάμε
καθένας στη δουλειά του στο καράβι.


1180
ΦΙ. Για τ' όνομα του Δία, μη φεύγεις, σε ικετεύω.
ΧΟ. Γαλήνεψε το φέρσιμό σου.
ΦΙ. Για τους θεούς, μείνετε, ξένοι.
ΧΟ. Γιατί φωνάζεις;
ΦΙ. Αχ! αχ! ω! ευχή, τύχη·
ο δόλιος αφανίστηκα. Πόδι,
ω! πόδι μου, τι να σε κάμνω πια
στη ζωή που μου μέλλεται του μαύρου;
Ω! ξένοι, γυρίστε πάλι πίσω.





1190
ΧΟ. Και τι το αλλιώτικο θα κάμεις
απ' όσα λίγο πριν μας είπες;
ΦΙ. Για κατηγορία αυτός δεν είναι
που όντας σε μαύρη συμφορά παραμιλάει.
ΧΟ. Έλα μαζί μας τότε όπως σου λέμε.
ΦΙ. Ποτέ μου δε θ' αφήσω αυτή τη χώρα,
ποτές, ούτε κι ο Δίας αν έρθει να με κάψει
μ' αστροπελέκια ο φλογοφόρος. Το κάστρο
της Τροίας να χαθεί κι όσοι το ζώνουν,
όλοι που για το άρρωστο ποδάρι μου
δίχως ντροπή με παρατήσαν εδωπέρα.
Όμως, ω! ξένοι κάντε μου μια χάρη.




1200
 
 
ΧΟ. Τι θες να πεις μ' αυτό το λόγο;
ΦΙ. Ένα σπαθί ή πελέκι ή μια σαΐτα,
αν το μπορείτε στείλτε μου.
ΧΟ. Και τι να κάμεις μ' αυτό;
ΦΙ. Για να σφαγώ, να κομματιάσω το κορμί μου·
Θάνατο, θάνατο γυρεύει ο νους μου.
ΧΟ. Τάχα γιατί; 1210
ΦΙ. Να πάω τον πατέρα μου να βρω.
ΧΟ. Σε ποια μεριά της γης;
ΦΙ. Στον Άδη· γιατί πια το φως δε βλέπει.
Ω! πόλη μου, ω πατρίδα μου, μακάρι
ο δόλιος να σ' αντίκριζα που αφήνοντας
το ιερό ποτάμι σου, βοηθός
επήγα στους εχθρούς μου Δαναούς·
τίποτα πια δεν είμαι, τίποτα.
 
  (Ο Φιλοκτήτης μπαίνει αργά στη σπηλιά του.)