Σοφοκλέους Τραγωδίαι (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Γ΄ Επεισόδιο: Α΄ Σκηνή: στ. 889-926 Γ΄ Επεισόδιο: Β΄ Σκηνή: στ. 963-1080 Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
ΦΙ. Ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δεῖμα καὶ πανουργίας
δεινῆς τέχνημ' ἔχθιστον, οἷά μ' εἰργάσω,
οἷ' ἠπάτηκας· οὐδ' ἐπαισχύνῃ μ' ὁρῶν
  τὸν προστρόπαιον, τὸν ἱκέτην, ὦ σχέτλιε;
Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ' ἑλών·
ἀπόδος, ἱκνοῦμαί σ', ἀπόδος, ἱκετεύω, τέκνον.
Πρὸς θεῶν πατρῴων, τὸν βίον μή μου 'φέλῃς.
Ὤμοι τάλας. Ἀλλ' οὐδὲ προσφωνεῖ μ' ἔτι,
930
  ἀλλ' ὡς μεθήσων μήποθ', ὧδ' ὁρᾷ πάλιν.
Ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, ὦ ξυνουσίαι
θηρῶν ὀρείων, ὦ καταρρῶγες πέτραι,
ὑμῖν τάδ', οὐ γὰρ ἄλλον οἶδ' ὅτῳ λέγω,
ἀνακλαίομαι παροῦσι τοῖς εἰωθόσιν,
935
  οἷ' ἔργ' ὁ παῖς μ' ἔδρασεν οὑξ Ἀχιλλέως·
ὀμόσας ἀπάξειν οἴκαδ', ἐς Τροίαν μ' ἄγει·
προσθείς τε χεῖρα δεξιάν, τὰ τόξα μου
ἱερὰ λαβὼν τοῦ Ζηνὸς Ἡρακλέους ἔχει,
καὶ τοῖσιν Ἀργείοισι φήνασθαι θέλει,
940
  ὡς ἄνδρ' ἑλὼν ἰσχυρὸν ἐκ βίας μ' ἄγει,
κοὐκ οἶδ' ἐναίρων νεκρόν, ἢ καπνοῦ σκιάν,
εἴδωλον ἄλλως· Οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε
εἷλέν μ'· ἐπεὶ οὐδ' ἂν ὧδ' ἔχοντ', εἰ μὴ δόλῳ.
Νῦν δ' ἠπάτημαι δύσμορος· Τί χρή με δρᾶν;
945
  <Ἀλλ'> ἀπόδος. Ἀλλὰ νῦν ἔτ' ἐν σαυτῷ γενοῦ.
Τί φῄς; Σιωπᾷς. Οὐδέν εἰμ' ὁ δύσμορος.
Ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, αὖθις αὖ πάλιν
εἴσειμι πρὸς σὲ ψιλός, οὐκ ἔχων τροφήν·
ἀλλ' αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος,
950
  οὐ πτηνὸν ὄρνιν, οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην
τόξοις ἐναίρων τοισίδ', ἀλλ' αὐτὸς τάλας
θανὼν παρέξω δαῖτ' ἀφ' ὧν ἐφερβόμην,
καί μ' οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν·
φόνον φόνου δὲ ῥύσιον τείσω τάλας
955
  πρὸς τοῦ δοκοῦντος οὐδὲν εἰδέναι κακόν.
Ὄλοιο μήπω, πρὶν μάθοιμ' εἰ καὶ πάλιν
γνώμην μετοίσεις· εἰ δὲ μή, θάνοις κακῶς.
960

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 
ΦΙ. Α! εσύ φωτιά κι άγρια φοβέρα
και πανουργίας φριχτής μισητή τέχνη,
τι μου 'κάνες, πώς μ'έχεις ξεγελάσει;
Δεν ντρέπεσαι, πανάθλιε, που με βλέπεις
να σε παρακαλώ, να σε ικετεύω;
Μου πήρες τη ζωή τα τόξα ως πήρες.
Δος μου τα, δος μου τα πίσω· σου προσπέφτω,
παιδί μου, σε ικετεύω· τη ζωή μου,
για τους θεούς μη κλέψεις. Αχ! ο έρμος·
καθόλου πια δεν απαντάει, σα να 'χει
σκοπό να μην τα δώσει, έτσι όπως στρέφει
τα μάτια πάλι αλλού. Λιμάνι, κάβοι,
ω! συντροφιές με τα βουνίσια αγρίμια
και βράχοι απόγκρεμνοι, συνηθισμένοι
τους θρήνους μου ν' ακούτε - άλλον κανένα
δεν έχω να τα πω —τι μου 'χει κάνει
του Αχιλλέα ο γιος· ενώ μου ορκίστη
στη γη μου να με φέρει, πάει στην Τροία·
κι ενώ δίνοντας το δεξί του χέρι
πήρε του Διογέννητου Ηρακλή τα τόξα
τα ιερά, σκοπεύει να με δείξει
σα λάφυρό του στους Αργείους. Με σέρνει
με βία του κάκου και θαρρεί πως παίρνει
δυνατόν άντρα κι όχι πεθαμένο,
ή τη σκιά καπνού, φάντασμα ανθρώπου.
Τι αν ήμουνα γερός, δε θα μπορούσε
να με νικήσει παρεχτός με δόλο.
Τώρα με γέλασαν τον μαύρο, τι να κάμω;
Δος μου τα τόξα, έλα στον εαυτό σου.
Τι λες; Σωπαίνεις; Τίποτα δεν είμαι.
Ω! εσύ σπηλιά μου δίστομη, σε σένα
θα 'ρθω ξανά απογυμνωμένος δίχως
τροφή· μόνος θα μαραθώ στο βράχο
τούτο κι ούτε πετούμενο κι αγρίμι
τοξεύοντας βουνίσιο, αλλά θα γίνω
τροφή σ' εκείνα που με θρέφαν· όσα
κυνήγησα θα με σπαράξουν τώρα
και φόνο αντί για φόνο θα πληρώσ' ο έρμος
γι' αυτόν, που 'δειχνε πως κακό δεν ξέρει
κανένα. Αχ! ν' αφανιζόσουν, μα όχι
πριν μάθω ότι μετάνιωσες· ειδάλλως
κακός, πανάθλιος θάνατος να σ' έβρει.



930
















940














950













960

 

9. Θέατρο Τέχνης, Φιλοκτήτης.
 
9. Θέατρο Τέχνης, Φιλοκτήτης. Επίδαυρος 1988.

 

10. Θέατρο Τέχνης, Φιλοκτήτης.
10. Θέατρο Τέχνης, Φιλοκτήτης. Επίδαυρος 1988.